Sunday, July 31, 2011

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ελέχθη αργότερα πως δεν ήξεραν
Πώς να διαφύγουν της προσοχής

του χρόνου,

Καθώς επέκτιζε την μια εποχή μετά
Την άλλη, την έξοδο αυστηρώς μην

επιτρέποντας,

Και εκείνοι, πόσοι ήταν, δύο, τρεις,
Μπορεί και εκατομμύρια, τελικώς

Το πήρανε απόφαση

Και προσπαθούσανε στα σκοτεινά
Να ψαύσουν το κελλί που 'ξ αρχής

Βεβαιώνανε πως ήταν όλη κι όλη η
Δημιουργία, μην και τυχόν ανεύρουν

Κάποιο

Παραμελημένο σημείο της διαφυγής·
'Ομως το μόνο που αληθώς επέτυχαν

Ήταν να προσπίπτουν από ένα τοίχο
Χρόνου σε άλλον, ενώ ανά στιγμές το

Φως που ήρχετο από την οροφή, τους
Υπεμνημάτιζε σφοδρότερα ακόμη την

παγκόσμια νύχτα τους·

Θα κάτσουμε εδώ, είπαν μετά από λίγο,
Και δεν μπορεί, κάποιος θα μας βγάλει

κάποτε,

έλεγαν,

Αν είναι ο Μεσσίας, ο Αυτοκράτωρ ή ο
Χριστός, αυτό λίγο μας ενδιαφέρει, ότι

Ο χρόνος

Μπορεί μεν να δείχνει κάθε φορά πως
Επληρώθηκε, όμως εμείς καλούμαστε

Να παρατείνουμε την διαμονή σε αυτό
Το άβολο σκοτάδι, έλεγαν και κοιτούσαν

Προς την οροφή μήπως ξαναφανεί το
Φως· και αυτό το φως που έρχεται και

Ξαναέρχεται τόσο τακτικά ωσεί ήλιος
Στα μεγαλιθικά σκοτάδια μας, μπορεί,

λέμε,

Να είναι κάποιος απέξω που σχεδιάζει
Να μας βγάλει από δω κάποια στιγμή,

εσκέφτηκαν,

Και κοιτάξαν ξανά προς τα πάνω·

Είναι αλήθεια, πως το φως εφάνταζε
Ωσάν να περιεργαζότανε τον χώρο με

Κάποια στοχαστική, προβληματισμένη
Ίσως διάθεση, και ακόμα, η πλήρης του

εποπτεία

Έμοιαζε πράγματι

Με

Βλέμμα όντος που παραφύλαγε απέξω
Με σκοπούς ωστόσο διόλου ευκρινείς,

Ποιος είσαι, φωνάζαν κάποτε στο φως,
Θα μας πεις τ' όνομά σου; γιατί δεν μας

βγάζεις από δω,

του ξαναλέγαν,

Πες μας τουλάχιστον αν είσαι εκεί,

Όμως εκείνο αφού την πλήρη έκταση
Των γεγονότων εφώτιζε για λίγο, ξανά

Αποσυρόταν

Στα απρόσιτα ύψη του, τις απαντήσεις
Σε διαρκέστερη αφήνοντας αναβολή,

Και την νύχτα τους,

την τοσούτον γέμουσα από φωνές

και οίστρο ελευθερίας

Μην ηθέλοντας να επιβαρύνει με μια
Απρόσμενη τόσο

Όλως τετελεσμένη

Ανοίκεια συντροφιά·


Saturday, July 30, 2011

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ

Το βλέμμα του ανθρώπου είναι η
Πιο φωτεινή στέγη, Νάμας, όταν

Οι δρόμοι των παρελθόντων άλλο
Δεν θυμίζουν παρά απομεσήμερα

της

Βροχής που κοπάζει σιγά σιγά στις
Πόλεις του νόστου, μα είναι τόσο

Υγρή η λήκυθος της ζωής και τόσο
Αλύγιστες οι λαβές του χρόνου που

Θα την περιφέρουν γι' ακόμα μία
Φορά σε προσκύνημα στα όμματα

του έκπληκτου πλήθους

Που περιμένει πάντοτε μια φωτιά
Στην θέα· είναι το αίμα, Νάμας, κι

Ο κατακόκκινος ορίζων της σάρκας
Και άλλο δεν της μέλλεται της ζωής

Ει μη ν' ακολουθήσει· και είναι νυν
Η εξαγορά της μνήμης από τον αεί

Σιγηλό ποταμό των ημερών και δεν
Του μέλλεται του ανθρώπου πλείον

Ει μη το φως του δικού του ενιαυτού
Χαράς πάνω απ' τα θλιμμένα ερείπια

της Ιστορίας,

Νάμας,

Εγώ θα σου πω γι' ακόμη μια φορά
Πως όταν γιορτάζει ο άνθρωπος, οι

Αιώνες

Επιστρέφουν στους άδειους λιμένες
Της Δημιουργίας, αποδίδοντας ξανά

Λευκό τον χρόνο στα σφριγηλά φώτα
Του έρωτα, μα άκουσε τον άνεμο έξω

Πώς περιδινίζει την επιθυμία αρπαγής
Κορμού ζωντανού απ' άλλη θνητότητα

Ότι ενωμένα τα κορμιά δεν είναι παρά
Η πύλη που οδηγεί πέρα από την ζωή

και από τον θάνατο

ακόμα πιο πέρα

Προς μια ιερόφωτη άνοιξη του Λόγου
Ο που σαρξ εγένετο και σε σάρκα πάλι

του μέλλεται

Να σκηνώσει την περιπέτειά του στην
Υδρόγειο λήθη ενός ουρανού· έλεγε η

Νεαρή Ηλιονόη στον άνθρωπο εκείνο
Που ζούσε χωρίς χρόνο και νύχτα στη

ψυχή του

Καθώς τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε
Με σφοδρό πάθος· η δε πλήρης πόλις

Εφάνταζε τόσον έρημη από κατοίκους
Ώστε δεν ακουγόταν τίποτε άλλο στην

περιοχή

Πέραν του παλμού κορμού προς έτερον
Παλμό ότε ο πόθος κλονίζει την ύπαρξη

Με τα νήματα μιας μοίρας αγνώστου η
Που εγγύς φέρει τα σώματα κάθε φορά

Προς όφελος ενός πιο εύφορου κύκλου·
Όταν η ζωή παραφυλάει στο μυαλό του

ανθρώπου,

Νάμας,

συνέχιζε να του μιλάει,

Τότε η πραγματικότητα δεν κάνει άλλο
Από το να τον ακολουθεί ως μαγεμένη

Τα κύματα ορμητικά των γεγονότων
Αφήνοντας να προσπέσουν στις λείες

επιφάνειες της αναμονής

και ιδού εγένετο φως

ημέρα πρώτη και για πάντα,

Γιατί είναι αλήθεια πως ο θνητός ζει σε
Μία μέρα πάντοτε και είναι η ίδια μέρα

πρώτη

Της

Eκκίνησης του κόσμου από τις σκιώδεις
Στοές της επιθυμίας για απτότητα· είναι

ο σπασμός μιας ουράνιας σκέψης

για πρώτη φορά

σε σκεύος ανθρώπου ορατού

Στην επικράτεια αυτού του κόσμου που
Περιστρέφεται σαν υπνωτισμένος γύρω

από ήλιο αινιγματικό·

Του έλεγε, ενώ τα κερασένια χείλη της
Σφουγγίζαν την μύτη και τα χείλη του

Αφήνοντας τα υγρά ίχνη τους επί του
Προσώπου του, εκείνος δε την έσφιγγε

Στην αγκαλιά του τόσο περιπαθώς ώστε
Είχαν καταλήξει και οι δυο ομού σε ένα

φως

Που φώτιζε απλέτως στην άδεια πόλη
Ωσεί λύχνος στα σκοτάδια του χρόνου·

Υπάρχει η σαρκώδης νύχτα, του έλεγε,
Υπάρχει και η καλλίρρυθμος ημέρα, κι

ανάμεσά τους, Νάμας,

η καρδιά του απογεύματος

Όταν αυτό αποζητεί να συνθλίψει την
Ζωή σε έναν ωκεάνειο χυμό λαγνείας

Που νέμεται και πάλι η ζωή προς το
Όφελος ενός παγκόσμιου δοχείου

της μορφογένεσης των

ονείρων·

Του είπε ενώ κατασπάραζαν ο ένας το
Πρόσωπο του άλλου με τις φωτιές των

στομάτων τους

και με τρελλή βουλιμία

μέσ' από τα σωθικά τους,

Η δε νεαρή Ηλιονόη κάποια στιγμή
Βόγγηξε άγρια πάνω του σαν λέαινα

της ένωσης

Και

Σωριάστηκε επ'αυτού με τόση ξέπνοη
Γλυκύτητα έχοντας αδειάσει την υγρή

μυστική ευλογία της

επί του κόσμου·

Αγκαλιασμένοι εκεί εμείνανε για ώρα
Πολλή ακόμη, κι η νύχτα φοβούμενη

Να τους πλησιάσει

Μην και τυχόν επικαλύψει τις διακαείς
Αύρες των σωμάτων τους, πέρασε από

πάνω τους

τόσο ελαφρά

και έφυγε προς

Τα οικεία γνώριμα σκότη της ενός
Μυστηρίου, που κείται πάντοτε των

Ερωτικών περιπτύξεων της σάρκας
Αιέν παρακείμενο·

Να αναμένει κάτι, πάντοτε έδειχνε,
Από τους ανθρώπους

Την ιερή ανεμελιά τους έναντι των
Ουρανών

Σιωπηλά προσπερνώντας·

Thursday, July 28, 2011

VERMEER

Γιαν, οι ζωγραφιές σου είναι σαν ένας
Αργός ήλιος στα κύτταρα των θνητών

Όταν καταπραύνει οσαύτως μια φωτιά
Που ανάβει ο αιώνας αυτός στα μυαλά

Των βασιλέων και των αυτοκρατόρων
Και τους κάνει ν' αναφαίνουν θεόθεν

με στολή τόσο φθαρμένη

από την επανάληψη της νύχτας

και σε

Αιωνικούς κήπους όπου το κάθε άνθος
Δεν είναι παρά ένα νεκρικό χαμόγελο

Του παρελθόντος που φθίνει τόσο, Γιαν,
Στις ημέρες μας, καθώς αυτός ο κόσμος

Δύναται να χωρέσει σ' ένα μόλις τυπωμένο
Μνήμα·
του έλεγε η γυναίκα του καθώς με

Μεγάλη προσοχή

Παρατηρούσε το πιο πρόσφατο έργο του·
Ο
γεωγράφος που χαρτογραφεί τη Γαία,

Γιαν,

Δεν είναι παρά ο ζωγράφος μιας σιωπηλής
Μάσκας που πίσω από τα όρη, τα ποτάμια

και τους ωκεανούς

κρύβει πάντοτε

Το ανυπόμονο πυρ του χρόνου όταν αυτό
Χέεται στα έθνη ανατρώγοντας τις δοκούς

Που συγκρατούν αυτό το σύμπαν σε μια
Δύσκολη βεβαιότητα, και εσύ, Γιαν, είσαι

Ο χαρτογράφος ενός χρυσού διαλείμματος
Της Ιστορίας στο που μηκέτι οι άνθρωποι

προσβλέπουν,

όμως εσύ το ζεις κάθε λεπτό·

Κοίτα έξω σου το Ντελφτ,

Από τότε που ζωγραφίζεις αρχίζει ολοένα
Και μοιάζει περισσότερο με τους πίνακές

σου·

Και από τότε που μοιάζει περισσότερο με
Τους πίνακές σου, αρχίζεις και μοιάζεις ο

ίδιος εσύ

περισσότερο με αυτό·

Λες και είστε εναγκαλισμένοι τόσο, σ' ένα
Στρόβιλο ζωής και του θανάτου, απ' όπου

Κάθε ερώτημα ανθρώπου προς τον αιώνιο
Ήλιο, δεν πηγάζει από μόνο του παρά και

Ως μια απάντηση, αν αφαιρέσεις από την
Νύχτα το ίδιο το σκοτάδι της και γι' αυτό

την κάνεις πιο σκοτεινή,

Και αν προσθέσεις στην ημέρα και το φως
Ανθρώπου, κάνοντάς την έτσι εις διπλούν

φωτεινή·

έλεγε,

Και τι 'ναι ο καλλιτέχνης αν όχι η συνέχεια
Της σιωπής του θεού στις ερωτήσεις των

ζωντανών

ενώπιον των νεκρών τους,

Και μια υπόσχεση ομιλίας όταν αυτός ο
Κονιορτός στο υδρογειακό δάπεδο δεν

θα θυμίζει πια

τους μύλους του Ρόττερνταμ,

Αλλά την αχλύ ενός ονείρου που πέφτει
Από τα μάτια αποκαλύπτοντας μια πιο

Ευγενική και δίκαιη πρόθεση πίσ' από
Τα κάγκελα του χρόνου, όπως ακριβώς

ένα ποτάμι που μοιάζει

να ονειρεύεται

τον άνθρωπο,

Και όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που
Μοιάζει να ονειρεύεται την ακύμαντη

ευτυχία

των μεσοδιαστημάτων της ζωής

στα έργα σου,

Γιαν, είσαι μια μάστιγα της νηνεμίας στα
Έξαλλα σκότη της ψυχής, ότι εσύ μπορείς

Να

Φανερώνεις τον μυστικό φύλακα άγγελο
Κάθε τοποθεσίας στις ζωγραφιές σου με

τόσο ακριβείς πινελιές

όσο

Ακριβές μπορεί να είναι το στερέωμα των
Άστρων στην λήθη που μοιράζει καθ' όλη

την έκταση

Της φωτιάς όταν κατατρώγει τα βασίλεια
Της όρασης, Γιαν, δεν είσαι παρά ο ένας

άγγελος των θνητών

κάτω από δαιμονικό ουρανό·

του είπε και του χαμογέλασε θλιμμένα,

Και όμως, Καταρίνα, της έλεγε αυτός, εγώ
Δεν ζωγραφίζω παρά μόνο μια παγκόσμια

ψυχή,

Ό,τι βλέπεις εδώ, δεν είναι παρά το άσπιλο
Φως της που ακόμα ψάχνει τρόπο να φανεί

εκεί έξω,

Καταρίνα,

Δεν κάνω τίποτ' άλλο παρά να μοιράζω
Την νοσταλγική βραδύτητα της ζωής,

καθώς νωχελικά τόσο

και χωρίς την βιάση της Ιστορίας

Μπορεί και απλώνεται μέχρι τα λειβάδια
Ενός ατέλειωτου ήλιου που φαίνει όμως

όχι στον ουρανό

Αλλά στην εσώτερη θέρμη και το ρίγος
Του νου και της καρδιάς όταν αίφνης

περισυλλέγονται από δίχτυ άχρονο

και με δίχως χώρο πουθενά,

σου λέγω,

Ότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι
Το πραγματικό ατελιέ μου, Καταρίνα,

Και εσύ ένας τοποτηρητής άγγελος εκ
Των λησμονημένων πλέον φώτων της

μυστικής θαλπωρής της γαίας,

Της είπε και ετοιμαζόταν να βγει έξω,
Πού πας Γιαν, τον ρώτησε, μπορώ να

έλθω μαζί σου,

Πάντα είσαι μαζί μου, Καταρίνα, της
Είπε, ενώ κοίταζε ήδη την πόλη του

Ντελφτ έξω του

σαν να μιλούσε προς αυτό·

Πάντοτε ήσουν μαζί μου, της είπε ξανά,
Και το βλέμμα του καθ' όλη την διάρκεια

του απογευματινού

περιπάτου τους

Δεν διέφυγε διόλου από τους παράξενα
Ησυχασμένους δρόμους της πόλης, που

λες και διατελούσαν ανάμεσα

Σιωπηλό σεβασμό

και ακόμα πιο σιωπηλή αναμονή

Για την επομένη λήψη μιας ζωής,
Της τόσον άγνωστης ακόμα στην

οικουμένη,

Που έως άρτι

Κείται αφανώς και παραπλεύρως
Της ισχυρής λάμψης της προς τους

ανθρώπους·

Wednesday, July 27, 2011

SCIENZA NUOVA

Η αύξουσα κινητικότητα της εποχής
Δεν ήταν παρά ένα ακόμα ρήγμα στο

όνειρο του χρόνου

Μια εκκένωση των θεών στα πορφυρά
Δώματα μιας σκέψης που διέρρεε τόσο

λυτρωτικά

Όμως

Και τόσον αργά προς το απολιθωμένο
Πλήθος που είχε σαστίσει κάτω απ' τον

αιώνιο ήλιο,

Και εν τω μέσω αυτού, η προτομή ενός
Αγνώστου Δαίμονος να επιτάσσει την

φωτιά στα αμύητα έθνη·

Προετοιμάζουμε, έλεγε ο άνθρωπος που
Περπατούσε σκεφτικός στους δρόμους

της Νάπολης,

Μια νέα εποχή, όμως ιδού ο αιών δεν
Προκύπτει ει μη μόνον ως το έμβρυο

Της λογικής και της πίστης· και τόσον
Η Φύσις που είναι φωτεινή δεν μπορεί

Παρά να αφήνει την σκιά της επί του
Κόσμου ως η Πόλις· έλεγε και βιάζετο

Να επιστρέψει στο σπίτι του που το
Χρησιμοποιούσε ως μια σκηνή στο

Άπειρο

Και επί της ορισμένης, πεφραγμένης
Τόσον, διέκτασης ωρών, των λεπτών

και των δευτερολέπτων

σε ένα αλύγιστο έρκος

της ανάγκης

Που περιέβαλε την όλη ανθρωπότητα
Και της επέτρεπε σε μικρές δόσεις κάθε

φορά

το νέκταρ της έννοιας·

Οι θεοί, οι ήρωες, οι άνθρωποι, έλεγε,
Η νόσος της Ιστορίας, ξαναέλεγε, εξ

αυτής προσδοκούμε

Να περιφανούν άθικτοι οι ερχόμενοι
Αιώνες από έναν τροχό θανάτου που

στις τόσο

Ακριβείς περιστροφές του γύρω απ' την
Φυγόρρυθμη λάμψη και σκιά της ζωής

Ανασφαλίζει την ωρολογιακή εποποιία
Του θεού στο ελεεινά ανθισμένο όραμα

της θνητότητας·

Κατέληγε ενώ είχε φτάσει σχεδόν έξω από
Το σπίτι του· ο ουρανός ήταν διαυγής όσο

Και ο νους του

Και οι δρόμοι τόσον αραιοί από διαβάτες
Όσον και η επιστήμη του από πρόσφορα

καταφύγια·

Τζιαμπαττίστα,

Άκουσε την φωνή της γυναίκας του να
Τον καλεί· σε αναζητούσαν όλη μέρα οι

ακόλουθοι του βασιλιά,

Στο Πανεπιστήμιο δεν ήσουν, εδώ δεν
Σε βρήκαν, μου 'παν ότι σε χρειάζονται,

πού ήσουν,

τον ρώτησε με έκδηλη ανησυχία·

Μια απογευματινή επίσκεψη στο μέλλον,
Τερέζα, της είπε τότε αυτός· αλλά κι εκεί

δεν βρήκα

παρά ελάχιστους

να περιμένουν·

Και έσυρε την πόρτα πίσω του τόσο
Απαλά,

Αφήνοντας την σχεδόν μισάνοιχτη
Προς τον ισχνό βόμβο της πόλης

Σα να περίμενε

ανά πάσα στιγμή

Να έλθουν από μακριά στο χρόνο
Οι άγνωστοι προσκεκλημένοι της

σκέψης του

Την βαρειά σιδερένια θύρα της
Καθημερινότητάς του ποτέ μην

χειριζόμενος

ως φράγμα προς το αιεί ανυπόμονο

μέλλον·


Tuesday, July 26, 2011

ELGAR and BACH by Alisa Weilerstein



Θα ξεπεράσει τον θρύλο της Jacqueline du Pré ; Δύσκολο, αλλά τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο. Ισχυρό ταλέντο, υψίστη τεχνική και ερμηνευτικό πάθος διαθέτει πάντως και φυσικά όλον τον καιρό μπροστά της.
Σίγουρα μια από τις μεγαλύτερες τσελλίστριες του καιρού μας, αν όχι η κορυφαία.
Στο podium ο Daniel Barenboim που διευθύνει την Berliner Philharmoniker.

Όσο για το κονσέρτο του Elgar καθεαυτό, τι να πει κανείς. Προσωπικά, το θεωρώ ως το ύψιστο κονσέρτο για τσέλλο που εγράφη ποτέ στην ιστορία της κλασσικής μουσικής. Ένα από τα σπάνια και πλέον υπέροχα έργα του ύστερου ρομαντισμού της βρεττανικής μουσικής. Ανεπανάληπτο. Κοντά, επίσης, σε αξία και μοναδικότητα έμπνευσης, και εκείνο το αριστουργηματικό του Schumann, από μια άλλη εποχή βέβαια, εκείνη της κύριας περιόδου του ευρωπαϊκού ρομαντισμού (ποιος μπορεί να ξεχάσει εδώ τις ΑΠΙΣΤΕΥΤΕΣ ερμηνείες ενός Pierre Fournier; ).
Σε κάθε περίπτωση όμως το κονσέρτο του Schumann καίτοι απαύγασμα, θα μπορούσε να πει κάποιος, της ρομαντικής αντίληψης στην φόρμα ενός κονσέρτου για τσέλλο, είναι ωστόσο πολύ πιο "τεχνικό" και απαιτεί το μέγιστο της δεξιοτεχνίας από έναν τσελλίστα. Το κονσέρτο του Elgar δεν έχει τόσες τεχνικές απαιτήσεις (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι εύκολο, κάθε άλλο)· προσανατολίζεται κυρίως σε μια εκφραστική του πάθους.

Μπορείτε επίσης να δείτε από παλαιότερη ανάρτηση σε αυτό το ιστολόγιο, τρεις διαφορετικές performances του κονσέρτου του Elgar, ανάμεσα τους και μια της θρυλικής
Jacqueline du Pré, της μεγαλύτερης ίσως τσελλίστριας στην ιστορία της κλασσικής μουσικής.

Επιστρέφοντας στην νεαρή Alisa τώρα, μπορείτε ακόμα να παρακολουθήσετε στο δεύτερο βίντεο που ακολουθεί, το πρελούδιο από την Cello Suite No.3 του Bach, σε soundcheck.

Φυσικά, καθίσταται αμέσως φανερή η διαφορά αντίληψης στο παίξιμο του τσέλλο πάνω σε μια σύνθεση του αυτοκράτορα του μπαρόκ, όπως ήταν ο Bach, σε σχέση με μια σύνθεση ενός ύστερου ρομαντικού συνθέτη, όπως ήταν ο Elgar.
Κατά την μπαρόκ περίοδο τα έγχορδα σπάνια παίζονται με vibrati, ενώ η αντίληψη του πρώιμου, κύριου και ύστερου ρομαντισμού στην κλασσική μουσική τα θέλει κατά κανόνα πανταχού παρόντα στις συνθέσεις.




Sunday, July 24, 2011

TMIEM TAJJEB ISEWWI KOLLOX

Οι νήσοι εφάνταζαν ανέκαθεν να πλέουν
Σαν σ' ένα φως αρχαιότερο της γης, και

Οι αλιείς στην περιοχή ποτέ δεν υψώναν
Από τα νερά άλλο τι ει μη λέξεις ρέουσες,

Που τις απλώναν στα πλοιάριά τους και
Περιμέναν να τις ακούσουν· όμως αυτές

Μια μέρα που η Βαλλέττα είχε βυθιστεί σε
Σκοτάδι ανεξήγητο και σε ολόκληρην την

πόλη

Δεν υπήρχε παρά ένας μόνον άνθρωπος
Ακίνητος στην κεντρική πλατεία ωσάν ο

οδυσσειακός

Γίγαντας του Ονείρου

Εκ του στομάτος του οποίου επέδραμε
Η Αρχή της Ομιλίας στους ανθρώπους,

αυτές οι λέξεις,

Εξεβράσθησαν στις ακτές σαν κοπάδια
Ψαριών, που θα έλεγε κανείς, έδειχναν

σαν

Να έχουν αποπειραθεί να μεταβούν απ'
Την ενδοθαλάσσια ζωή στην στεριανή,

Το πέρασμα του παλαιού ιχθύος προς το
Θηλαστικό αναθυμούμενες ίσως σε έξοδο

επιτακτικότερη·

Ελέχθη ακόμα

Πως ο πλήρης ουρανός είχε αποβεί μια
Ατμώδης επιφάνεια Λόγου η οποία στο

Μέσον της διεσχίζετο από μια κατάμαυρη
Νεφελώδη γραμμή, εν είδει αποπνιχτικού

δαιμονικού ορίζοντος

Που κατελάμβανε σιγά σιγά κάθε ορατή
Επικράτεια έως τις άκρες της Μεσογείου

Και από εκεί στην υδρόγειο ολόκληρη,

Ενώ στην παραλία αμερίμνως
Έπαιζαν τα παιδιά·

Το σκότος

αληθώς

Περιρρέον αλλά μηκέτι όλως άρχον, είχε
Πλησιάσει κοντά σ' αυτά μην τολμώντας

ωστόσο

να τα τυλίξει

εντός της ξέφρενα ανοίκειας σπείρας του·

Και ολοένα τα παιδιά ανήρπαζαν τις λέξεις
Από την άμμο και τις εκσφενδόνιζαν στον

πηχτό ουρανό

Και εκείνες γυρνούσαν πίσω ως άνθη ενός
Κόσμου άλλου, ούτε παρελθόντος, μήποτε

του μέλλοντος

και μόλις παρεισφρύσαντος

στο παρόν

Έως πού η επικράτεια κατέστη ένας κήπος
Ανθηρότατος εν τω μέσω μιας παγκόσμιας

Ομίχλης·

Μετά από λίγη ώρα, ο ουρανός είχε και πάλι
Προβάλλει καθαρός ενώ, το φως επέστρεφε

σιγά σιγά

στην Βαλέττα

Και ο κόσμος άρχισε να θαρρύνεται·
Τις δε ολίγες λέξεις που είχαν μείνει

στην άμμο

αχρησιμοποίητες ακόμα

Από το μεγάλο Όνειρο που επήλθε
Και κανείς δεν ήξερε πότε και αν

θα επέλθει ξανά,

τις μάζεψαν ευλαβικά οι ποιητές
και τις εγύρισαν πίσω στα νερά·

Friday, July 22, 2011

ΤΟ ΤΡΑΜ

Το τραμ εκείνο, ελέγετο ότι διέσχιζε
Ανά τους αιώνες την μεγάλη έρημο

Που χώριζε ένα όνειρο απ' ένα άλλο
Όνειρο· εντός αυτού ακούγονταν οι

Ζωηρές ομιλίες και αλληλοοχλήσεις
Των επιβατών σε διάφορες, πολλές

εκ της οικουμένης

γλώσσες,

Χωρίς ουδεμία ωστόσο εξ αυτών να
Είναι η δεσπόζουσα· το δε ηχούμενο

Σύνολο από τις πλευρές του οχήματος
Επέδιδε κάποτε την εντύπωση μικρού

πλήθους πιστών

Συναθροιζομένων σε ναό νοητό ο οποίος
Υπεσχηματίζετο και υπεδηλούτο εκ των

Γωνιών του κατειλημμένου χώρου σε μία
Οσαύτως επιπιθανολογημένη προοπτική·

Η ορατότης μπροστά μας εμμένει η ίδια,
Εδήλωσε κάποια στιγμή ένας καθήμενος

εκ των επιβατών,

Και αν όντως αληθεύει σύμφωνα με όλες
Τις διαθέσιμες αναμνήσεις, ότι αυτό το

τραμ

Εκκίνησε απ' ένα όνειρο στο κόσμο για να
Συναντήσει έτερον, τότε δεν είμαστε εμείς

Που καθυστερούμε, διότι είτε καθήμενοι
Είτε όρθιοι, η ταχύτης μας δεν δύναται να

Ξεπεράσει εκείνη του οχήματος· έλεγε και
Εκάλυψε το παράθυρο, διότι ο ήλιος, είπε,

Έκαιγε πολύ μέσα στην έρημο·

Αφήστε τον ήλιο κύριε να μπει μέσα, τον
Μάλωσε τότε ο διπλανός επιβάτης σε μια

Γλώσσα άγνωστη,

Μα κάνει πολύ ζέστη, του απάντησε, είναι
Καλύτερη η σκιά, συμπλήρωσε στην ιδική

του γλώσσα

και σιώπησε για λίγο

σα να σκεφτόταν κάτι,

Έως άρτι η σκιά προτιμάται του βρασμού,
Τούτο είναι μια σχεδόν πανανθρώπινη των

Αληθειών,

Δεν υπάρχει λόγος γι' αυτό να εκκλίνουμε,
Ας μείνουμε στη σκιά, του επιπροσέθεσε κι

άφησε το παράθυρο

κεκαλυμμένο

Ενώ ο διπλανός του επιβάτης δεν επέμενε
Και σιώπησε και αυτός για πολλά χρόνια·

Μετά την πάροδο των ετών, τον πλησίασε
Έτερος επιβάτης από τις πλέον εμπρόσθιες

σειρές

ομιλώντας και αυτός σε γλώσσα

άγνωστη,

Τελικώς κύριε, εσείς γνωρίζετε σίγουρα τι
Είναι αυτό το πράγμα που μας μεταφέρει

από άγνωστο σε άγνωστο

Και για λόγο ποιο τόσους ξοδεύουμε αιώνες
Μέσα του· είναι τούτο το τραμ της ερήμου ο

θεός,

η ζωή,

ή μια παραπλάνηση του θανάτου,

Του είπε, ενώ κείνος αιφνιδιασμένος κατ'
Αρχάς, δεν έστερξε παρ'όλ'αυτά να μην

του απαντήσει,

Σύμφωνα με όλες τις δεδηλωμένες και
Εκ γενετής διαθέσιμες ερμηνείες ταύτα

είναι όλα πιθανά·

Εσείς, όμως, κύριε, εσείς τι πιστεύετε;
Επέμενε ο άλλος, και φαινόταν σα να

Υπερέβαλε σε δονούμενη έμφαση στην
Λέξη 'εσείς'· τι πιστεύετε κύριε, ορίστε

σας ακούω,

Του είπε, ενώ ο προηγούμενος επιβάτης
Φαινόταν σαν να είχε ξυπνήσει εξ ύπνου

μακρού

και τους διέκοψε,

Μα αφήστε να μπει ο ήλιος μέσα κύριε,
Επανέλαβε μετά από αιώνες, ας κάνει

ζέστη,

αφήστε τον επιτέλους,

Εκείνος σάστισε για μια στιγμή, δεν
Ήξερε σε ποιον να πρωταπαντήσει

Ασυναισθήτως δε

Ανέσυρε το κάλυμμα 'πό το παράθυρο
Ελευθερώνοντας τον ήλιο στο όχημα·

Εγώ πιστεύω κύριε,

πήγε να απαντήσει στον δεύτερο

εγώ κύριε,

Αλλά η διολισθήσασα ηλιακή λάμψη
Πάνω του τοσούτον ενισχυμένη εκ

του

Μακρού της άρσεώς της και του πλέον
Αποτόμου της επανεμφανίσεώς της,

Σχεδόν τον ακινητοποίησε· του ήταν
Αδύνατον να προφέρει έστω και μία

την λέξη,

Η δε πλήρης εξαντλητική θέρμη που
Τον είχε καθηλώσει άνωθεν και είναι

Αλήθεια, πλαγίως,

Του φάνηκε για μια στιγμή πως ήταν
Από μόνη της μια εξ ίσου εξαντλητική

απάντηση

οριστικώς πέραν

της καταφάσεως και της αρνήσεως·

Την δε μόλις διακηρυχθείσα εντός του
Υποψία πως αυτή η ταχύτης η δική του

κατόρθωσε

εν τέλει

Ασυμβάτως, παραλόγως τόσον, σίγουρα
Εν όλω ασυνηθίστως

Να ξεπεράσει την ταχύτητα του τραμ,

Μηδέποτε διενοήθη να την προσπεράσει
Σ' ένα όσον, πόσον, τοσούτον όνειρον του

κόσμου

Που λογικά θα παρεμόνευε ακίνητον

στην άλλη άκρη·


Thursday, July 21, 2011

ΑΓΑΠΗ

Ένα σύμπαν δεν είναι παρά η μία
Εκπνοή της αγάπης στα κράσπεδα

Της ηδυτάτης εδεμιαίας νύχτας των
Μορφών, των λέξεων, των άστρων

πάντων

Της κατάληψης του πραγματικού,
Όταν ακόμα το λιθόφωτο όνειρο

Των χορευτών της αυγής στον κόσμο
Έπλεε απαλά στα ύδατα μιας λίμνης

Πνευματικής, προτού εισφρύσει ως ο
Ελικών της ομιλίας στην ημερησία των

ανθρώπων

σάρκα,

Αρς,

Είμαστε τα αρίφνητα ρυάκια του θεού
Στα βρυώδη πετρώματα του ληθάργου

της ζωής

Όταν αυτή ανευρίσκει μια έξοδο προς
Την θάλασσα ενός ονειρικού χρόνου

Που στα θνητά μάτια εμφανίζεται και
Απεμφανίζεται σε μία στιγμή· όσο θα

διαρκεί πάντα

Ένας κόσμος στα γεμάτα από πλήθη
Σκέψεων θεατρικά στάδια της λύπης

Και της χαράς,

Της έξαρσης και της νηνεμίας, μα και
Της νοσταλγίας και της πρωτοπορείας,

καθώς

Οι άνθρωποι δεν είναι παρά οι μιμικοί
Μύες του ουρανού λυτοί σε ένα αιώνιο

χαμόγελο

κατάφασης προς την σκιώδη της γης

ζωή·

Έλεγε η Σβιέσα καθώς περιστρεφόταν
Με χάρη μικρού παιδιού στην αγκαλιά

του

Αναζητώντας τα χείλη του μέσα σε μια
Αχρονία της εσώτερης φωτιάς που λύει

Ο

Έρωτας επί της οικουμένης της καρδίας·
Η δε περίπτυξή τους ήταν πλήρης υγρών

Φιλιών και ενωτικού τρελλού πάθους προς
Τα αργυρόχροα έσω ύδατα της ψυχής ότε

Συντελεί το σώμα σε ένα μυστικό σκοπό
Ιεροπλασίας της ύλης μέσ' από τις ώσεις

σπασμικές

Μιας ανάκτησης εαυτού σε έτερον εαυτό
Και μιας ιχνοβολίας αρρήτου Γενέσεως η

Που κάποτε βαθειά στο χρόνο εξέβαλε το
Στερέωμα πληθυσμιαίο σε βιωτό τέμενος

του

Ιδίου δύτη πάντοτε μέσα στη δίψα του για
Ύπαρξη κάτω απ' τον απτότατο ήλιο ενός

χτισμένου στο μυαλό μόνον

χρόνου·

Αγαπούμε οι θνητοί, Σβιέσα, γιατί κάποτε
Είμασταν ενωμένοι στον ουρανό, της είπε,

Μισούμε για τον ίδιο ακριβώς λόγο, ωστόσο
Ένα χάδι πάντοτε σε πρόσωπο ένα, μέλλει

να είναι το οριστικό απόφθεγμα

Της ανθρώπινης Ιστορίας ανά τους αιώνες
Και μιας αδιάκοπης μετακίνησης του θεού

Από γέννηση σε αναγέννηση στις θάλασσες
Του ζην και του άπτεσθαι· ότι ένας είναι κάθε

φορά

ο ταξιδιώτης

Και το ταξίδι του μέσα στο όναρ του χρόνου
Δεν απολήγει παρά στις γλυκόπυρρες αύγειες

της

Επαφής φωτός με φως στην ένωση σαρκός
Με σάρκα κάτω από τον σιγηλό ουρανό της

αιώνιας χαράς·

Η ίδια και αναλλοίωτη

Που βεβαιώνει ότι τα πάντα είναι άμβροτα
Και ατέλειωτα μέσα στην ακόπαστη φωτιά

Της εσώτερης διαβρωτικής νύχτας του νου,
Όταν αυτός αναγνωρίζει πως η πατρίδα του

Κείται βαθύτατα στις λείες επιστρώσεις μιας
Βασιλικής ευσπλαγχνίας για πάντα τα ορατά

πέρα από σύνορα

πέρα από την ομιλία

πέρα από τις μορφές τους ακόμα·

Όλα επιστρέφουν σε μια στιγμή στο εν της
Άνω ζωής και ο κόσμος αυτός αφίεται σαν

μια παλιά φορεσιά

στην άκρη της Εδέμ,

Και ουδέν ανευρίσκει ο παραλήπτης ει μη
Ό,τι στη πραγματικότητα δεν άφησε ποτέ

Και μηδέν αναθυμάται ο εγειρόμενος στις
Στέγες των αστεριών ει μη ό,τι δεν έπαυε να

βλέπει

Κατά την διάρκεια του ταξιδιού του μέσα
Στο όνειρο γαλαξιακό της λήθης· της είπε,

Ενώ
έσχε την εντύπωση ακαριαίως ότι ο
Ρέων σίελός της πάνω στο πρόσωπό του

δεν ήταν άλλο από ρεύμα

ελευθερωμένου εξαρχής δημιουργίας

ποταμού

Που μετακόμιζε την πλήρη ορατότητά του
Από το δάπεδο του καλοκαιριού στην αιεί

ανθοφορούσα λάμψη

Ενός κήπου θεών που ετοιμαζόταν ερήμην
Κάθε σκέψης, μοίρας και σχεδίου θνητών

Για όλους τους νόες περιπλανώμενους
Εν τω μέσω

της όχι πάντοτε φανερής ομορφιάς

του χρόνου·


Tuesday, July 19, 2011

ΠΝΟΗ

Και πάντοτε ο κόσμος θα είναι ίχνος
Ελάχιστο στη μακρόθυμη αναμονή

Ενός ανθισμένου ιωβηλαίου που θα
Αποδίδει λευκή την όραση του νου

Στους εκκρεμούντες πληθυσμούς, και
Διαφανή την μεμβράνη που χωρίζει

Τον θνητό από την μαγική επικράτεια
Εκείνη στην οπού η σκέψη δημιουργεί

τα γεγονότα,

Ότι ιερός εκβάλλεται ο άνθρωπος από
Τα κύματα της θάλασσας του θανάτου

προς τον φλοίσβο της ζωής

που ανασπάται χαρωπά

στις πιο κοντινές ακτές

Ιερός ωστόσο δεν ξεπροβοδίζεται πια
Στο εγκόσμιο ταξίδι του, όταν η νύχτα

Που

Τον καλύπτει από μέσα του δεν είναι,
Αρς, παρά ό,τι θα συναντήσει έξω του

Στο είδος των πολιτειών, των ανθρώπων,
Των λόγων, των γεγραμμένων στη μοίρα

του

Από δυνάμεις που δεν νοεί και δεν ορά
Μα τις λογίζεται ωστόσο κάποτε με ένα

βλέμμα

τόσο άδειο

Όσο και ο ίλιγγος του προς τα άστρα, Αρς,
Σου λέγω ότι ο οδοιπόρος δεν οδεύει άλλο

δρόμο

μέσα στην πολύφωτη όχληση

του φαίνεσθαι

Ει μη την σκέψη του μονάχα που βγαίνει
Έξω σα φάντασμα για να τον συναντήσει·

είμαστε

Οι εγκάθειρκτοι μιας περιμέτρου του θεού
Ενώ το κέντρο δεν ανήκει πουθενά παρά

Μόνο στον αχανή μεσοαστρικό χώρο του
Μυαλού· ό, τι μαίνεται εκεί έξω και εκεί

άνω

Άλλο δεν είναι παρά ένας υφασμένος μέσα
Στα σάρκινα σκότη οφθαλμός που ορά τον

εαυτό του,

Ιδού η Μαγεία,

Αρς,

Και εσύ δεν είσαι παρά ο ίδιος πρωτόγονος
Μάγος της ανθρωπότητας που εμφανίζεται

κάθε φορά

Σε μια εισπνοή της πόλης και της ιστορίας
Και εκπνέεσαι στα κύτταρα των ανθρώπων

Σε κάθε λέξη σου· εκεί και παραμονεύεις για
Χιλιάδες ενιαυτούς στον χρόνο, και ουδείς

Κατανοεί πως ενοικείς χαρούμενα στα χυτά
Μέσα στην αμφιβολία μυαλά τους· μα ήσουν

το

Υψίτειχο κύμα και το κλονιζόμενο πλοίο επ'
Αυτού, εσύ ήσουν το θηρίο της γης κι ομού

ο κυνηγός του,

και ήσουν ακόμα

Ο αιωνικός λίθος στις βραχοσειρές και το
Φυγόσυρτο νεφέλωμα πάνω από τον ηδύ

Απογευματινό οίστρο της πόλης ότε αυτή
Αποσύρεται σιγά σιγά στα βραδινά τεμένη

μιας αναποθουμένης σαρκός,

Αρς,

Δεν είναι ακριβώς ο κόσμος ένα ποίημα,
Αλλά η άγνωστη λιθόκτιστη φωτιά του·

έλεγε αργά

η Σβιέσα

Κατά τις πρωινές ώρες των εννοιών όταν
Αυτές διαφεύγουν από τις λέξεις τους μην

εκτρεπόμενες όμως

στον ακάλυπτο χώρο

του σύμπαντος

Και σωρεύοντας σε ηλιοτροπικούς αρμούς
Της νύχτας τα ολίγα φώτα της που μένουν

ακόμα

ανοιχτά,

Αρς, πού είσαι, σου μιλάω, του φώναξε
Τότε η ανθόχυμη ιέρειά του, όμως δεν

απαντούσε εκείνος προς στιγμήν

Καθώς κοιτούσε σε μια αχανή προοπτική
Του βλέμματός του που 'μοιαζε να λύεται

πίσω στο σκοτάδι,

τόσο

Όσο και μια ανθρωπότητα όταν χάνεται
Στην άβυσσο του χρόνου και γυρίζει από

Τις θύρες μιας ατέλειωτης πειθούς που την
Ορίζει επιτακτικά να επιζεί σε μια υπνωσική

κατάφαση

στους αιώνες,

Πειθώ αχρονολόγητη στους πρώτους εκ
Των πυκνών οικισμών της στην θέληση,

και ισχυρή τόσο

Όσο και ένας ανέκφραστος ήλιος στο
Στερέωμα μιας συμπαντικής θλίψης·

Δεν υπάρχει ούτε αίτιο ούτε αιτιατό στο
Κόσμο, Σβιέσα, τα πάντα είναι μια ωμή

Μαγεία

λυμένη

Στα χαοτικά βλέμματα των περαστικών
Από τις σκοτεινότερες λεωφόρους της

ανοίκειας οικειότητας των γεγονότων,

της είπε τελικά

Ενώ η

Νύχτα απέξω καταλάγιαζε σιωπηλότερη
Από κάθε άλλη στιγμή της και μέσα στις

Ωκεάνειες πτέρυγές της που απλώνονταν
Σαν μαύρη κοσμική θάλασσα επί πάσης

της αναπαυομένης ορατότητας

του ονείρου του ζην

Χωρίς η ίδια να δείχνει ότι κοιμάται ποτέ·
Όλα μα όλα τα ορατά δεν είναι παρά ένα

δίχτυ που

Χορεύει μέσα στα νερά της γέννησης κάθε
Ανθρώπου ξεχωριστά· και είναι ένα δίχτυ

χωρίς αλιέα από πάνω,

συνέχιζε να της λέει,

Περιμένοντας είτε να το συλλέξει ο νους
Eίτε να τυλιχθεί τόσο θανάσιμα απ'αυτό

Και μηδείς ο κατέχων ει μη ο εν έχων
Και μηδεμιά η ζωή που σε κάθε στιγμή

Της δεν είναι ένα τρόπαιο παρμένο από
Τα του θανάτου αλύγιστα στον ορίζοντα

χέρια,

Σβιέσα,

Της είπε, και την κοιτούσε θαυμαστικώς
Καθώς εφάνταζε σαν μια σεληνιακή θεά

που φωτοδοτούσε

Την αιώνια μοναξιά του απείρου,

ενώ

Από το παράθυρο του δώματος το πρώιμο
Δροσερό αεράκι που εισήρχετο, θα έλεγε

Κανείς πως δεν ήταν παρά ένα πρελούδιο
Των ισχυομεταφορών ενέργειας ανάμεσα

στους πληθυσμούς της γης

μέσα στη

Καινούργια μέρα που αναμενόταν,

Ημέρα, ορισμένως, το ίδιο φωτεινή όσο και
Οι προηγούμενες, με ένα ερωτηματικό ποτέ

να μην παύει

Να ανέρχεται προς τα πάνω ως ατμός ψυχής
Κι εναιώρημα της μίας καθεδρικής αληθείας

πρωτίστης για όλα τα πράγματα,

Σε τόσο ύψος, σε κάθε ύψος,
Όπου η άβυσσος που χαίνει

από κάτω

ομολογουμένως δεν είναι παρά

Τεκμήριο ζώσης ακόμη πνοής·


*********************************************************
Tα δύο πιο πρόσφατα ποιήματα μαζί με ένα άλλο που θα ακολουθήσει κάποια στιγμή, συνιστούν ένα είδος εσωτερικής τριλογίας μέσα στην παρούσα ενότητα, που φέρει τον τίτλο "Τριλογία της Σβιέσα", δεύτερη μετά από την εξίσου εσωτερική στην ενότητα, τριλογία , "Mikalojus Konstantinas Čiurlionis".


Sunday, July 17, 2011

ΦΩΣ

Και ακόμα, Σβιέσα, τούτο αναλογίσου·
Εάν ολόκληρη η πλάση δεν ήταν παρά

ένα

όνειρο στην φωτιά

Μια

Παγκόσμια γιορτή της ψευδαίσθησης
Των πεινασμένων για θέα μορφών σε

μια

Αλλοτροπία του υπερβαρέως μέσα στις
Νεφέλες του στερεώματος θεϊκού θόλου

Που ανασαίνει κάθε φορά στον παλμό
Μιας αρτηρίας ανθρώπου, ακόμη, λέγω

Και αν αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε
Άλλο παρεκτός οι μάσκες ομιλούσες μέσα

από

Νήματα κρυφία που κατεργάζονται τα
Μύρια ετεροθαλή πεπρωμένα μιας αιεί

Κεκλιμμένης προς το κάτι από το μηδέν
Λωτοδίαιτης φαντασίας που κάθε στιγμή

Δημιουργεί αυτόν τον κόσμο χωρίς να τον

αποσπά από πουθενά,

Εμείς

Ωστόσο, Σβιέσα, εμείς, όντας ταυτόχρονα
Οι ηθοποιοί και το κοινό, μπορούμε ανά

όχι πάσα στιγμή

Να κάψουμε αυτό το παγκόσμιο θέατρο
Κάτω από τα άστρα, επιλέγοντας μήποτε

την σιωπή

αλλά

την λερναία ομιλία

Στα πιο προκεχωρημένα φυλάκια του
Εκπατρισμένου νου μας, εκεί όπου τα

αντίθετα

συστεγάζονται

Κάτω από την ίδια λάμψη της αιώνιας
Αναμονής μιας έννοιας χρυσότευκτης

Που πτερωτώς θα ανασυλλάβει πάντα τα
Κτιστά και ορατά και θα τα οδηγήσει στις

ιερές φωλέες του απείρου

και πάλι,

Σβιέσα,

Εγώ και εσύ, σου λέγω, δεν είμαστε παρά
Οι αλλόκοτες νύξεις μιας ηλιοφάνειας της

ανθρωπότητας

Όταν νοέει δεν νοέει κάποτε πως ακόμα
Κι οι υπνοβάτες θα ξυπνήσουν μεν, αλλά

δεν είναι σίγουρο

πως δεν θα ξανακοιμηθούν·

Της έλεγε, ενώ την κοιτούσε στοργικά που
Εφύετο μέσα στους ανάστατους κήπους

της ανθρωπότητας

ως

το ευγενέστερο λουλούδι τους,

Μια οπτασία υγρού θάλλους μέσα στην
Λησμονημένη κοίτη του θεάσθαι μόνον

τα άφθαρτα ρόδα

σε κάθε θνητό βήμα·

Και εσύ, Σβιέσα, είσαι από μόνη σου μια
Αίγλη της θηλυκής σταγόνος όταν αυτή

ρέει τόσο απαλά

Πάνω στο σώμα μου σχηματίζοντας στην
Διαδρομή της ένα όνειρο της απτότητας

Στην αστρική λεωφόρο του καθημερινού·
Είσαι ένα ποίημα, Σβιέσα, της έλεγε, ένα

ζωντανό ποίημα

Που στιχορροεί σε μια φλόγινη λήθη το
Ήδη γνωστό και επιδομεί την βαθύτερη

νύχτα

του αγνώστου

Με

Την γλυκύτητα ενός αειρρύτου νέκταρος
Αυτών όλων των λέξεων, και πασών λέγω,

των γλωσσών

απαρχής ιερότερης Βαβυλώνος

στο ημίφως του μαγικού μου σπηλαίου,

Εδώ σε έφερα, Σβιέσα, εδώ κοιμόμαστε
Και μαζί θα ξυπνήσουμε από τούτη την

υπνοβασία

μέσα στο ύπαρ του πραγματικού·

κατέληξε,

Και ολοένα χάιδευε απαλά το λείο φως
Του προσώπου της, με μια τρυφερότητα

σχεδόν πατρική·

Πρόσωπο μιας αναλλοίωτης στους αιώνες
Ιέρειας

και μαζί ενός παιδιού,

Τους βαρείς θρύλους της μεταμόρφωσης
Επιστρωματώνοντας με μια κυματουργό

αλήθεια

Τέτοια που μόνο η σαρξ ανθρώπου στην
Αμεσότερη θέα της μπορεί να επιφέρει

Καταμεσής

Του ήδη υπερσυσσωρεύμενου πλήθους
Της ζωής

μπροστά

στις πρώτες διστακτικές ακτίνες

Μιας θεόθεν αποσιωπημένης αυγής·


Friday, July 15, 2011

ΡΟΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΗΤΑΣ

Πάντοτε ο άνθρωπος θα είναι κάτι
Περισσότερο από τον εαυτό του και

κάτι λιγότερο

Από το άσωτο φως του, Ντβυς,

Και οι σκέψεις του, οι αναμνήσεις του
Οι πρωθύστερες προσδοκίες του από

την

Ετοιμότητα των καιρών, δεν είναι παρά
Λευκώματα φωτιάς σε ορατότητα μιας

παλιγγενεσίας

του πραγματικού,

Ότι σου λέγω πως η ζωή ποτέ δεν στέργει
Την λήθη κι ο θάνατος άλλο δεν κάνει απ'

Το να σφύζει από ζωή τα ομιχλώδη τοπία
Των γλυπτών ημερών στα μάτια μιας πιο

αθώας

ανθρωπότητας,

Ντβυς,

Ολισθαίνουμε διαρκώς στην πρωτοκαθεδρία
Του ονείρου, και μηδείς ο λαμβάνων ει μη ο

Θύων στην αγάπη τα σκύβαλα του χρόνου,
Ο που γνωρίζει πως οι απόβροχοι δρόμοι του

απογεύματος

Είναι

Μι' ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα
Σε αυτόν και κάθε ετοιμόλογη ομορφιά του

πνεύματός του,

Ω Ντβυς, πόσο χρυσόπλεκτοι είναι οι ιστοί
Της μνήμης, πόσο σου λέγω, δεν μπορούν

Ποτέ να επιτρέψουν τις κατωφέρειες του
Ανώφελου σ΄εκείνα τα υψίγραμμα σκεύη

της χαράς

Ότε ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο
Παρά η λεία του εαυτού του· έλεγε εκείνο

Το απόμερο ληθαργικό απόγευμα η νεαρή
Νάκτια στον άνθρωπο που φάνταζε σα να

Μην έρχεται από κανένα αιώνα στην ορατή
Ζωή, παρεκτός μιας ιερής αναγκαιότητας

Που κάνει τον χρόνο να εκκλίνει πάντοτε
Από τον εαυτό του προς τα αχανή πελάγη

των αναλήψεων του έρωτα,

Όταν

Διψασμένα αποκαθηλώνει το πλήθος των
Μορφών του σύμπαντος σε έσχατες δύο,

ο άνδρας και η γυναίκα

στο παθιασμένο περίφωτο του επιθυμείν·

Κι εσύ Ντβυς,

Συνέχιζε να λέει η όμορφηΝάκτια, ενώ τα
Υπέροχα μάτια της φάνταζαν από μόνα

τους

Να φωτίζουν όλο το χώρο του δώματος
Με άρρητη ισχύ μαγεμένων αιώνων που

κείνται πάντα νωχελικά

στο ιώδες παρελθόν του νου

και έλυαν την σιωπή τους στα λόγια της,

Εσύ Ντβυς είσαι σαν ένα μελαγχολικό κερί
Καταμεσής του ανθρωπίνου πανδαιμονίου,

Και

Οι στάλες των στίχων σου που προσπίπτουν
Αργά στην τυφλή άσφαλτο της επιβίωσης

Σχηματίζουν στον δρόμο την φιγούρα ενός
Σκήπτρου το που μηδείς δύναται λαβείν ει

μη

εκείνος που γνωρίζει

Ότι ο κόσμος δεν είναι παρά μια πλεκτάνη
Χαράς στα απορημένα μάτια της βαθείας

νύχτας

των κύκλων των γεγονότων·

έλεγε

Και τα κατακόκκινα χείλη της έμοιαζαν με
Φλόγινες επί γης ανταύγειες ενός αγνώστου

ουρανού

Που σκέπει κάθε έξοδο απ' τον χρόνο προς
Την λαμπαδηδρομία των ψυχών στη νιότη

της οικουμένης·

Ουδείς γνωρίζει να χτίζει καλύτερα από σένα
Το μυθώδες του βιωτού, όμως είσαι γι' αυτό

και ανά στιγμή πάσα

μια εκκρεμότητα ηλιακής αβύσσου

στα απλανή βλέμματα των συνανθρώπων σου

Οι οποίοι δεν ξέρουν ακόμα πως να ξεφύγουν
Από τον κύκλο της φωτιάς σου, που ομοιάζει

Σαν άρση της ύπαρξης αυτής προς το όφελος
Μιας οιονεί απόκρημνης εορτής στα βράχια

της αιωνιότητας,

Ντβυς,

Είσαι για πάντοτε ο ωμός τυχοδιώκτης ενός
Φωσφόρου κόσμου που έως άρτι καραδοκεί

Στα περιθώρια των στιγμών, όταν οι φωνές
Μετεωρίζονται στο σκοτάδι και τα σώματα

Κινούνται ως τα ηλιοτρόπια στον ήλιο προς
Το ημίφως απτό της ερασμίας νύχτας των

υγροθύμων έσω ανθέων,

Και εσύ είσαι εκεί, όταν οι αιώνες έρχονται
Και φεύγουν· το όμμα της δημιουργίας θα

σε βρίσκει πάντοτε

στην ίδια θέση

Που κάθεσαι, να σκέπτεσαι την επομένη
Λιτανεία της μεταμόρφωσης στα γεμάτα

από αναρχία ζωής

καθιδρύματα του νόστου,

Έλεγε η Νάκτια, και οι απαλές σταγόνες
Της δροσιάς που επέρρεαν στα χείλη της

Έδειχναν σαν να λυμαίνονται τα λόγια της
Προς όφελος μιας ανώτερης αμεσότητας

του ζην,

Στην δε όλη διακριτική αχλύ της εσπέρας
Καθώς αυτή επισυσσώρευε φώτα ενύπνια

Στους ονειρικούς πληθυσμούς

Αιωρείτο ανέκαθεν μια βωβή ισχυοφάνεια
Ωσάν ήλιος μυστικός αμφοτέρων, και που

τους έκανε

Να μην φείδονται ποτέ μεταξύ τους

τις ακοίμητες ακτινοβολίες του έρωτα

Μέσα στους σκοτίους θόλους της ίδιας
Πάντα ύπαρξης λατρευτικής που κείτο

παραπλεύρως του μνημειώδους χάους

του καιρού τους·

Monday, July 11, 2011

BREUDDWYD

Ώρες ώρες, Έμρυς, έχω την εντύπωση
Ότι ο κόσμος όλος δεν είναι παρά ένα

αεροδρόμιο

Στ'οπού καταφθάνουν οι όντες με μια
Βιάση μεγάλη, τις οπώρες της ζωής μη

Θέλοντας να απωλέσουν στο υπάγριο
Σηπτικό σκοτάδι του θανάτου, το που

δεν μπορεί παρά να

Πήζει στην ορατότητα κάθε φορά τα
Νέα είδωλα των ψυχών, με σάρκα και

οστά

και ένα όνομα

να τα περιγράφει στο φως·

Κι οι επιβάτες που 'ναι ήδη έτοιμοι να
Πετάξουν, σπάνια έχουν υπ' όψη τους

πως αυτή η πτήση

είναι πάντα μία

Και διαρκεί όσο μια ηλιακή ανάσα του
Κόσμου· γιατί είναι η αλήθεια, Έμρυς,

Είμαστε κάθε φορά το ίδιο όραμα του
Νόστου μιας χρυσής εποχής στα λευκά

Οροπέδια του νοείν· και οι νύχτες μας
Άλλο δεν είναι παρά μια ετοιμόγεννη

Όγκωση στα μετρητά των λέξεων που
Δεν εξαργυρώνονται παρά με φωτιά,

με πάθος τρελλό

Μιας τάσης προς την ζωή τέτοιας, που
Kάνει τον θάνατο ακόμα να φαίνεται

Ωσάν αδύναμο έρκος της αβύσσου προ
Του καλλίστου φωτός των κρυστάλλων

εκείνης της ποιητικής θεουργίας,

Που γνωρίζει πάντα ν' απαλλοτριώνει
Το ιερόν εκ του ορατού, και το βιωτόν

εκ του αγράφου της θλίψεως

των ζωσών σκιών·

Έλεγε η νεαρή κοπέλλα με μια λύπη
Χαμογελαστή στο πρόσωπό της, προς

τον συνοδό της

Που προσπαθούσε να βεβαιώσει ποιο
Το κόστος της αλχημικής μετατροπής

του κόσμου ολόκληρου

Από

Σάρμα των αιεί αχράντων γεγονότων
Σε μυστικό διάδημα της ποίησης ότε

αυτή

Μπορεί και καθίσταται κάποτε νόμος
Όχι για τους ανθρώπους αλλά για τα

φαντάσματά τους·

Και εσύ Σεριντούν, της είπε τότε αυτός,
Είσαι μια ερασιπλόκαμος νύμφη που

κατέφθασε στην ακτή

του ιδικού μου καιρού

Από χρόνο τόσο αρχαίο, όσο κι αυτό το
Αεροπλάνο που φαίνεται στον ορίζοντα

Να ετοιμάζεται να προσγειωθεί· είναι το
Ίδιο πάντα αεροπλάνο, Σεριντούν, τόσο

βωβό στην όψη

τόσο κραταιό

Στην

Πτερόκοσμο ιοβόλο λάμψη του, που και
Το φως ακόμη του ουρανού φαντάζει σα

Να εξέρχεται σε όλο το στερέωμα

μέσ' απ' αυτό·

Η άφιξίς του

Δεν αναγγέλεται, στην αίθουσα αναμονής
Ουδείς περιμένει τους επιβάτες του, και ο

τελικός προορισμός του

είναι πάντοτε μη ανακοινώσιμος·

Αυτό το αεροπλάνο, Σεριντούν, της έλεγε
Με κάπως πιο ζωηρή διάθεση, είναι κάθε

φορά

η ψυχή ενός ποιήματος που μόλις εγράφη

στην ανθρωπότητα

Και προσγειώνεται στα έρημα φώτα μιας
Πόλης που ακόμα δεν ξέρει ότι ο χρόνος

αίρεται

'Οταν δυο

Γεγονότα επικοινωνούν μεταξύ τους σε
Μια στιγμή νεοπλασίας του παραδείσου

Μέσ'

Από το διαμαντόφωτο καλειδοσκόπιο της
Απτής και όχι πλέον της γραπτής ποίησης

Σεριντούν,

Της έλεγε,

Ενώ το τρυφερό άγγιγμα των χειλιών τους
Μέσα στην πρώιμα εσπερινή φωταψία της

αίθουσας

έκλεινε την θέα

Του αεροπλάνου που πίσω από τον ύαλο
Δεν έπαυε να πλησιάζει την επιφάνεια της

γης

Την ληθαργική ομορφιά του φιλιού τους
Συναποφασίζοντας σε μια νέα αχρονία,

μυστική στους ανθρώπους

φωτεινοτάτη ωστόσο

στο ραγδαίο όναρ της ζωής·

Sunday, July 10, 2011

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ MANNHEIM

Και τι είναι άραγε μια συμφωνία,
Κρίστιαν, αν όχι το πτερόεν ίζημα

του κόσμου

Που ανίσταται επίμονα στον αιθέρα
Ακόμα και όταν πάντα τα ορατά της

ανθρώπινης ζωής

Φαίνονται να καταβυθίζονται στους
Πυθμένες του χρόνου με κρημνώδεις

ώσεις

από το ελαφρύτατο βάρος τους

και μόνον,

Και μήπως άλλο δεν κάνουμε από το
Να επιστρωματώνουμε με συγχορδίες

τα ισχύοντα άνθη του νοός,

Tέτοια

Που στα ξερά ερημονήσια της αίσθησης
Μηκέτι ευδοκιμούν ει μη στους αιώνιους

λειμώνες

μιας ανώτερης μαγείας πρόσληψης,

Κάνοντας τον νευρώδη Μπάουμγκαρτεν
Ευτυχισμένο που αφαλάτωσε για πάντα

την θάλασσα του γούστου

Συσσωρεύοντας στις αιχμηρές πόλεις
Αυτής της χιλιοτετριμμένης ηπείρου

το πολύτιμο άλας της Αισθητικής,

Γιατί λέγω,

Κρίστιαν,

Πως σε ό,τι διαφέρει ο μέσος άνθρωπος
Από τον καλλιτέχνη, είναι ότι ο πρώτος

έχει γούστο

ενώ ο δεύτερος

Αισθητική,

Και σε ό,τι διαφέρει η τέχνη από την
Σύμβαση δεν είναι παρά η ατέλειωτη

Παλαιά ασυμφωνία ανάμεσα στον
Λειψίφωτο λογισμό και τον αετώδη

προμαχώνα

Μιας ορατότητας στ' ανθρώπινα που
Αποκοιμίζει το εύλογο και αφυπνίζει

την ευλογία

μιας διαυγέστερης

θελήσεως,

Καθώς συγκεντρώνει την ορχήστρα σε
Μια δύναμη της φύσης τέτοια, που και

το φως της ημέρας

Δεν θα μπορούσε να φωτίσει καλύτερον
Ή ο δίχως λόγο ήχος· αυτός, Κρίστιαν,

Είναι ο άϋλος ναός της διάβρωσης του
Ανθρώπου από την ανίκητη Ομορφιά·

Έλεγε εκείνο το απόβροχο απόγευμα ο
Γιόχαν Στάμιτζ στον μαέστρο που όπως

Και η λοιπή ορχήστρα είχε καταληφθεί
Από μια ζωηρή νωχέλεια τόση, που δεν

Εύρισκε διέξοδο άλλη ει μη στο απαλό
Και λυσίφωτο άγγιγμα της οικουμένης

από τις διακριτικές ιεροπλασίες

αυτών των ήχων καθώς,

Είναι αλήθεια, επήγαζαν ο ένας από τον
Άλλον με νικηφόρο ευχέρεια πόση, σαν

σε

Εορταστική αυτοδιάθεση του σύμπαντος
Στις λυτρωμένες από την Ιστορία πλατείες

των οιονεί

ανθισμένων

δημιουργών

Που την νιότη ενός κόσμου αστέγαστου
Ακόμη, ποτέ δεν έστερξαν να αρνηθούν

Στην συντέλεια κάθε στιγμής που τόσο
Απείθαρχα νεοβολεί μια φωτεινότερη

αλήθεια

του

Κάλλους

Επί της κορεσμένης από ταριχευμένες
Συγκινήσεις τέχνης του εκάστοτε αιώνα·

Ήχοι νεοσύστατοι μα φρέσκοι τόσο, οι
Που με τον τρόπο τους υπεμνημάτιζαν

Πόσο αστείρευτη των ιδεομορφών είν'
Εξακολουθητικώς η μεγάλη μαχομένη

παιδικότητα

της

ανθρωπότητας,

Γιόχαν, Γιόχαν, του φώναζε μέσ' απ' την
Ανταριασμένη ορχηστρική θάλασσα ο

μαέστρος,

Ενώ τα έγχορδα με τα δοξάριά τους ομού
Επεκτείνονταν πέρα δώθε ως κουπιά των

μαγεμένων ναυτικών

Επί των καλώς συντονισμένων κυμάτων
Που συνακούγονταν ως μία και εις αιεί

αποκατάσταση του κόσμου

στις πραγματικές ονειροτρόπες

διαστάσεις του,

Γιόχαν, ξαναφώναξε ο μαέστρος, αυτή
Η χαρωπή φωτιά ποτέ δεν σβήνει και

αλήθεια

φλέγεται τόσο

Όσο μας επιτρέπει να καιγόμαστε χωρίς
Να καούμε, είπε και άφησε για λίγο τα

πνευστά

να κυριαρχήσουν έναντι

των εγχόρδων

Σα να ήθελε να φυσήξει κι άλλη πνοή
Ανθρώπου προς αυτήν την φωτιά την

ζωοφόρο και χρυσόρρυθμο,

Που ποτέ δεν θα' ταν

Δυνατόν απ' τους χιλιάδες ουρανούς
Του ενός μέλλοντος και της ανάγκης

μίας,

Το χυμώδες φως της να επικαλυφθεί
Από αλόγιστη

επί του ανθρωπίνου είδους

σπατάλη βαθείας νύχτας·

Friday, July 8, 2011

DANTE ALIGHIERI

Ο κόσμος κάποτε δεν είναι παρά η
Μία εκκρεμότητα του πνεύματος,

όταν η

Υδρόγειος στέγη της βεβαιότητας
Άλλο δεν σκέπει στους αιώνες από

την εσώτερη νύχτα ψυχής

σε κάθε έναν άνθρωπο

ξεχωριστά

Και όταν οι θύρες του χρόνου είναι
Πάντοτε ανοιχτές στη λαίλαπα της

Ιστορίας·

Ώστε ευρέθησαν οι άνθρωποι ξανά
Παγιδευμένοι σε μια γήινη πατρίδα

μία εποχή

μία γλώσσα

Και

Με μηδένα των ηγεμόνων να ηξεύρει
Πώς κινείται η γη γύρω από τον ήλιο

της ανάγκης

Και πώς ο ήλιος περιστρέφεται γύρω
Από τον altissimo poeta όταν αυτός

αποφασίζει

Να

Ανυψώσει μια νέα ποιητική Βαβυλώνα
Στα νοητά ερείπια της υλικής πρώτης·

Μα αλήθεια,

κίνηση

Τόσο ιερόθυμη, πειστήριο του δαίμονα
Και κατακράτηση του μέλλοντος από

'ναν πρώιμο άγγελο του φωτός,

Που από μόνη της

Αναδιανέμει κάθε μνήμη και λήθη και
Ισχύ ευφυίας στους ορατούς καιρούς

Με όρους ενός συντηρητή κολάσεων,
Καθαρτηρίων και των παραδείσων, ότε

Χίλια χέρια είναι αμφίβολο αν μπορούνε
Να σηκώσουν από το έδαφος την βαρεία

πέτρα της Summa Theologica

που έδεσε ο πιστός Θωμάς

Στον λαιμό μιας αδίστακτης όσον αφορά
Τους αβυσσώδεις δισταγμούς της, εποχής·

Μήτε η κοσμία πρώιμη της αναγέννησης
Προοπτική των Γιβελίνων, ούτε η μανία

Σηπτική των κλειστοφοβικών της Ιστορίας
Μαύρων Γουέλφων, μηδέ και οι ελαφρές

Στιχουργίες του καιρού του μπορέσαν να
Καλύψουνε το ακριβό μέσα στα σπήλαια

των αιώνων φως του·

Και η Βεατρίκη,

Η Νύμφη Ιστορία σε αναμονή·

Στα απώτατα όρια του χρόνου θα είναι
Πάντα νέα, όταν ο Λόγος καταφθάνει

κάποτε

σε αναντίρρητη ισχύ

καθυποταξίας του πραγματικού

Προς όφελος του ίδιου πάντοτε ονείρου
Που 'ξ αρχής κόσμου και αφήγησής του

εμμένει

σε χρυσαφένια ποιητική ορμή·

Thursday, July 7, 2011

Η ΤΗΛΑΥΓΗΣ ΘΥΜΗΣΗ

Υπάρχουμε συνεχώς και για πάντοτε,
Άρκλυς, σαν μια μνήμη που διέπει τα

Γεγονότα ωσεί νηματοληψία ενός νου
Θεϊκού εντός της ζωής των ανθρώπων,

Και

Ποιος αποφασίζει κάθε φορά να κινεί
Αυτά τα ενδόφωτα νήματα μέσα στην

Ιστορία,

Αυτό δεν είναι παρά το μυστικό στέμμα
Του ποιητή όταν ανασύρει από την μία

θάλασσα

της έλξης της ζωής

προς την ζωή

Τα αποθέματα των εννοιών του τα που
Δεν εξαντλούνται ποτέ, αν βέβαια ξέρει

Να λύει ακαριαία την ιστώδη σκέψη του
Κάθε φορά που επεκτείνεται στο ακόμα

όχι γνωστό

μιας μεγάλης

φωτιάς

Που φαίνεται πως ενέχει όλα τα εγκόσμια·
Ακουγόταν πολύ ψιθυριστά η φωνή απ' τον

ορίζοντα,

προς τον άνθρωπο

εκείνον

Που αν και δεν φαινόταν να την προσέχει
Ιδιαίτερα, εν τούτοις την άκουγε ευκρινώς·

Και εσύ, Άρκλυς, είσαι πάντοτε σκεφτικός,
Σαν μια εκκρεμότητα που κατακρατάει η

ημερησία λήθη του ζην

από το τόσο δραστήριο στους αιώνες

σκότος του όντος,

Τίποτε δεν υπάρχει αληθινά στο κόσμο,
Άρκλυς, εκτός από μια λάμψη που 'ναι

ο άνθρωπος

σε μία δεδομένη στιγμή

Προγεγραμμένη από εσώτερους αιώνες
Που έχει ζήσει η ψυχή, σπάνια ορατούς

Από την αμφίβολη

Κατάφαση του φωτός στις επιφάνειες
Του επιθυμείν· ότι είναι αλήθεια πως ο

ίδιος

ευρίσκεται ακόμα μέσα σ'

ένα κέλυφος ραγδαίας νυκτός

Και απέξω μαίνονται οι κητώδεις άνεμοι
Μιας αρπαγής της πραγματικότητας απ'

την τυχούσα διερχομένη Αλήθεια·

Ό,τι έχει μιλήσει η ζωή, ό,τι έχει πράξει,
Ό,τι έχει ξεχάσει και έχει θυμηθεί, όλα,

μα όλα,

Άρκλυς,

Θα καταλήξουν σε ένα και μόνο φως
Τόσο στιγμιαίο, τόσο αναπάντεχο εξ

ίσου,

Που

Θα άρει μια για πάντα κάθε μέλλον
Που τόσο επιμελώς οι άνθρωποι κι

η Ιστορία όπως,

Ετοίμασαν ερήμην μιας εκπατρισμένης
Στο χρόνο θεότητας που φαίνεται πως

θέλει κάποτε

να ιδιοκατοικήσει στην ύπαρξη

και να μην την ενοικιάζει πλέον·

Έλεγε η φωνή στον ορίζοντα σιγανά, ενώ
Ο άνθρωπος που την άκουγε από μακριά

Φαινόταν απορροφημένος όπως πάντα στις
Ίδιες καθημερινές του ασχολίες· με κάτι να

μην τον απασχολεί ακόμα

Και

Με επίσης άλλο να μην τονε ταράζει διόλου
Ακολουθώντας όπως κι οι υπόλοιποι την μία

πεπατημένη απάτητη

νύχτα του ζην,

Την αρκούντως προβλέψιμη στο κόσμο
Τόσο, όσο θα του επέτρεπε να πορευθεί

Σε ό,τι πιο άγνωστο θα μπορούσε ποτέ να
Μην υποψιάζεται, το που καραδοκούσε

συνεχώς

μπροστά του

Ως η από παλιά του γνώριμη εικόνα των
Πραγμάτων και ανθρώπων, πάντα εκεί

Κάθε φορά

Χωρίς ν' αλλάζει κατ'ελάχιστον

Και χωρίς να είναι διόλου βέβαιο ακόμα
Πως έφαινε απαραίτητα γι' αυτόν·

Monday, July 4, 2011

PROTOGLOT

Γουίλλιαμ, εσύ είσαι ο όρμος μιας
Τόσο λησμονημένης αρχαιότητας

Στο μέσον μιας εποχής της οποίας
Η επιφάνεια τετάρακται ωσάν μια

Παγκόσμια κρούστα από λέξεις που
Αναρραγίζει στο φως των εθνών, και

Σπάζει κάθε συμβόλαιο ανάμεσα στον
Θεό και τον ηγεμόνα όπως το ξέρουμε

έως σήμερα·

Μα πραγματικά η Γαλλία είναι πλέον
Μια ήπειρος από μόνη της και όλα τα

'Αλλα έθνη ακολουθούν

Ενώ οι Πρώσσοι φιλόσοφοι δεν είναι
Παρά οι βιογράφοι της· και η Αλβιών,

Γουίλλιαμ,

Αυτή, θα είναι καταδικασμένη εφεξής
Ν' αποξενυχτάει στους αιώνες τη σωρό

του Κρόμγουελ

στα

Εγχειρίδια του νόμου του Μιντλ Τεμπλ,
Όταν οι ποιητές της μόνο θα θυμούνται

Πως μπορείς φωτιά να ανάπτεις επί του
Ουρανού τρίβοντας λίθους αιωνιότητας

μέσα

Στα μαγικά φωτοστέγαστρα του μυαλού,
Που στ' αλήθεια, Γουίλλιαμ,είναι ο μόνος

θεός

Για

Όποιον ηξεύρει ν' αφαιρεί ορθώς από το
Ήσσον του εγκοσμίου φαίνειν το πλείον

της

απόκοσμης ουσίας,

Έλεγε ο σερ Τσαρλς Γουίλκινς

Στον άνθρωπο που προσπαθούσε επί τόσα
Έτη πολλά να συντάξει ένα μεγάλο λεξικό

της Εδέμ·

Και ο δρόμος σου από το Λονδίνο προς
Την Καλκούττα, για σένα δεν είναι άλλο

Παρά ένα πυρ των άστρων όταν καθεύδει
Σε μια ανέσπερη νύχτα των ανθρώπων και

τους υπομνηματίζει

Μια ενότητα που οι ίδιοι δεν γνωρίζουν αν
Πρέπει να την ψάξουν στο παρελθόν ή σε

Ένα από τα υποψήφια μέλλοντά τους· και
Οι σαράντα μία γλώσσες που ομιλείς, φίλε

μου,

Αυτές είναι το περιστύλιο ενός ναού στον
Οπού άρτι είσαι μεν ο ιερέας, όμως, όχι

Πολύ μακριά στο χρόνο οι άνθρωποι θα
Σε κάνουν προφήτη ενός οράματος που

Είναι τόσο

Παλαιό όσο και τα νεολιθικά γεννητικά
Φωνήεντα των Κασπίων υδάτων, μα και

Τόσο σύγχρονο όσο και τα σύμφωνα που
Συνάπτει η Ευρώπη με τον Ροβεσπιέρρο

Που την δική σου ηχολαλία της αιώνιας
Γλώσσας την έχει καταστήσει ήδη έναν

πανεθνικό

Τροπικό του θανάτου στη σφύζουσα από
Τρόμο και φωτιά μία κάθε φορά και για

πάντοτε

στιγμή της ελευθερίας·

Έλεγε ο σερ Τσαρλς Γουίλκινς, ενώ λίγο
Πιο πέρα ο άνθρωπος που προσπαθούσε

Να βγει οριστικά έξω από την σκοτοδίνη
Χιλιετηρίδων ήταν ανάστατος και έδειχνε

σαν να επιχειρεί εναγωνίως να βρει κάτι·

Και εσύ θα είσαι πάντα εδώ αναζητώντας
Τίποτ' άλλο απ' το να μετατρέψεις τα ίχνη

του

Μάρκους Ζουέριους

Σε βήματα ζωντανού ανθρώπου σε μιαν
Εγκεφαλική γιορτή της υδρογείου, στην

Οπού η νύχτα του θεού δεν θα σημαίνει
Αυτομάτως και σκοτάδι στους θνητούς

Και η ημέρα των ανθρώπων δεν θα είναι
Παρά φως του ουρανού σε αναδρομική

εδεμιαία ισχύ

Από χρόνους βυθισμένους στην άβυσσο
Του Μύθου τόσο, όσο και το όνειρο μιας

ποίησης ομιλούσης

μέσ' από την σιωπηλή

κινουμένη άμμο της αλήθειας·

Κατέληγε η φωνή από απέναντί του ενώ
Ο ίδιος φαινόταν να μην ακούει καθόλου

πλέον·

Δεν τακτοποίησα σήμερα τα βιβλία σας,
Σερ Τζόουνς, του έλεγε ο υπηρέτης του,

Δεν

Ξέρω πού μπορεί να είναι η σανσκριτική
Γραμματική που ψάχνετε, αφήνοντάς τον

σαστισμένο,

Να κοιτάει με βλέμμα χαμένο και επίμονο
Μαζί από το παράθυρό του, την ολοένα

Επεκτεινόμενη μεσημβρία του ουρανού,
Που φωτοβολούσε τόσο αρχαϊκή όσο και

ο ίδιος,

Μιαν αλάθητη γραμματική των υψών μην
Ηξεύροντας ακόμα πώς να την μεταφράσει

Καταδικασμένος να αφήνει συνεχώς μιαν
Παναιώνια κληρονομιά, σε διαρκή όμως

εκκρεμότητα,

Το εκμαγείο της μίας γλώσσας του κόσμου
Και το θάμβος ιερατικό της αποξεχνώντας

Στα με ανησυχούσα την προσμονή ζωής και
Χιλιάκις ατάκτως στοιβαγμένα

στους διαδρόμους της Ιστορίας

Πλήθη του ομιλείν·

Saturday, July 2, 2011

OTTO DER GROßE

Όττο, αυτοί οι καιροί είναι σαν ένα
Κάστρο πάνω στο βουνό, όπου δεν

Κατοικεί πια κανείς εκτός απ'την ίδια
Την λήθη που φαντάζει αιώνια, τόσο

Που όταν το πρωινό φως επιστρέφει
Την επομένη ημέρα δεν πρόκειται να

Εύρει τίποτε περισσότερο από σωρούς
Σπασμένων περιστυλίων της ζωής στην

ερημωμένη αυλή

αυτού του αιώνα

Που είναι τόσο σκοτεινός όσο και μια
Σκέψη και τόσο φωτεινός όσο κι ένα

άγγιγμα·

Έλεγε η άχρονη σκιά πάνω από την
Κλίνη του αυτοκράτορα στην οπού ο

Ίδιος κείτο βαθειά κοιμισμένος ωσάν
Νεκρός· ωστόσο κάποτε στριφογύριζε

Ανήσυχος

Σαν να άκουγε κάποιες λέξεις που τονε
Καλούσαν να ξυπνήσει και ν' απωθήσει

άγνωστο εχθρό

που είχε πλησιάσει επικίνδυνα·

ο δε ύπνος του

Καθίστατο ολοένα πιο αγωνιώδης ενώ
Η πελώρια σκιά από πάνω του κάποια

στιγμή

Εφάνταζε πως στην πραγματικότητα
Δεν ήτανε περισσότερο απ' το αναίτιο

παιγνίδισμα

Του ολιγοστού φωτός των κεριών που
Είχαν μείνει αναμμένα όχι μακριά του

Με τις θέσεις των αντικειμένων μέσα
Στο δώμα· μην καταπαύοντας ωστόσο

να του

Μιλάει διόλου, μ' έναν τρόπο ο οποίος
Άλλοτ' έμοιαζε σωφρονιστικός και ανά

στιγμές

Τοσούτον απειλητικός με μένος υπόδηλο
Που έμοιαζε να έρχεται από μιαν αχανή

απόσταση στο χρόνο

πλήρως συσκοτισμένη

Μπορεί και από την γέννησή του ακόμα
Ή το σημείο του μέλλοντος θανάτου του·

Ώστε

Πιστεύεις στα σοβαρά, Όττο, ότι έγινες
Παγκόσμιος αυτοκράτορας χάρις σ' ένα

Κουρελόχαρτο που συνυπέγραψες μ' ένα
Ρεμάλι Πάπα έτοιμον κάθε στιγμή να σε

Προδώσει προς χάριν των ζωηρότευκτων
Μαγυάρων και του ασάλευτου μέσα στο

θεϊκό κουβούκλιο του ουρανού

Τσιμισκή,

Κάνεις λάθος, Όττο, λάθος, ιδέα δεν έχεις
Με ποιον συνάπτεις τούτη την συνθήκη,

έλεγε η σκιά

Και τα ολιγοστά κεριά τρεμοέπαιξαν ωσάν
Ψυχές που αναχωρούν από την ομιλία έως

Που έσβησαν· έχοντας καταλάβει τώρα όλο
Τον χώρο συνέχιζε να του μιλάει σαν να του

επετίθετο

Η πλέον φρεατώδης νύχτα του κόσμου που
Απείχε εξ αυτού όσο και ένα όνειρο απ' άλλο

Όνειρο στους κοιμισμένους του οφθαλμούς
Και όσο μια τυφλή επιθυμία κατάποσης του

σύμπαντος

Εκ της αβύσσου ενός παγκοσμίου νοός από
Την ελάχιστα υποψιασμένη θνητή αντίληψη·

Με αναγνωρίζεις Όττο; τον ρώτησε ξαφνικά
Και εκεί τα μάτια του αυτοκράτορα άνοιξαν

έντρομα

κι ο ίδιος πετάχτηκε από το κρεβάτι·

Μπροστά του φαινόταν μονάχα το ασθενικό
Ημίφως της πρώιμης πρωίας ενώ πάντων των

Γνωστών αντικειμένων του δώματος η τάξη
Έδειχνε μηδόλως διασαλευμένη· ακόμα και

τα κεριά παρέμεναν αναμμένα

μπροστά στο ισχνό αργόσυρτο

ηλιόφως

Που τρύπωνε θα 'λεγε κανείς διστακτικά
Στον χώρο τόσο,

Το εναπομείναν σκότος

του ηγεμόνος

Μην επιθυμώντας να συσκοτίσει
Έτι περισσότερο·


Friday, July 1, 2011

LONESOME EMILY

Πόσο απροσδόκητα αιώνιος μπορεί
Να είναι κάποτε ο στιγμιαίος κόσμος

Και πόσο στην ίδια θέση ίστανται κάθε
Φορά τα ταχέα κύματα της ζωής και του

θανάτου,

Αυτό το γνώριζε πιθανώς καλύτερα 'πό
Τον καθένα· και ποια η θάλασσα εκείνη

Που έρεε από την παιδική ψυχή της, την
Ασύγκριτα ομορφότερη ανάμεσα στους

ανθρώπους,

Και

Επέσυρε τα πλοία των λέξεών της στα
Υγρά, θηλυκά άσματα μιας διακριτικής

ιωβηλαίας θλίψης

που φωτορραγούσε μόνη της

στα αιεί ασύστατα οχλοστάσια της τέχνης

Έτερος δεν το διαπιστώνει ει μη ο ορίζων
Φωτεινός της ποίησης κάθε καιρού που

ποτέ δεν

Θα του είναι εύκολο να μην αναθυμάται
Την λεπτόθυμη κοπέλλα· η ίδια ενέφερε

ως πέπλο της

ολόκληρο το αστραίο σύμπαν

και τις λησμονημένες απολήξεις του

Στο βιαστικά ρυμοτομημένο μυαλό του
Δεκάτου ενάτου αιώνα· και η δόξα της

θα παραμένει

Πάντοτε εκείνη ενός μικρού κοριτσιού
Όταν παίζει μόνο του στην παραλία με

την άμμο

στην ίδια πάντα μορφογένεση της ζωής

εκ της Εδέμ·

Οι άνθρωποι δεν την παρακολουθούν,
Οι γονείς της δεν την αναζητούν και ο

ήλιος,

Αυτός μονάχα αντιλαμβάνεται την
Ευγενική παρουσία και γίνεται πιο

Σκεφτικός στην εσπέρα του καθώς
Κατέρχεται για άλλη μια φορά στο

Αρχαιότατο άρρητο βάραθρό του,
Μια μυστική εντολή αφήνοντας

Στους

Επερχόμενους ανάστατους καιρούς
Που σωρηδόν διαχέονται στις ρηχές

δεξαμενές

Ενός ανοίκειου πεπρωμένου τόσο,
Να περισώσουν την εικόνα της όχι

στον χρόνο

Αλλά στα ιερά τέμπλα των λέξεων,
Όταν κάποτε αυτές σ' αντίθεση με

τους ανθρώπους

Συνέρχονται 'φνης από την καθολική
Συμπαντική αμνησία

και γίνονται ποίημα-κόσμος·