Sunday, July 31, 2011

Ο ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Ελέχθη αργότερα πως δεν ήξεραν
Πώς να διαφύγουν της προσοχής

του χρόνου,

Καθώς επέκτιζε την μια εποχή μετά
Την άλλη, την έξοδο αυστηρώς μην

επιτρέποντας,

Και εκείνοι, πόσοι ήταν, δύο, τρεις,
Μπορεί και εκατομμύρια, τελικώς

Το πήρανε απόφαση

Και προσπαθούσανε στα σκοτεινά
Να ψαύσουν το κελλί που 'ξ αρχής

Βεβαιώνανε πως ήταν όλη κι όλη η
Δημιουργία, μην και τυχόν ανεύρουν

Κάποιο

Παραμελημένο σημείο της διαφυγής·
'Ομως το μόνο που αληθώς επέτυχαν

Ήταν να προσπίπτουν από ένα τοίχο
Χρόνου σε άλλον, ενώ ανά στιγμές το

Φως που ήρχετο από την οροφή, τους
Υπεμνημάτιζε σφοδρότερα ακόμη την

παγκόσμια νύχτα τους·

Θα κάτσουμε εδώ, είπαν μετά από λίγο,
Και δεν μπορεί, κάποιος θα μας βγάλει

κάποτε,

έλεγαν,

Αν είναι ο Μεσσίας, ο Αυτοκράτωρ ή ο
Χριστός, αυτό λίγο μας ενδιαφέρει, ότι

Ο χρόνος

Μπορεί μεν να δείχνει κάθε φορά πως
Επληρώθηκε, όμως εμείς καλούμαστε

Να παρατείνουμε την διαμονή σε αυτό
Το άβολο σκοτάδι, έλεγαν και κοιτούσαν

Προς την οροφή μήπως ξαναφανεί το
Φως· και αυτό το φως που έρχεται και

Ξαναέρχεται τόσο τακτικά ωσεί ήλιος
Στα μεγαλιθικά σκοτάδια μας, μπορεί,

λέμε,

Να είναι κάποιος απέξω που σχεδιάζει
Να μας βγάλει από δω κάποια στιγμή,

εσκέφτηκαν,

Και κοιτάξαν ξανά προς τα πάνω·

Είναι αλήθεια, πως το φως εφάνταζε
Ωσάν να περιεργαζότανε τον χώρο με

Κάποια στοχαστική, προβληματισμένη
Ίσως διάθεση, και ακόμα, η πλήρης του

εποπτεία

Έμοιαζε πράγματι

Με

Βλέμμα όντος που παραφύλαγε απέξω
Με σκοπούς ωστόσο διόλου ευκρινείς,

Ποιος είσαι, φωνάζαν κάποτε στο φως,
Θα μας πεις τ' όνομά σου; γιατί δεν μας

βγάζεις από δω,

του ξαναλέγαν,

Πες μας τουλάχιστον αν είσαι εκεί,

Όμως εκείνο αφού την πλήρη έκταση
Των γεγονότων εφώτιζε για λίγο, ξανά

Αποσυρόταν

Στα απρόσιτα ύψη του, τις απαντήσεις
Σε διαρκέστερη αφήνοντας αναβολή,

Και την νύχτα τους,

την τοσούτον γέμουσα από φωνές

και οίστρο ελευθερίας

Μην ηθέλοντας να επιβαρύνει με μια
Απρόσμενη τόσο

Όλως τετελεσμένη

Ανοίκεια συντροφιά·