Sunday, July 17, 2011

ΦΩΣ

Και ακόμα, Σβιέσα, τούτο αναλογίσου·
Εάν ολόκληρη η πλάση δεν ήταν παρά

ένα

όνειρο στην φωτιά

Μια

Παγκόσμια γιορτή της ψευδαίσθησης
Των πεινασμένων για θέα μορφών σε

μια

Αλλοτροπία του υπερβαρέως μέσα στις
Νεφέλες του στερεώματος θεϊκού θόλου

Που ανασαίνει κάθε φορά στον παλμό
Μιας αρτηρίας ανθρώπου, ακόμη, λέγω

Και αν αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε
Άλλο παρεκτός οι μάσκες ομιλούσες μέσα

από

Νήματα κρυφία που κατεργάζονται τα
Μύρια ετεροθαλή πεπρωμένα μιας αιεί

Κεκλιμμένης προς το κάτι από το μηδέν
Λωτοδίαιτης φαντασίας που κάθε στιγμή

Δημιουργεί αυτόν τον κόσμο χωρίς να τον

αποσπά από πουθενά,

Εμείς

Ωστόσο, Σβιέσα, εμείς, όντας ταυτόχρονα
Οι ηθοποιοί και το κοινό, μπορούμε ανά

όχι πάσα στιγμή

Να κάψουμε αυτό το παγκόσμιο θέατρο
Κάτω από τα άστρα, επιλέγοντας μήποτε

την σιωπή

αλλά

την λερναία ομιλία

Στα πιο προκεχωρημένα φυλάκια του
Εκπατρισμένου νου μας, εκεί όπου τα

αντίθετα

συστεγάζονται

Κάτω από την ίδια λάμψη της αιώνιας
Αναμονής μιας έννοιας χρυσότευκτης

Που πτερωτώς θα ανασυλλάβει πάντα τα
Κτιστά και ορατά και θα τα οδηγήσει στις

ιερές φωλέες του απείρου

και πάλι,

Σβιέσα,

Εγώ και εσύ, σου λέγω, δεν είμαστε παρά
Οι αλλόκοτες νύξεις μιας ηλιοφάνειας της

ανθρωπότητας

Όταν νοέει δεν νοέει κάποτε πως ακόμα
Κι οι υπνοβάτες θα ξυπνήσουν μεν, αλλά

δεν είναι σίγουρο

πως δεν θα ξανακοιμηθούν·

Της έλεγε, ενώ την κοιτούσε στοργικά που
Εφύετο μέσα στους ανάστατους κήπους

της ανθρωπότητας

ως

το ευγενέστερο λουλούδι τους,

Μια οπτασία υγρού θάλλους μέσα στην
Λησμονημένη κοίτη του θεάσθαι μόνον

τα άφθαρτα ρόδα

σε κάθε θνητό βήμα·

Και εσύ, Σβιέσα, είσαι από μόνη σου μια
Αίγλη της θηλυκής σταγόνος όταν αυτή

ρέει τόσο απαλά

Πάνω στο σώμα μου σχηματίζοντας στην
Διαδρομή της ένα όνειρο της απτότητας

Στην αστρική λεωφόρο του καθημερινού·
Είσαι ένα ποίημα, Σβιέσα, της έλεγε, ένα

ζωντανό ποίημα

Που στιχορροεί σε μια φλόγινη λήθη το
Ήδη γνωστό και επιδομεί την βαθύτερη

νύχτα

του αγνώστου

Με

Την γλυκύτητα ενός αειρρύτου νέκταρος
Αυτών όλων των λέξεων, και πασών λέγω,

των γλωσσών

απαρχής ιερότερης Βαβυλώνος

στο ημίφως του μαγικού μου σπηλαίου,

Εδώ σε έφερα, Σβιέσα, εδώ κοιμόμαστε
Και μαζί θα ξυπνήσουμε από τούτη την

υπνοβασία

μέσα στο ύπαρ του πραγματικού·

κατέληξε,

Και ολοένα χάιδευε απαλά το λείο φως
Του προσώπου της, με μια τρυφερότητα

σχεδόν πατρική·

Πρόσωπο μιας αναλλοίωτης στους αιώνες
Ιέρειας

και μαζί ενός παιδιού,

Τους βαρείς θρύλους της μεταμόρφωσης
Επιστρωματώνοντας με μια κυματουργό

αλήθεια

Τέτοια που μόνο η σαρξ ανθρώπου στην
Αμεσότερη θέα της μπορεί να επιφέρει

Καταμεσής

Του ήδη υπερσυσσωρεύμενου πλήθους
Της ζωής

μπροστά

στις πρώτες διστακτικές ακτίνες

Μιας θεόθεν αποσιωπημένης αυγής·