Friday, July 15, 2011

ΡΟΗ ΤΗΣ ΙΕΡΟΤΗΤΑΣ

Πάντοτε ο άνθρωπος θα είναι κάτι
Περισσότερο από τον εαυτό του και

κάτι λιγότερο

Από το άσωτο φως του, Ντβυς,

Και οι σκέψεις του, οι αναμνήσεις του
Οι πρωθύστερες προσδοκίες του από

την

Ετοιμότητα των καιρών, δεν είναι παρά
Λευκώματα φωτιάς σε ορατότητα μιας

παλιγγενεσίας

του πραγματικού,

Ότι σου λέγω πως η ζωή ποτέ δεν στέργει
Την λήθη κι ο θάνατος άλλο δεν κάνει απ'

Το να σφύζει από ζωή τα ομιχλώδη τοπία
Των γλυπτών ημερών στα μάτια μιας πιο

αθώας

ανθρωπότητας,

Ντβυς,

Ολισθαίνουμε διαρκώς στην πρωτοκαθεδρία
Του ονείρου, και μηδείς ο λαμβάνων ει μη ο

Θύων στην αγάπη τα σκύβαλα του χρόνου,
Ο που γνωρίζει πως οι απόβροχοι δρόμοι του

απογεύματος

Είναι

Μι' ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας ανάμεσα
Σε αυτόν και κάθε ετοιμόλογη ομορφιά του

πνεύματός του,

Ω Ντβυς, πόσο χρυσόπλεκτοι είναι οι ιστοί
Της μνήμης, πόσο σου λέγω, δεν μπορούν

Ποτέ να επιτρέψουν τις κατωφέρειες του
Ανώφελου σ΄εκείνα τα υψίγραμμα σκεύη

της χαράς

Ότε ο άνθρωπος δεν σημαίνει τίποτε άλλο
Παρά η λεία του εαυτού του· έλεγε εκείνο

Το απόμερο ληθαργικό απόγευμα η νεαρή
Νάκτια στον άνθρωπο που φάνταζε σα να

Μην έρχεται από κανένα αιώνα στην ορατή
Ζωή, παρεκτός μιας ιερής αναγκαιότητας

Που κάνει τον χρόνο να εκκλίνει πάντοτε
Από τον εαυτό του προς τα αχανή πελάγη

των αναλήψεων του έρωτα,

Όταν

Διψασμένα αποκαθηλώνει το πλήθος των
Μορφών του σύμπαντος σε έσχατες δύο,

ο άνδρας και η γυναίκα

στο παθιασμένο περίφωτο του επιθυμείν·

Κι εσύ Ντβυς,

Συνέχιζε να λέει η όμορφηΝάκτια, ενώ τα
Υπέροχα μάτια της φάνταζαν από μόνα

τους

Να φωτίζουν όλο το χώρο του δώματος
Με άρρητη ισχύ μαγεμένων αιώνων που

κείνται πάντα νωχελικά

στο ιώδες παρελθόν του νου

και έλυαν την σιωπή τους στα λόγια της,

Εσύ Ντβυς είσαι σαν ένα μελαγχολικό κερί
Καταμεσής του ανθρωπίνου πανδαιμονίου,

Και

Οι στάλες των στίχων σου που προσπίπτουν
Αργά στην τυφλή άσφαλτο της επιβίωσης

Σχηματίζουν στον δρόμο την φιγούρα ενός
Σκήπτρου το που μηδείς δύναται λαβείν ει

μη

εκείνος που γνωρίζει

Ότι ο κόσμος δεν είναι παρά μια πλεκτάνη
Χαράς στα απορημένα μάτια της βαθείας

νύχτας

των κύκλων των γεγονότων·

έλεγε

Και τα κατακόκκινα χείλη της έμοιαζαν με
Φλόγινες επί γης ανταύγειες ενός αγνώστου

ουρανού

Που σκέπει κάθε έξοδο απ' τον χρόνο προς
Την λαμπαδηδρομία των ψυχών στη νιότη

της οικουμένης·

Ουδείς γνωρίζει να χτίζει καλύτερα από σένα
Το μυθώδες του βιωτού, όμως είσαι γι' αυτό

και ανά στιγμή πάσα

μια εκκρεμότητα ηλιακής αβύσσου

στα απλανή βλέμματα των συνανθρώπων σου

Οι οποίοι δεν ξέρουν ακόμα πως να ξεφύγουν
Από τον κύκλο της φωτιάς σου, που ομοιάζει

Σαν άρση της ύπαρξης αυτής προς το όφελος
Μιας οιονεί απόκρημνης εορτής στα βράχια

της αιωνιότητας,

Ντβυς,

Είσαι για πάντοτε ο ωμός τυχοδιώκτης ενός
Φωσφόρου κόσμου που έως άρτι καραδοκεί

Στα περιθώρια των στιγμών, όταν οι φωνές
Μετεωρίζονται στο σκοτάδι και τα σώματα

Κινούνται ως τα ηλιοτρόπια στον ήλιο προς
Το ημίφως απτό της ερασμίας νύχτας των

υγροθύμων έσω ανθέων,

Και εσύ είσαι εκεί, όταν οι αιώνες έρχονται
Και φεύγουν· το όμμα της δημιουργίας θα

σε βρίσκει πάντοτε

στην ίδια θέση

Που κάθεσαι, να σκέπτεσαι την επομένη
Λιτανεία της μεταμόρφωσης στα γεμάτα

από αναρχία ζωής

καθιδρύματα του νόστου,

Έλεγε η Νάκτια, και οι απαλές σταγόνες
Της δροσιάς που επέρρεαν στα χείλη της

Έδειχναν σαν να λυμαίνονται τα λόγια της
Προς όφελος μιας ανώτερης αμεσότητας

του ζην,

Στην δε όλη διακριτική αχλύ της εσπέρας
Καθώς αυτή επισυσσώρευε φώτα ενύπνια

Στους ονειρικούς πληθυσμούς

Αιωρείτο ανέκαθεν μια βωβή ισχυοφάνεια
Ωσάν ήλιος μυστικός αμφοτέρων, και που

τους έκανε

Να μην φείδονται ποτέ μεταξύ τους

τις ακοίμητες ακτινοβολίες του έρωτα

Μέσα στους σκοτίους θόλους της ίδιας
Πάντα ύπαρξης λατρευτικής που κείτο

παραπλεύρως του μνημειώδους χάους

του καιρού τους·