Sunday, July 10, 2011

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ ΤΟΥ MANNHEIM

Και τι είναι άραγε μια συμφωνία,
Κρίστιαν, αν όχι το πτερόεν ίζημα

του κόσμου

Που ανίσταται επίμονα στον αιθέρα
Ακόμα και όταν πάντα τα ορατά της

ανθρώπινης ζωής

Φαίνονται να καταβυθίζονται στους
Πυθμένες του χρόνου με κρημνώδεις

ώσεις

από το ελαφρύτατο βάρος τους

και μόνον,

Και μήπως άλλο δεν κάνουμε από το
Να επιστρωματώνουμε με συγχορδίες

τα ισχύοντα άνθη του νοός,

Tέτοια

Που στα ξερά ερημονήσια της αίσθησης
Μηκέτι ευδοκιμούν ει μη στους αιώνιους

λειμώνες

μιας ανώτερης μαγείας πρόσληψης,

Κάνοντας τον νευρώδη Μπάουμγκαρτεν
Ευτυχισμένο που αφαλάτωσε για πάντα

την θάλασσα του γούστου

Συσσωρεύοντας στις αιχμηρές πόλεις
Αυτής της χιλιοτετριμμένης ηπείρου

το πολύτιμο άλας της Αισθητικής,

Γιατί λέγω,

Κρίστιαν,

Πως σε ό,τι διαφέρει ο μέσος άνθρωπος
Από τον καλλιτέχνη, είναι ότι ο πρώτος

έχει γούστο

ενώ ο δεύτερος

Αισθητική,

Και σε ό,τι διαφέρει η τέχνη από την
Σύμβαση δεν είναι παρά η ατέλειωτη

Παλαιά ασυμφωνία ανάμεσα στον
Λειψίφωτο λογισμό και τον αετώδη

προμαχώνα

Μιας ορατότητας στ' ανθρώπινα που
Αποκοιμίζει το εύλογο και αφυπνίζει

την ευλογία

μιας διαυγέστερης

θελήσεως,

Καθώς συγκεντρώνει την ορχήστρα σε
Μια δύναμη της φύσης τέτοια, που και

το φως της ημέρας

Δεν θα μπορούσε να φωτίσει καλύτερον
Ή ο δίχως λόγο ήχος· αυτός, Κρίστιαν,

Είναι ο άϋλος ναός της διάβρωσης του
Ανθρώπου από την ανίκητη Ομορφιά·

Έλεγε εκείνο το απόβροχο απόγευμα ο
Γιόχαν Στάμιτζ στον μαέστρο που όπως

Και η λοιπή ορχήστρα είχε καταληφθεί
Από μια ζωηρή νωχέλεια τόση, που δεν

Εύρισκε διέξοδο άλλη ει μη στο απαλό
Και λυσίφωτο άγγιγμα της οικουμένης

από τις διακριτικές ιεροπλασίες

αυτών των ήχων καθώς,

Είναι αλήθεια, επήγαζαν ο ένας από τον
Άλλον με νικηφόρο ευχέρεια πόση, σαν

σε

Εορταστική αυτοδιάθεση του σύμπαντος
Στις λυτρωμένες από την Ιστορία πλατείες

των οιονεί

ανθισμένων

δημιουργών

Που την νιότη ενός κόσμου αστέγαστου
Ακόμη, ποτέ δεν έστερξαν να αρνηθούν

Στην συντέλεια κάθε στιγμής που τόσο
Απείθαρχα νεοβολεί μια φωτεινότερη

αλήθεια

του

Κάλλους

Επί της κορεσμένης από ταριχευμένες
Συγκινήσεις τέχνης του εκάστοτε αιώνα·

Ήχοι νεοσύστατοι μα φρέσκοι τόσο, οι
Που με τον τρόπο τους υπεμνημάτιζαν

Πόσο αστείρευτη των ιδεομορφών είν'
Εξακολουθητικώς η μεγάλη μαχομένη

παιδικότητα

της

ανθρωπότητας,

Γιόχαν, Γιόχαν, του φώναζε μέσ' απ' την
Ανταριασμένη ορχηστρική θάλασσα ο

μαέστρος,

Ενώ τα έγχορδα με τα δοξάριά τους ομού
Επεκτείνονταν πέρα δώθε ως κουπιά των

μαγεμένων ναυτικών

Επί των καλώς συντονισμένων κυμάτων
Που συνακούγονταν ως μία και εις αιεί

αποκατάσταση του κόσμου

στις πραγματικές ονειροτρόπες

διαστάσεις του,

Γιόχαν, ξαναφώναξε ο μαέστρος, αυτή
Η χαρωπή φωτιά ποτέ δεν σβήνει και

αλήθεια

φλέγεται τόσο

Όσο μας επιτρέπει να καιγόμαστε χωρίς
Να καούμε, είπε και άφησε για λίγο τα

πνευστά

να κυριαρχήσουν έναντι

των εγχόρδων

Σα να ήθελε να φυσήξει κι άλλη πνοή
Ανθρώπου προς αυτήν την φωτιά την

ζωοφόρο και χρυσόρρυθμο,

Που ποτέ δεν θα' ταν

Δυνατόν απ' τους χιλιάδες ουρανούς
Του ενός μέλλοντος και της ανάγκης

μίας,

Το χυμώδες φως της να επικαλυφθεί
Από αλόγιστη

επί του ανθρωπίνου είδους

σπατάλη βαθείας νύχτας·