Friday, July 1, 2011

LONESOME EMILY

Πόσο απροσδόκητα αιώνιος μπορεί
Να είναι κάποτε ο στιγμιαίος κόσμος

Και πόσο στην ίδια θέση ίστανται κάθε
Φορά τα ταχέα κύματα της ζωής και του

θανάτου,

Αυτό το γνώριζε πιθανώς καλύτερα 'πό
Τον καθένα· και ποια η θάλασσα εκείνη

Που έρεε από την παιδική ψυχή της, την
Ασύγκριτα ομορφότερη ανάμεσα στους

ανθρώπους,

Και

Επέσυρε τα πλοία των λέξεών της στα
Υγρά, θηλυκά άσματα μιας διακριτικής

ιωβηλαίας θλίψης

που φωτορραγούσε μόνη της

στα αιεί ασύστατα οχλοστάσια της τέχνης

Έτερος δεν το διαπιστώνει ει μη ο ορίζων
Φωτεινός της ποίησης κάθε καιρού που

ποτέ δεν

Θα του είναι εύκολο να μην αναθυμάται
Την λεπτόθυμη κοπέλλα· η ίδια ενέφερε

ως πέπλο της

ολόκληρο το αστραίο σύμπαν

και τις λησμονημένες απολήξεις του

Στο βιαστικά ρυμοτομημένο μυαλό του
Δεκάτου ενάτου αιώνα· και η δόξα της

θα παραμένει

Πάντοτε εκείνη ενός μικρού κοριτσιού
Όταν παίζει μόνο του στην παραλία με

την άμμο

στην ίδια πάντα μορφογένεση της ζωής

εκ της Εδέμ·

Οι άνθρωποι δεν την παρακολουθούν,
Οι γονείς της δεν την αναζητούν και ο

ήλιος,

Αυτός μονάχα αντιλαμβάνεται την
Ευγενική παρουσία και γίνεται πιο

Σκεφτικός στην εσπέρα του καθώς
Κατέρχεται για άλλη μια φορά στο

Αρχαιότατο άρρητο βάραθρό του,
Μια μυστική εντολή αφήνοντας

Στους

Επερχόμενους ανάστατους καιρούς
Που σωρηδόν διαχέονται στις ρηχές

δεξαμενές

Ενός ανοίκειου πεπρωμένου τόσο,
Να περισώσουν την εικόνα της όχι

στον χρόνο

Αλλά στα ιερά τέμπλα των λέξεων,
Όταν κάποτε αυτές σ' αντίθεση με

τους ανθρώπους

Συνέρχονται 'φνης από την καθολική
Συμπαντική αμνησία

και γίνονται ποίημα-κόσμος·