Tuesday, July 19, 2011

ΠΝΟΗ

Και πάντοτε ο κόσμος θα είναι ίχνος
Ελάχιστο στη μακρόθυμη αναμονή

Ενός ανθισμένου ιωβηλαίου που θα
Αποδίδει λευκή την όραση του νου

Στους εκκρεμούντες πληθυσμούς, και
Διαφανή την μεμβράνη που χωρίζει

Τον θνητό από την μαγική επικράτεια
Εκείνη στην οπού η σκέψη δημιουργεί

τα γεγονότα,

Ότι ιερός εκβάλλεται ο άνθρωπος από
Τα κύματα της θάλασσας του θανάτου

προς τον φλοίσβο της ζωής

που ανασπάται χαρωπά

στις πιο κοντινές ακτές

Ιερός ωστόσο δεν ξεπροβοδίζεται πια
Στο εγκόσμιο ταξίδι του, όταν η νύχτα

Που

Τον καλύπτει από μέσα του δεν είναι,
Αρς, παρά ό,τι θα συναντήσει έξω του

Στο είδος των πολιτειών, των ανθρώπων,
Των λόγων, των γεγραμμένων στη μοίρα

του

Από δυνάμεις που δεν νοεί και δεν ορά
Μα τις λογίζεται ωστόσο κάποτε με ένα

βλέμμα

τόσο άδειο

Όσο και ο ίλιγγος του προς τα άστρα, Αρς,
Σου λέγω ότι ο οδοιπόρος δεν οδεύει άλλο

δρόμο

μέσα στην πολύφωτη όχληση

του φαίνεσθαι

Ει μη την σκέψη του μονάχα που βγαίνει
Έξω σα φάντασμα για να τον συναντήσει·

είμαστε

Οι εγκάθειρκτοι μιας περιμέτρου του θεού
Ενώ το κέντρο δεν ανήκει πουθενά παρά

Μόνο στον αχανή μεσοαστρικό χώρο του
Μυαλού· ό, τι μαίνεται εκεί έξω και εκεί

άνω

Άλλο δεν είναι παρά ένας υφασμένος μέσα
Στα σάρκινα σκότη οφθαλμός που ορά τον

εαυτό του,

Ιδού η Μαγεία,

Αρς,

Και εσύ δεν είσαι παρά ο ίδιος πρωτόγονος
Μάγος της ανθρωπότητας που εμφανίζεται

κάθε φορά

Σε μια εισπνοή της πόλης και της ιστορίας
Και εκπνέεσαι στα κύτταρα των ανθρώπων

Σε κάθε λέξη σου· εκεί και παραμονεύεις για
Χιλιάδες ενιαυτούς στον χρόνο, και ουδείς

Κατανοεί πως ενοικείς χαρούμενα στα χυτά
Μέσα στην αμφιβολία μυαλά τους· μα ήσουν

το

Υψίτειχο κύμα και το κλονιζόμενο πλοίο επ'
Αυτού, εσύ ήσουν το θηρίο της γης κι ομού

ο κυνηγός του,

και ήσουν ακόμα

Ο αιωνικός λίθος στις βραχοσειρές και το
Φυγόσυρτο νεφέλωμα πάνω από τον ηδύ

Απογευματινό οίστρο της πόλης ότε αυτή
Αποσύρεται σιγά σιγά στα βραδινά τεμένη

μιας αναποθουμένης σαρκός,

Αρς,

Δεν είναι ακριβώς ο κόσμος ένα ποίημα,
Αλλά η άγνωστη λιθόκτιστη φωτιά του·

έλεγε αργά

η Σβιέσα

Κατά τις πρωινές ώρες των εννοιών όταν
Αυτές διαφεύγουν από τις λέξεις τους μην

εκτρεπόμενες όμως

στον ακάλυπτο χώρο

του σύμπαντος

Και σωρεύοντας σε ηλιοτροπικούς αρμούς
Της νύχτας τα ολίγα φώτα της που μένουν

ακόμα

ανοιχτά,

Αρς, πού είσαι, σου μιλάω, του φώναξε
Τότε η ανθόχυμη ιέρειά του, όμως δεν

απαντούσε εκείνος προς στιγμήν

Καθώς κοιτούσε σε μια αχανή προοπτική
Του βλέμματός του που 'μοιαζε να λύεται

πίσω στο σκοτάδι,

τόσο

Όσο και μια ανθρωπότητα όταν χάνεται
Στην άβυσσο του χρόνου και γυρίζει από

Τις θύρες μιας ατέλειωτης πειθούς που την
Ορίζει επιτακτικά να επιζεί σε μια υπνωσική

κατάφαση

στους αιώνες,

Πειθώ αχρονολόγητη στους πρώτους εκ
Των πυκνών οικισμών της στην θέληση,

και ισχυρή τόσο

Όσο και ένας ανέκφραστος ήλιος στο
Στερέωμα μιας συμπαντικής θλίψης·

Δεν υπάρχει ούτε αίτιο ούτε αιτιατό στο
Κόσμο, Σβιέσα, τα πάντα είναι μια ωμή

Μαγεία

λυμένη

Στα χαοτικά βλέμματα των περαστικών
Από τις σκοτεινότερες λεωφόρους της

ανοίκειας οικειότητας των γεγονότων,

της είπε τελικά

Ενώ η

Νύχτα απέξω καταλάγιαζε σιωπηλότερη
Από κάθε άλλη στιγμή της και μέσα στις

Ωκεάνειες πτέρυγές της που απλώνονταν
Σαν μαύρη κοσμική θάλασσα επί πάσης

της αναπαυομένης ορατότητας

του ονείρου του ζην

Χωρίς η ίδια να δείχνει ότι κοιμάται ποτέ·
Όλα μα όλα τα ορατά δεν είναι παρά ένα

δίχτυ που

Χορεύει μέσα στα νερά της γέννησης κάθε
Ανθρώπου ξεχωριστά· και είναι ένα δίχτυ

χωρίς αλιέα από πάνω,

συνέχιζε να της λέει,

Περιμένοντας είτε να το συλλέξει ο νους
Eίτε να τυλιχθεί τόσο θανάσιμα απ'αυτό

Και μηδείς ο κατέχων ει μη ο εν έχων
Και μηδεμιά η ζωή που σε κάθε στιγμή

Της δεν είναι ένα τρόπαιο παρμένο από
Τα του θανάτου αλύγιστα στον ορίζοντα

χέρια,

Σβιέσα,

Της είπε, και την κοιτούσε θαυμαστικώς
Καθώς εφάνταζε σαν μια σεληνιακή θεά

που φωτοδοτούσε

Την αιώνια μοναξιά του απείρου,

ενώ

Από το παράθυρο του δώματος το πρώιμο
Δροσερό αεράκι που εισήρχετο, θα έλεγε

Κανείς πως δεν ήταν παρά ένα πρελούδιο
Των ισχυομεταφορών ενέργειας ανάμεσα

στους πληθυσμούς της γης

μέσα στη

Καινούργια μέρα που αναμενόταν,

Ημέρα, ορισμένως, το ίδιο φωτεινή όσο και
Οι προηγούμενες, με ένα ερωτηματικό ποτέ

να μην παύει

Να ανέρχεται προς τα πάνω ως ατμός ψυχής
Κι εναιώρημα της μίας καθεδρικής αληθείας

πρωτίστης για όλα τα πράγματα,

Σε τόσο ύψος, σε κάθε ύψος,
Όπου η άβυσσος που χαίνει

από κάτω

ομολογουμένως δεν είναι παρά

Τεκμήριο ζώσης ακόμη πνοής·


*********************************************************
Tα δύο πιο πρόσφατα ποιήματα μαζί με ένα άλλο που θα ακολουθήσει κάποια στιγμή, συνιστούν ένα είδος εσωτερικής τριλογίας μέσα στην παρούσα ενότητα, που φέρει τον τίτλο "Τριλογία της Σβιέσα", δεύτερη μετά από την εξίσου εσωτερική στην ενότητα, τριλογία , "Mikalojus Konstantinas Čiurlionis".