Saturday, July 30, 2011

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΟΣ

Το βλέμμα του ανθρώπου είναι η
Πιο φωτεινή στέγη, Νάμας, όταν

Οι δρόμοι των παρελθόντων άλλο
Δεν θυμίζουν παρά απομεσήμερα

της

Βροχής που κοπάζει σιγά σιγά στις
Πόλεις του νόστου, μα είναι τόσο

Υγρή η λήκυθος της ζωής και τόσο
Αλύγιστες οι λαβές του χρόνου που

Θα την περιφέρουν γι' ακόμα μία
Φορά σε προσκύνημα στα όμματα

του έκπληκτου πλήθους

Που περιμένει πάντοτε μια φωτιά
Στην θέα· είναι το αίμα, Νάμας, κι

Ο κατακόκκινος ορίζων της σάρκας
Και άλλο δεν της μέλλεται της ζωής

Ει μη ν' ακολουθήσει· και είναι νυν
Η εξαγορά της μνήμης από τον αεί

Σιγηλό ποταμό των ημερών και δεν
Του μέλλεται του ανθρώπου πλείον

Ει μη το φως του δικού του ενιαυτού
Χαράς πάνω απ' τα θλιμμένα ερείπια

της Ιστορίας,

Νάμας,

Εγώ θα σου πω γι' ακόμη μια φορά
Πως όταν γιορτάζει ο άνθρωπος, οι

Αιώνες

Επιστρέφουν στους άδειους λιμένες
Της Δημιουργίας, αποδίδοντας ξανά

Λευκό τον χρόνο στα σφριγηλά φώτα
Του έρωτα, μα άκουσε τον άνεμο έξω

Πώς περιδινίζει την επιθυμία αρπαγής
Κορμού ζωντανού απ' άλλη θνητότητα

Ότι ενωμένα τα κορμιά δεν είναι παρά
Η πύλη που οδηγεί πέρα από την ζωή

και από τον θάνατο

ακόμα πιο πέρα

Προς μια ιερόφωτη άνοιξη του Λόγου
Ο που σαρξ εγένετο και σε σάρκα πάλι

του μέλλεται

Να σκηνώσει την περιπέτειά του στην
Υδρόγειο λήθη ενός ουρανού· έλεγε η

Νεαρή Ηλιονόη στον άνθρωπο εκείνο
Που ζούσε χωρίς χρόνο και νύχτα στη

ψυχή του

Καθώς τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε
Με σφοδρό πάθος· η δε πλήρης πόλις

Εφάνταζε τόσον έρημη από κατοίκους
Ώστε δεν ακουγόταν τίποτε άλλο στην

περιοχή

Πέραν του παλμού κορμού προς έτερον
Παλμό ότε ο πόθος κλονίζει την ύπαρξη

Με τα νήματα μιας μοίρας αγνώστου η
Που εγγύς φέρει τα σώματα κάθε φορά

Προς όφελος ενός πιο εύφορου κύκλου·
Όταν η ζωή παραφυλάει στο μυαλό του

ανθρώπου,

Νάμας,

συνέχιζε να του μιλάει,

Τότε η πραγματικότητα δεν κάνει άλλο
Από το να τον ακολουθεί ως μαγεμένη

Τα κύματα ορμητικά των γεγονότων
Αφήνοντας να προσπέσουν στις λείες

επιφάνειες της αναμονής

και ιδού εγένετο φως

ημέρα πρώτη και για πάντα,

Γιατί είναι αλήθεια πως ο θνητός ζει σε
Μία μέρα πάντοτε και είναι η ίδια μέρα

πρώτη

Της

Eκκίνησης του κόσμου από τις σκιώδεις
Στοές της επιθυμίας για απτότητα· είναι

ο σπασμός μιας ουράνιας σκέψης

για πρώτη φορά

σε σκεύος ανθρώπου ορατού

Στην επικράτεια αυτού του κόσμου που
Περιστρέφεται σαν υπνωτισμένος γύρω

από ήλιο αινιγματικό·

Του έλεγε, ενώ τα κερασένια χείλη της
Σφουγγίζαν την μύτη και τα χείλη του

Αφήνοντας τα υγρά ίχνη τους επί του
Προσώπου του, εκείνος δε την έσφιγγε

Στην αγκαλιά του τόσο περιπαθώς ώστε
Είχαν καταλήξει και οι δυο ομού σε ένα

φως

Που φώτιζε απλέτως στην άδεια πόλη
Ωσεί λύχνος στα σκοτάδια του χρόνου·

Υπάρχει η σαρκώδης νύχτα, του έλεγε,
Υπάρχει και η καλλίρρυθμος ημέρα, κι

ανάμεσά τους, Νάμας,

η καρδιά του απογεύματος

Όταν αυτό αποζητεί να συνθλίψει την
Ζωή σε έναν ωκεάνειο χυμό λαγνείας

Που νέμεται και πάλι η ζωή προς το
Όφελος ενός παγκόσμιου δοχείου

της μορφογένεσης των

ονείρων·

Του είπε ενώ κατασπάραζαν ο ένας το
Πρόσωπο του άλλου με τις φωτιές των

στομάτων τους

και με τρελλή βουλιμία

μέσ' από τα σωθικά τους,

Η δε νεαρή Ηλιονόη κάποια στιγμή
Βόγγηξε άγρια πάνω του σαν λέαινα

της ένωσης

Και

Σωριάστηκε επ'αυτού με τόση ξέπνοη
Γλυκύτητα έχοντας αδειάσει την υγρή

μυστική ευλογία της

επί του κόσμου·

Αγκαλιασμένοι εκεί εμείνανε για ώρα
Πολλή ακόμη, κι η νύχτα φοβούμενη

Να τους πλησιάσει

Μην και τυχόν επικαλύψει τις διακαείς
Αύρες των σωμάτων τους, πέρασε από

πάνω τους

τόσο ελαφρά

και έφυγε προς

Τα οικεία γνώριμα σκότη της ενός
Μυστηρίου, που κείται πάντοτε των

Ερωτικών περιπτύξεων της σάρκας
Αιέν παρακείμενο·

Να αναμένει κάτι, πάντοτε έδειχνε,
Από τους ανθρώπους

Την ιερή ανεμελιά τους έναντι των
Ουρανών

Σιωπηλά προσπερνώντας·