Sunday, July 24, 2011

TMIEM TAJJEB ISEWWI KOLLOX

Οι νήσοι εφάνταζαν ανέκαθεν να πλέουν
Σαν σ' ένα φως αρχαιότερο της γης, και

Οι αλιείς στην περιοχή ποτέ δεν υψώναν
Από τα νερά άλλο τι ει μη λέξεις ρέουσες,

Που τις απλώναν στα πλοιάριά τους και
Περιμέναν να τις ακούσουν· όμως αυτές

Μια μέρα που η Βαλλέττα είχε βυθιστεί σε
Σκοτάδι ανεξήγητο και σε ολόκληρην την

πόλη

Δεν υπήρχε παρά ένας μόνον άνθρωπος
Ακίνητος στην κεντρική πλατεία ωσάν ο

οδυσσειακός

Γίγαντας του Ονείρου

Εκ του στομάτος του οποίου επέδραμε
Η Αρχή της Ομιλίας στους ανθρώπους,

αυτές οι λέξεις,

Εξεβράσθησαν στις ακτές σαν κοπάδια
Ψαριών, που θα έλεγε κανείς, έδειχναν

σαν

Να έχουν αποπειραθεί να μεταβούν απ'
Την ενδοθαλάσσια ζωή στην στεριανή,

Το πέρασμα του παλαιού ιχθύος προς το
Θηλαστικό αναθυμούμενες ίσως σε έξοδο

επιτακτικότερη·

Ελέχθη ακόμα

Πως ο πλήρης ουρανός είχε αποβεί μια
Ατμώδης επιφάνεια Λόγου η οποία στο

Μέσον της διεσχίζετο από μια κατάμαυρη
Νεφελώδη γραμμή, εν είδει αποπνιχτικού

δαιμονικού ορίζοντος

Που κατελάμβανε σιγά σιγά κάθε ορατή
Επικράτεια έως τις άκρες της Μεσογείου

Και από εκεί στην υδρόγειο ολόκληρη,

Ενώ στην παραλία αμερίμνως
Έπαιζαν τα παιδιά·

Το σκότος

αληθώς

Περιρρέον αλλά μηκέτι όλως άρχον, είχε
Πλησιάσει κοντά σ' αυτά μην τολμώντας

ωστόσο

να τα τυλίξει

εντός της ξέφρενα ανοίκειας σπείρας του·

Και ολοένα τα παιδιά ανήρπαζαν τις λέξεις
Από την άμμο και τις εκσφενδόνιζαν στον

πηχτό ουρανό

Και εκείνες γυρνούσαν πίσω ως άνθη ενός
Κόσμου άλλου, ούτε παρελθόντος, μήποτε

του μέλλοντος

και μόλις παρεισφρύσαντος

στο παρόν

Έως πού η επικράτεια κατέστη ένας κήπος
Ανθηρότατος εν τω μέσω μιας παγκόσμιας

Ομίχλης·

Μετά από λίγη ώρα, ο ουρανός είχε και πάλι
Προβάλλει καθαρός ενώ, το φως επέστρεφε

σιγά σιγά

στην Βαλέττα

Και ο κόσμος άρχισε να θαρρύνεται·
Τις δε ολίγες λέξεις που είχαν μείνει

στην άμμο

αχρησιμοποίητες ακόμα

Από το μεγάλο Όνειρο που επήλθε
Και κανείς δεν ήξερε πότε και αν

θα επέλθει ξανά,

τις μάζεψαν ευλαβικά οι ποιητές
και τις εγύρισαν πίσω στα νερά·