Thursday, July 28, 2011

VERMEER

Γιαν, οι ζωγραφιές σου είναι σαν ένας
Αργός ήλιος στα κύτταρα των θνητών

Όταν καταπραύνει οσαύτως μια φωτιά
Που ανάβει ο αιώνας αυτός στα μυαλά

Των βασιλέων και των αυτοκρατόρων
Και τους κάνει ν' αναφαίνουν θεόθεν

με στολή τόσο φθαρμένη

από την επανάληψη της νύχτας

και σε

Αιωνικούς κήπους όπου το κάθε άνθος
Δεν είναι παρά ένα νεκρικό χαμόγελο

Του παρελθόντος που φθίνει τόσο, Γιαν,
Στις ημέρες μας, καθώς αυτός ο κόσμος

Δύναται να χωρέσει σ' ένα μόλις τυπωμένο
Μνήμα·
του έλεγε η γυναίκα του καθώς με

Μεγάλη προσοχή

Παρατηρούσε το πιο πρόσφατο έργο του·
Ο
γεωγράφος που χαρτογραφεί τη Γαία,

Γιαν,

Δεν είναι παρά ο ζωγράφος μιας σιωπηλής
Μάσκας που πίσω από τα όρη, τα ποτάμια

και τους ωκεανούς

κρύβει πάντοτε

Το ανυπόμονο πυρ του χρόνου όταν αυτό
Χέεται στα έθνη ανατρώγοντας τις δοκούς

Που συγκρατούν αυτό το σύμπαν σε μια
Δύσκολη βεβαιότητα, και εσύ, Γιαν, είσαι

Ο χαρτογράφος ενός χρυσού διαλείμματος
Της Ιστορίας στο που μηκέτι οι άνθρωποι

προσβλέπουν,

όμως εσύ το ζεις κάθε λεπτό·

Κοίτα έξω σου το Ντελφτ,

Από τότε που ζωγραφίζεις αρχίζει ολοένα
Και μοιάζει περισσότερο με τους πίνακές

σου·

Και από τότε που μοιάζει περισσότερο με
Τους πίνακές σου, αρχίζεις και μοιάζεις ο

ίδιος εσύ

περισσότερο με αυτό·

Λες και είστε εναγκαλισμένοι τόσο, σ' ένα
Στρόβιλο ζωής και του θανάτου, απ' όπου

Κάθε ερώτημα ανθρώπου προς τον αιώνιο
Ήλιο, δεν πηγάζει από μόνο του παρά και

Ως μια απάντηση, αν αφαιρέσεις από την
Νύχτα το ίδιο το σκοτάδι της και γι' αυτό

την κάνεις πιο σκοτεινή,

Και αν προσθέσεις στην ημέρα και το φως
Ανθρώπου, κάνοντάς την έτσι εις διπλούν

φωτεινή·

έλεγε,

Και τι 'ναι ο καλλιτέχνης αν όχι η συνέχεια
Της σιωπής του θεού στις ερωτήσεις των

ζωντανών

ενώπιον των νεκρών τους,

Και μια υπόσχεση ομιλίας όταν αυτός ο
Κονιορτός στο υδρογειακό δάπεδο δεν

θα θυμίζει πια

τους μύλους του Ρόττερνταμ,

Αλλά την αχλύ ενός ονείρου που πέφτει
Από τα μάτια αποκαλύπτοντας μια πιο

Ευγενική και δίκαιη πρόθεση πίσ' από
Τα κάγκελα του χρόνου, όπως ακριβώς

ένα ποτάμι που μοιάζει

να ονειρεύεται

τον άνθρωπο,

Και όπως ακριβώς ένας άνθρωπος που
Μοιάζει να ονειρεύεται την ακύμαντη

ευτυχία

των μεσοδιαστημάτων της ζωής

στα έργα σου,

Γιαν, είσαι μια μάστιγα της νηνεμίας στα
Έξαλλα σκότη της ψυχής, ότι εσύ μπορείς

Να

Φανερώνεις τον μυστικό φύλακα άγγελο
Κάθε τοποθεσίας στις ζωγραφιές σου με

τόσο ακριβείς πινελιές

όσο

Ακριβές μπορεί να είναι το στερέωμα των
Άστρων στην λήθη που μοιράζει καθ' όλη

την έκταση

Της φωτιάς όταν κατατρώγει τα βασίλεια
Της όρασης, Γιαν, δεν είσαι παρά ο ένας

άγγελος των θνητών

κάτω από δαιμονικό ουρανό·

του είπε και του χαμογέλασε θλιμμένα,

Και όμως, Καταρίνα, της έλεγε αυτός, εγώ
Δεν ζωγραφίζω παρά μόνο μια παγκόσμια

ψυχή,

Ό,τι βλέπεις εδώ, δεν είναι παρά το άσπιλο
Φως της που ακόμα ψάχνει τρόπο να φανεί

εκεί έξω,

Καταρίνα,

Δεν κάνω τίποτ' άλλο παρά να μοιράζω
Την νοσταλγική βραδύτητα της ζωής,

καθώς νωχελικά τόσο

και χωρίς την βιάση της Ιστορίας

Μπορεί και απλώνεται μέχρι τα λειβάδια
Ενός ατέλειωτου ήλιου που φαίνει όμως

όχι στον ουρανό

Αλλά στην εσώτερη θέρμη και το ρίγος
Του νου και της καρδιάς όταν αίφνης

περισυλλέγονται από δίχτυ άχρονο

και με δίχως χώρο πουθενά,

σου λέγω,

Ότι ο εγκέφαλος του ανθρώπου είναι
Το πραγματικό ατελιέ μου, Καταρίνα,

Και εσύ ένας τοποτηρητής άγγελος εκ
Των λησμονημένων πλέον φώτων της

μυστικής θαλπωρής της γαίας,

Της είπε και ετοιμαζόταν να βγει έξω,
Πού πας Γιαν, τον ρώτησε, μπορώ να

έλθω μαζί σου,

Πάντα είσαι μαζί μου, Καταρίνα, της
Είπε, ενώ κοίταζε ήδη την πόλη του

Ντελφτ έξω του

σαν να μιλούσε προς αυτό·

Πάντοτε ήσουν μαζί μου, της είπε ξανά,
Και το βλέμμα του καθ' όλη την διάρκεια

του απογευματινού

περιπάτου τους

Δεν διέφυγε διόλου από τους παράξενα
Ησυχασμένους δρόμους της πόλης, που

λες και διατελούσαν ανάμεσα

Σιωπηλό σεβασμό

και ακόμα πιο σιωπηλή αναμονή

Για την επομένη λήψη μιας ζωής,
Της τόσον άγνωστης ακόμα στην

οικουμένη,

Που έως άρτι

Κείται αφανώς και παραπλεύρως
Της ισχυρής λάμψης της προς τους

ανθρώπους·