Saturday, July 2, 2011

OTTO DER GROßE

Όττο, αυτοί οι καιροί είναι σαν ένα
Κάστρο πάνω στο βουνό, όπου δεν

Κατοικεί πια κανείς εκτός απ'την ίδια
Την λήθη που φαντάζει αιώνια, τόσο

Που όταν το πρωινό φως επιστρέφει
Την επομένη ημέρα δεν πρόκειται να

Εύρει τίποτε περισσότερο από σωρούς
Σπασμένων περιστυλίων της ζωής στην

ερημωμένη αυλή

αυτού του αιώνα

Που είναι τόσο σκοτεινός όσο και μια
Σκέψη και τόσο φωτεινός όσο κι ένα

άγγιγμα·

Έλεγε η άχρονη σκιά πάνω από την
Κλίνη του αυτοκράτορα στην οπού ο

Ίδιος κείτο βαθειά κοιμισμένος ωσάν
Νεκρός· ωστόσο κάποτε στριφογύριζε

Ανήσυχος

Σαν να άκουγε κάποιες λέξεις που τονε
Καλούσαν να ξυπνήσει και ν' απωθήσει

άγνωστο εχθρό

που είχε πλησιάσει επικίνδυνα·

ο δε ύπνος του

Καθίστατο ολοένα πιο αγωνιώδης ενώ
Η πελώρια σκιά από πάνω του κάποια

στιγμή

Εφάνταζε πως στην πραγματικότητα
Δεν ήτανε περισσότερο απ' το αναίτιο

παιγνίδισμα

Του ολιγοστού φωτός των κεριών που
Είχαν μείνει αναμμένα όχι μακριά του

Με τις θέσεις των αντικειμένων μέσα
Στο δώμα· μην καταπαύοντας ωστόσο

να του

Μιλάει διόλου, μ' έναν τρόπο ο οποίος
Άλλοτ' έμοιαζε σωφρονιστικός και ανά

στιγμές

Τοσούτον απειλητικός με μένος υπόδηλο
Που έμοιαζε να έρχεται από μιαν αχανή

απόσταση στο χρόνο

πλήρως συσκοτισμένη

Μπορεί και από την γέννησή του ακόμα
Ή το σημείο του μέλλοντος θανάτου του·

Ώστε

Πιστεύεις στα σοβαρά, Όττο, ότι έγινες
Παγκόσμιος αυτοκράτορας χάρις σ' ένα

Κουρελόχαρτο που συνυπέγραψες μ' ένα
Ρεμάλι Πάπα έτοιμον κάθε στιγμή να σε

Προδώσει προς χάριν των ζωηρότευκτων
Μαγυάρων και του ασάλευτου μέσα στο

θεϊκό κουβούκλιο του ουρανού

Τσιμισκή,

Κάνεις λάθος, Όττο, λάθος, ιδέα δεν έχεις
Με ποιον συνάπτεις τούτη την συνθήκη,

έλεγε η σκιά

Και τα ολιγοστά κεριά τρεμοέπαιξαν ωσάν
Ψυχές που αναχωρούν από την ομιλία έως

Που έσβησαν· έχοντας καταλάβει τώρα όλο
Τον χώρο συνέχιζε να του μιλάει σαν να του

επετίθετο

Η πλέον φρεατώδης νύχτα του κόσμου που
Απείχε εξ αυτού όσο και ένα όνειρο απ' άλλο

Όνειρο στους κοιμισμένους του οφθαλμούς
Και όσο μια τυφλή επιθυμία κατάποσης του

σύμπαντος

Εκ της αβύσσου ενός παγκοσμίου νοός από
Την ελάχιστα υποψιασμένη θνητή αντίληψη·

Με αναγνωρίζεις Όττο; τον ρώτησε ξαφνικά
Και εκεί τα μάτια του αυτοκράτορα άνοιξαν

έντρομα

κι ο ίδιος πετάχτηκε από το κρεβάτι·

Μπροστά του φαινόταν μονάχα το ασθενικό
Ημίφως της πρώιμης πρωίας ενώ πάντων των

Γνωστών αντικειμένων του δώματος η τάξη
Έδειχνε μηδόλως διασαλευμένη· ακόμα και

τα κεριά παρέμεναν αναμμένα

μπροστά στο ισχνό αργόσυρτο

ηλιόφως

Που τρύπωνε θα 'λεγε κανείς διστακτικά
Στον χώρο τόσο,

Το εναπομείναν σκότος

του ηγεμόνος

Μην επιθυμώντας να συσκοτίσει
Έτι περισσότερο·