Thursday, November 29, 2007

DER EWIGE ANSCHLUß


Μόλις εισέρχονταν οι ξενυχτισμένοι επιβάτες
Στο Μέγαρο των Τελετών πέφτανε μέσα στο

διαστρικό χάος

Ιπτάμενοι πλέοντας

καθιστοί ή όχι

Μέσα σε μια παράξενη ωμή ελευθερία
Η όλη έκταση του σύμπαντος όπως επίσης

και η φυσική χωρητικότητά του

Είχαν συμπεριληφθεί με τρόπο υποχωρητικό
Στα κάποια τετραγωνικά μέτρα του Μεγάρου

Ωστόσο ο περιορισμός του χώρου δεν υφίστατο
Επρόκειτο για ένα αγνό ανόθευτο σύμπαν

Παραδομένο στους επιβάτες που συζητούσαν
Μαγειρεύαν ή πηγαίναν στο σινεμά ή πλέναν

πιάτα

Ενώ στο κέντρο της οπτικής ευρίσκετο σαφώς
Μια γιγάντια ρουλέττα ωσάν γαλαξιακός ήλιος

Οι περιστροφές και οι βίαιες εκτινάξεις της
Πλατφόρμας της αναμοχλεύανε τον χώρο

Αναδιανέμοντας τη σύσταση των γεγονότων
Εκεί που λόγου χάριν δύο άνθρωποι έπαιζαν

τέννις

Μετά τον σάλο της περιστροφής ευρίσκοντο
Αλλού, όπως ας πούμε, στην Σουμάτρα

ταίζοντας χήνες

Ή έτεροι καθώς έμπαιναν στο μετρό
Εξέρχοντο από τον υπόνομο μετά τον

κολοσσιαίο τριγμό

της ρουλέττας

Ενώ γύρω σφυρίζαν ως εάν ήταν σφαίρες
Πυροβόλου οι πλανήτες σε σμίκρυνση,

Εμείς κερδίσαμε, λέγαν κάποιοι, εσείς όχι,
Οι δεύτεροι έφεραν σοβαρές αντιρρήσεις

Είναι προσωρινό, εντός ολίγου θα είμαστε
Στη θέση σας κερδισμένοι και εσείς χαμένοι,

Η πρόβλεψή των όχι σπάνια επιβεβαιωνόταν
Εγίνοντο με τη σειρά τους οι νέοι κατέχοντες

την ισχύ ενός δευτερολέπτου

το τελευταίο ήταν κρίσιμο

μα και εξαιρετικά σύντομο,

Εδώ σε αυτή την αίθουσα, έλεγε με καμάρι
Ο σφαιριστής-ποιητής Επιλήσμων Φωςς

Μπορείτε να δείτε το μοντέλο της δημιουργίας
Και τους έδειχνε ένα μαύρο ρολόι τοίχου

Στο οποίο η κάθε κίνηση του δευτερολεπτοδείκτη
Από την μία γραμμή στην άλλη ήταν και ένας

σφυγμός

Της ιδικής των αρτηρίας όπως επίσης και ένα
Ανοιγοκλείσιμο βλεφάρου ενός πελώριου

οφθαλμού

Που αγριοκοίταζε από τον καναπέ τον Φωςς
Είμαι συνταξιούχος οφθαλμός, βεβαίωσε,

Εξελήφθην κάποτε ως ο θεός μα όχι πλέον,
Η δε σπασμωδική τάση του να σύρει άνω κάτω

το βλέφαρό του

Οδήγησε κάποια στιγμή

Σε μια επιληπτική εξέγερση των μεν έναντι των δε
Σε κάθε περίπτωση η ισχύς του δευτερολέπτου

ήταν μεγάλη

Εκ της εξεγέρσεως το προκύψαν αποτέλεσμα
Ήταν ότι ο Φωςς συνέχιζε να μιλάει ακούραστος

Και εκ του χλωροφορμίου ακροατηρίου μονάχα
Η Αγαυή ντ'Αρμών τόλμησε θαρραλέα να τον

Αντικρούσει και να τον οικειοποιηθεί,
Είναι δικός μου ο Φωςς, είπε, δικός μου,

Οι δε αρμοί που συγκροτούσανε το σώμα της
Ήταν αυτοί οι κίονες του Μεγάρου των Τελετών,

Πρόκειται για την σπονδυλική από παλιά
Στήλη μυθολογική του Νέου Κόσμου του

προσφερομένου

ενώπιον σας,

εξήγησε ο Φωςς,

Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο όπου τα πάντα
Συσκοτίζονταν από καπνούς στην αίθουσα

Και εφάνηκε κάποια στιγμή πως η όλη δημιουργία
Και διαδρομή του κόσμου μέχρι τη προσωπική

συντέλεια του καθενός

Ελάμβανε χώρα σε αυτό το δευτερόλεπτο ακριβώς
Ο Επιλήσμων Φωςς παρέδωσε τότε το Μεγάρο

στα φώτα της δημοσιότητας

Οι υποψίες των δημοσιογράφων απέξω ότι αυτός
Ήταν ο εξ αρχής κόσμου άρχων του Μεγάρου

αυξάνονταν από το γεγονός πως

ήταν το δίχως άλλο

ο καλύτερος ηθοποιός στο κόσμο

Το δε αριστερό παπούτσι του ήταν κάπως στενό
Και κούτσαινε ελαφρώς

Κανείς δεν θέλησε ωστόσο να παρατηρήσει
Αυτήν την περιστασιακή χωλότητα

Η οποία καίτοι δρώσα

δεν ήταν όμως

Μήτε εκ γενετής μήτε επίκτητη



Πίνακες: Madeline von Foerster

Tuesday, November 27, 2007

Η ΗΡΕΜΗ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ


Ανοίγαν τα συρτάρια και βρίσκανε
Ψόφια πουλιά ο κόσμος είχε ήδη

Αρχίσει να χάνει τα χρώματά του
Ξεφτίζανε και πέφταν στα πρόσωπα

των ανθρώπων

Ώσπου κάποια στιγμή οι άνθρωποι γινόνταν
Πολύχρωμοι και το οπτικό πεδίο γύρω τους

Κατέρεε και καταντούσε ελεεινά ασπρόμαυρο,
Τι σημαίνει αυτό; ρωτήσαν οι παρευρισκόμενοι

Τον άνθρωπο των βροχών που έτρωγε τα νύχια του
Και γελούσε με δίχως ήχο από το στόμα του,

Και άηχα τους μίλησε τους εξηγούσε ότι τα
Πράγματα θα επέστρεφαν στη πρωταρχή τους,

Οι μνήμες θα αφανιζόνταν και όλες οι μορφές
Θα αποκαθηλώνονταν, θα φάνταζε σαν μια

αιφνίδια μετακόμιση

το όλο πράγμα,

έλεγε ο άνθρωπος των βροχών,

ενώ τα ψόφια πουλιά

είχαν ήδη σηκωθεί απ' τα συρτάρια

και πετούσαν,

Συνεπώς η απλοποίηση έχει αρχίσει, τους τόνισε,
Ενώ το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να

παράγουν φως

από την πλήρη κατάπτωση του κόσμου

να παράγετε φως, τους είπε,

Γύρισε και τους κοίταξε είχανε ήδη γίνει
Πολύχρωμα βιτρώ όλοι τους που σέρνονταν

Σαν πρωτοζωικές μορφές στον πλανήτη
Η τεράστια ακτινοβολία τους δεν εξέρχετο

από το ασταθές σώμα τους

Και ουδόλως επηρέαζε χρωματικά ή εκ φωτός
Την περιρρέουσα καταρροή του ορίζοντα

Κάποτε αυτά τα ζωντανά βιτρώ πέφταν
Και σπάγανε άηχα στο έδαφος

Τα εναπομείναντα κομμάτια μέναν εκεί

σιγηλά θραύσματα

μιας

Κατά τα άλλα έξυπνης απόπειρας διαφυγής
Που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί

ενώ τα ψόφια πουλιά πετούσαν ακόμη




Sunday, November 25, 2007

ΘΕΡΙΖΟΥΣΑ ΙΣΗΜΕΡΙΑ


Πηγαινοφέρναν σα τρελλοί από τον έναν
Θάλαμο στον άλλον τα λάφυρα του χρόνου

Απ' έξω η έκταση του κόσμου

ήταν αχανής

σαν χιλιάδες ωκεανοί

Την βλέπαν για λίγο από τα παράθυρα
Και ξαναμπαίναν μέσα

Οι ημέρες οι νύχτες και τα άστρα
Οι νοσοκομειακοί θάλαμοι τα μαγειρεία

Τα σημεία των ραντεβού και οι λόφοι
Κυκλοφορούσαν άναρχα γύρω

από το κτίσμα

Μπαίναν κάποια στιγμή μέσα
Οι άνθρωποι ήταν απησχολημένοι

καθίζαν τα λάφυρα στις

κρύπτες

Ενώ ωμό ωμό το πηχτό σκοτάδι
Σα σκεφτική θάλασσα ανέβαινε

τα πατώματα

ένα ένα

Κραυγάζαν ηλί και ξενυχτούσαν άσκοπα
Στα φέρετρα που ανοίγαν υπήρχε μόνο

ελεφαντόσκονη

Ενώ από το λίβινγκ-ρουμ γαυγίζαν με τις μάσκες
Οι υποψήφιοι ένοικοι μελλοντικοί νυκτοδείκτες

Και από το ασανσέρ έβγαιναν οι άνθρωποι ενήλικες
Και μπαίναν μέσα του νεοσσοί την ίδια στιγμή

Και ωμό ωμό το πηχτό σκοτάδι
Σαν μαύρος θεός ανέβαινε τα πατώματα

ένα ένα




**********************************************************
Με το παρόν ποίημα τελειώνει η ποιητική ενότητα "Η Βίβλος των Νεκρών" (25 ποιήματα).

Friday, November 23, 2007

LES HEURES AVEUGLES DE L' ANTICIPATION


Στο Μύνστερ την ίδια μέρα κάθε χρόνο
Ο χρόνος σταματούσε, οι άνθρωποι

γελούσαν παγωμένοι

πετούσαν αναίσθητοι και

αποσύρονταν στις αποθήκες

Η πόλη γινόταν αίμα, έτρεχε να κρυφτεί
Κι οι επιζήσαντες εκ των αναβαπτιστών

από τη μεγάλη εξέγερση

Κοιμόνταν στο χώμα με μια νηστική προφητεία
Στο λαιμό, γυρνούσαν απ' την άλλη πλευρά

και ξανακοιμόνταν

ενώ τα όνειρά τους

τροχίζονταν στη φλόγα

Και καταμεσής της μεγάλης φυγής
Ορθωνόταν ο πύργος του χρόνου

με τα παράθυρα

κλειστά

Ψυχή δεν φαινόταν να κατοικεί εκεί
Απ' έξω οι άνθρωποι μαζευόνταν και

πετούσαν

πέτρες

Κάποια έσπαζε το παράθυρο και έμπαινε μέσα,
Δεν είναι κανείς εκεί λέγαν ποιος ξέρει πού

θα έπεσε η πέτρα,

Παρ' ολ' αυτά δεν φεύγαν περιμέναν
Με μάτια βαθύγονα και βήμα ασταθές

Μετά από μια ώρα η πέτρα πεταγόταν έξω ξανά
Δεν είναι σίγουρο κατά πόσο την σφενδόνιζε

χέρι ανθρώπινο

ή μη

Και καθόλου βέβαιο

Αν ο πύργος υπήρχε πραγματικά
Ή ήταν μια παραίσθηση που την

έστελνε

ο ίδιος

Μα προπαντός ήταν αδύνατον να εξακριβωθεί
Αν το πλήθος των χαμένων ανθρώπων

Έβρισκε μετά το πέρας της ημέρας αυτής
Τον προορισμό του στην καθημερινότητα

Κυκλοφορούσαν στο δρόμο συνεχώς
Με μια υποψία ανατροπής

Κάποτε σκοντάπταν και πέφταν ιλιγγιωδώς
Σε μια θεϊκή άβυσσο, - και την ιστορία την

έγραφαν μόνον

οι θλιβερά λαμπροί εναπομείναντες




Wednesday, November 21, 2007

ΔΥΟ ΞΕΦΩΤΑ



Μια από τις μεγαλύτερες βιολονίστριες της εποχής μας (Sylvia Marcovici) , εδώ στο φινάλε της "Ισπανικής Συμφωνίας" του Edouard Lalo, έργο ιδιαίτερα αγαπητό στους βιρτουόζους του βιολιού.




Όταν ο μαέστρος (Claudio Abbado) είναι εμπνευσμένος, ο σολίστ (Alfred Brendel) κορυφαίος και η ορχήστρα (Lucerne Festival Orchestra) αμίμητη...

Monday, November 19, 2007

ΕΠΙΣΚΕΥΗ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ


Τα φωτεινά κοιτάσματα του άγριου κόσμου
Σπάνια εντοπίζονταν από τους νεόκοπους

στην ύπαρξη

Το βαγόνι του τραίνου που τους μετέφερε
Περνούσε δίπλα από αρχαίες νύχτες

μεγαλειώδεις σε ομορφιά

Κρυμμένες πίσω από ένα λεπτό πέπλο ομιλίας
Οι πρωτοερχόμενοι δεν μπορούσαν να το

αποσύρουν

δια των λέξεων

Ήταν καταδικασμένοι μιλώντας να το κρύβουν
Αχνά και πού κατά το τρίξιμο των συρμών

υποψιάζονταν

το φως

Όμως το τραίνο βρισκόταν μακριά στον ορίζοντα
Και οι αλλόκοτοι ψίθυροι πίσω του­ αυξανόνταν

Θα φτάσει στο προορισμό του, λέγαν τα λόγια,
Δεν θα φτάσει, αντιλέγαν τα ίδια, και συνεχώς

Έλιωνε ο κόσμος και γινόταν χάρτης ανάγλυφος
Τον έπαιρνε στα χέρια του ο άνθρωπος του γραφείου

Και μελετούσε τις διαδρομές

Το χτύπημα στην πόρτα ποτέ δεν το άκουγε
Το τηλέφωνο ποτέ δεν το σήκωνε

Όμως στα όνειρα του κατόρθωνε ο νεκρός μάγος
Να τον επισκέπτεται, Τζόναθαν, του έλεγε καθώς

Του έδειχνε τα κτερίσματα της λέξεως θλίψη,
Ο χάρτης που διαβάζεις δεν είναι σωστός

Τα λέει όλα λάθος, πρώτον είναι ανάγλυφος
Και όχι χάρτινος και δεύτερον όταν φυσάει

Τα φύλλα των δέντρων του δεν κουνιούνται
Είναι όλα λάθος, Τζόναθαν, επαναλάμβανε

Ο νεκρός μάγος, ενώ το φως του αναμμένου
Λαμπτήρα στο κομοδίνο είχε ήδη γίνει

στην ονειρική επικράτεια

Ένας ακλόνητος αδιάψευστος ήλιος




***************************************************************
Με το παρόν άρχεται και μια νέα ποιητική ενότητα που φέρeι τον τίτλο "Τοτέμ".

Saturday, November 17, 2007

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ


Ο πληθυσμός ήταν πεσμένος στο δρόμο
Και ο γερανός του χρόνου περνούσε και

τους μάζευε

έναν έναν,

Εορτάζουμε σήμερα την επέτειο,
Λέγανε μισοψυχώντας κλείνοντας

το μάτι

στα σύννεφα

Και αργοκινώντας παιδικούς μύλους
Στα χέρια τους, - είμαστε το δίχως άλλο

Στη πρωτοκαθεδρία του αιώνα, συνέχιζαν,
Και γι' αυτό είναι καλύτερο να είμαστε

ριγμένοι

κατά γης

να μην φαινόμαστε και τόσο

Διότι εν πλήρη εαυτού υψώσει το τίποτα
Κοιτώντας αριστερά χίλιες φορές το τίποτα,

Επί δεξιά στρεφόμενοι μόνον τα γνωστά
Και γυρνώντας προς τα πίσω βλέπουμε

μονάχα

αυτό που όπως και να 'χει

φαντάζει ακατανόητο

Ενώ ατενίζοντας το εμπρόσθιο μέλλον
Απλά βαριόμαστε και λέμε ωσαννά

Προς κάθε φυγόδικο της δικής μας ιστορίας
Την που ποτέ έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε,

κατέληγαν εν χαρωπή εκστάσει

ενώ ήδη έβρεχε

Κι ο γερανός προσπαθούσε να ξεκολλήσει
Με επιμονή έναν από την άσφαλτο,

εγέρθητι, του έλεγε,

τίποτα αυτός

Η αποκόλληση δεν ήταν δυνατή

Επί πολλές ώρες οι προσπάθειες
Των συνεργείων μαίνονταν

για τον επαναπροσδιορισμό




Friday, November 16, 2007

Η ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ


Τους ήταν αδύνατον να θυμηθούν
Ποιος ο σκοπός της συνέντευξης,

Και όμως, αν μη τι άλλο θα 'πρεπε
Να θυμάστε για ποιο λόγο ήρθατε

εδώ,

Απετάθη ο ερωτών στον καλεσμένο,
Όχι δεν θυμάμαι ειλικρινά, του είπε

αυτός,

Δυστυχώς ούτε κι εγώ , είπε ο ερωτών,
Ωστόσο πρέπει να συνεχίσω τις

ερωτήσεις,

Ο δε καλεσμένος τον άκουγε μαγεμένος
Το γεγονός της αφαίρεσης του

συμβάντος

Από την ιστορία δεν του περιέσπασε
Την ισχυροτάτη έλξη για τη πιθανώς

μεγάλη τύχη

Που τον ανέμενε, είμαι στη διάθεσή σας
Είπε στον ερωτώντα, πείτε μου

παρακαλώ,

Ίσως αν αναπολήσουμε το παρελθόν
Υπάρχει μία πιθανότητα να θυμηθούμε

δεν νομίζετε;

Μάλλον αυτό είναι το τέλος του κόσμου,
Ήρθε η απάντηση από την άλλη πλευρά,

κι αν όχι το

τέλος

τότε σίγουρα η αρχή του,

Όμως ο ερωτών φαινόταν καθαρά
Πως ήταν προβληματισμένος

Κοιτούσε τον καλεσμένο στα μάτια
Με ένα ύφος εξεταστικό ως εάν

Ο δεύτερος ήταν κάποιος απρόσκλητος
Σφετεριστής της μοίρας ο φέρων το

μεγάλο θράσος

Ν' απαιτήσει περιοχές έξω από τη νόμιμη
Δικαιοδοσία του, του φάνηκε δε για μια

στιγμή

Πώς καθόταν εκείνος στην καρέκλα
Της εξουσίας κι όχι αυτός, όχι όχι

δεν μπορώ

να θυμηθώ,

Κατέληξε, ας σταματήσουμε εδώ τη
Συνέντευξη, πρότεινε τελικά,

Παρ' όλ' αυτά

Ήταν φανερό

Πως και οι δύο θα κατέβαλαν επί μακρόν
Επίπονες προσπάθειες να θυμηθούν

Κοιτούσαν με ελπίδα

ο ένας τον άλλον

Και ίσως και με κάποια αμοιβαία κατανόηση
Αν και

δεν είναι σίγουρο αυτό






Wednesday, November 14, 2007

ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ


Οι υπηρέτες πηγαινοέρχονταν απαύστως
Με τους δίσκους να φέρουν αντί για ποτά

αίματα

Και με την φλόγα στο μέτωπο να χοροπηδάει
Ενώ οι όψεις των καλεσμένων ήταν ήδη μάσκες

πέτρινες

Τα στόματα αργά με δυσκολία κινούνταν
Και οι συλλαβές κάνανε φπαφ! και φεύγαν

αίφνης

σαν τα πώματα των μπουκαλιών

Ενώ από δίπλα ξεχειλίζαν οι κρουνοί των
Ορέων και πλημμυρίζαν τον χώρο

με μολυβένιο νερό,

Παρατηρώ ότι το φυσικό τοπίο συνεπλάκη
Με την σάλα της δεξίωσης, ομολόγησε

ο άρχων της εορτής,

Τούτο μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα
Είτε βρισκόμαστε όλοι ενώπιον μιας

μαζικής

παραίσθησης

Είτε η ανωμαλία λαμβάνει χώρα πραγματικά
Και συνεπώς η προέκταση της συγκέντρωσης

είναι ένα μη αναμενόμενο συμβάν

Φαίνεται πως ο όλος πάταγος

Κατά κάποιο τρόπο ανεπίγνωστο προσέλκυσε
Το ενδιαφέρον της παρακειμένης φύσεως

Η αταραξία μας βεβαίως είναι δεδηλωμένη
Της όλης αναμόχλευσης δεν πρόκειται

να μετέχουμε

ακριβώς όμως γι'αυτό

μετέχοντας,

Οι καλεσμένοι τον άκουγαν μάλλον αδιάφορα
Ενώ η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα

αναπαυτικά καθίσματα

και τις φυλλωσιές

δεν ήταν καθόλου ευδιάκριτη

Ίσως ούτε πλέον και επιθυμητή

Η σύνολη πομπή του Διονύσου κατευθυνόταν
Με ρυθμό περιστροφικό άμα τε και αβέβαιο

προς το βουνό

Στις σκοτεινές αφετηρίες μιας αρχής ήρεμης
Που έως σήμερα παραφυλάει ενεδρεύοντας

αμίλητη και βέβαιη

Την οικειοθελώς παραδιδομένη εξουσία
Πλήρως αποδεχόμενη, και την μετάβαση

από κόσμο σε κόσμο

Οδηγώντας

Σε ένα λειτουργικό ευχάριστο αδιέξοδο
Στο ίδιο από παλιά εύχρηστο αδιέξοδο

Σε μια κλειστή αθέατη στροφή της Ιστορίας

για άλλη μια φορά


Monday, November 12, 2007

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΟ ΜΥΝΣΤΕΡ


Νωρίς εκ της εγέρσεως του φωτός
Οι κάτοικοι του Μύνστερ γκρεμίζαν

Τις οικίες ξηλώναν τα πλακόστρωτα
Και βογγούσαν στον ουρανό με τις

σάλπιγγες

Η αναταραχή υπήρξε τόσο μεγάλη
Που οι υπαίθριοι πωλητές πωλούσαν

κεφαλές

Aπλωμένες στους πάγκους

Από πάνω ο ουρανός χασμουριόταν
Το αρχαίο στόμα του πανάθλια ανοιχτό

Ενώ στη κεντρική πλατεία της πόλης
Οι τελώνες και οι πόρνες στήνανε

χορό

Τραγουδούσαν με σπασμένα στόματα
Οι φθόγγοι βγαίναν συγχυσμένοι

Γκρεμίζονταν

Πέφτοντας στο έδαφος ήταν χαλασμένα άστρα
Κάποιο παιδί περνούσε από κει

Μάζευε ένα και το φύτευε σε ένα χωράφι
Μίλια έξω μακριά από τη πόλη

Τη νύχτα το άστρο παραμιλούσε,
Λουφτ, Λουφτ, έλεγε στο παιδί,

Βγάλε με από δω

Πρέπει να πάω να αγοράσω σπίτι
Για να μείνω, ν' ανάψω τα ξύλα

να ζεσταθώ

και να κοιμηθώ,

Το παιδί άκουγε το φυτευμένο άστρο
Μα δεν κινούσε να το ελευθερώσει

Η ασυνεννοησία ήταν πλήρης,

Μην κάθεσαι βγάλε με από δω,
Συνέχιζε κωμικά η θαμμένη φωνή,

Πρέπει ακόμη να βγω από το σπίτι
Και να πάω ν'αγοράσω τρόφιμα

για το χειμώνα

Όπως επίσης και καινούργια έπιπλα
Έχω ήδη αργήσει, για κάνε τον κόπο

να με βοηθήσεις,

Και ολοένα βάθαινε απότομα η φωνή
Του άστρου σαν γκρεμός στα μηνίγγια

Και το μικρό παιδί άκουγε σαστισμένο
Κάποια στιγμή κίνησε να φύγει έντρομο

Νόμισε πως άκουγε τη φωνή του παππού του
Που αν και απείχε λίγο από το ικρίωμα

ήταν ωστόσο ζωντανός

ακόμα



Saturday, November 10, 2007

ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ


Στην άκρη του νήματος υπήρχαν μόνον
Οι πολιτείες, ενώ καθ' όλη την έκτασή του

οι αδύναμοι ψίθυροι

μιας παράλληλης

δημιουργίας

Δεν μπορούσαν να την διακρίνουν εύκολα
Δίπλα στην επίσημη κτίση, οι ελεγκτές

χάναν τη ψυχραιμία τους

γρήγορα

Και εντός των πολιτειών οι άνθρωποι
Φαινόνταν να περπατάνε αργά

Κάποια στιγμή η επιβράδυνση ήταν τόση
Που σωριάζονταν βαρειά στους δρόμους

σε ένα είδος θανάτου

Τους μεταφέραν παγωμένους στα πάρκα
Και από κει τους αφήναν να κατρακυλήσουν

στο κόσμο

Στην περιστροφή τους γινόνταν κτίρια
Και δρόμοι και πλατείες και νέα πάρκα

Ολόκληρη η πόλη ήταν από παλιά
Χτισμένη με ανθρώπινο υλικό

Και ήταν αδύνατον να την γκρεμίσουν
Χωρίς να διαπράξουν μια μικρή

γενοκτονία

Τις νύχτες στέναζαν οι τοίχοι και
Ζητούσαν φωτιά απ' τους περαστικούς,

Τι ώρα είναι, τους ρωτούσαν, είναι πρωί

είναι βράδυ μήπως;

Ρωτάμε, ρωτάμε έλεγαν,
Γιατί

Πρέπει να πάμε να κοιμηθούμε κάποτε




Wednesday, November 7, 2007

Η ΚΥΚΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ


Τα πράγματα ως έχουν αυτή τη στιγμή
Δεν μας ικανοποιούν, ανακοίνωναν

κατά τη διάρκεια

των γευμάτων,

Συνεπώς θα τα μετατοπίσουμε και τις
Θέσεις των θα αλλάξουμε έτσι ώστε

Μια πληρεστέρα χαρά εξ αυτών
Να λάβουμε, συμπλήρωναν σπεύδοντας

να αφήσουν το τραπέζι

Και να επαναπροσδιορίσουν τον κόσμο
Οι μετατοπίσεις των αντικειμένων

ήταν το μάλλον ηχηρές

Η δε προσμονή του καλύτερου αποτελέσματος
Δεν τους εγκατέλειπε καθ'όλη τη διάρκεια

της επιχειρήσεως

Αλλάξανε τις θέσεις των μαχαιροπήρουνων
Εξέτρεψαν τη γη από τη πορεία της

Αλλάξανε ρούχα

Αλλάξαν κανάλι στην τηλεόραση
Όπως επίσης και το σύνταγμα

Χτίσανε φυλακές και εικονοστάσια
Καθώς και αίθουσες συναυλιών

Ενώ απ το ταβάνι έσταζε ο ιδρώτας

του ουρανού,

Προσπαθούμε, λέγανε, προσπαθούμε σκληρά
Η νέα εικόνα του κόσμου θα είναι το

κάτι άλλο

καθήστε και θα δείτε

μην φεύγετε ακόμα,

Εκ δεξιών και αριστερών οι λοιποί
Παρακολουθούσαν με τα στόματα ανοιχτά

Και παρότι τα πράγματα είχαν ήδη ικανώς
Μετατοπισθεί εντούτοις η νέα διάταξη

φαινόταν πως ένα καινούργιο

κλέος

Στον χώρο δεν προσέδιδε

Η όλη περιρρέουσα εκκρεμότητα
Της αναμενόμενης αίγλης που δεν

φάνηκε

Δεν κατέστη δυνατόν να διευθετηθεί
Με τρόπο σίγουρο και ασφαλή

Αν και τα παράπονα εκ του πλήθους
Των ορώντων ήταν ανύπαρκτα

όπως βέβαια και οι έπαινοι

Και η νέα ρυμοτομία θα πρέπε να εξαντλήσει
Το μάκρος των ημερών των επερχομένων

Οι δε ημέρες ωστόσο

Δεν ήταν καθόλου σαφές αν θα 'πρεπε
Την καθ'όλα νέα διάταξη των υλικών

να συνυπολογίσουν

στην σιωπηλή τροχιά τους

γύρω από τον εαυτό τους

Απρόσωπες και αιωνόβιες στην περιφορά τους
Μεγαλομνήμονες και πάντα δασώδεις

επέστρεφαν συνεχώς

στην μεγάλη αρχή του χρόνου


Monday, November 5, 2007

Ο ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΚΟΣΜΟΣ


Στην διαδρομή από Μύνστερ προς Παράδεισο
Και από κει καταβαίνοντας προς την Κόλαση

τα εργαστήρια ήταν φωταγωγημένα

Στα περίχωρα της πόλης οι ονομαστοί τεχνίτες
Σφυροκοπούσαν τα εκμαγεία της άνοιξης

Σε ήχους εγχόρδων και σε πίνακες μα και σε
Ωμό πηλό, ενώ οι κυράδες τραγουδούσαν με τα

λαούτα

Μια σκοτεινή μπαλλάντα για τους νεκρούς
Του προηγουμένου θέρους, δεν παύανε

το τραγούδι τους

μέχρι που νύχτωνε

Και μια τεράστια θάλασσα από δίχτυ
Απλωνόταν στο κόσμο παγιδεύοντας

τους ανθρώπους,

Λέρνικ, λέγανε στο νυχτοφύλακα, το πρωί
Θα σε βρει τεμαχισμένο σε χίλια φώτα

Ενωμένο με τον ήλιο να σιωπάς έχοντας
Ήδη περάσει στην άλλη πλευρά, Λέρνικ,

Το όνειρο του κόσμου δεν είναι το δικό σου
Όνειρο, και συ μαγεμένος από το σκοτάδι τους

Φυλάς την τιτανική τους έξαψη όταν αυτοί
Χτίζουν μια σκαλωσιά για τους αιώνες

Όμως δες, τραγουδούσαν με τα λαούτα τους
Οι ξαφνικά ασημοφώτιστες κυράδες

του Μύνστερ,

Το δίχτυ απλώνεται πάνω μας σαν σκεπή
Και το κινούμε όλοι μαζί με την κάθε μία

σκέψη

που κάνουμε

χωρίς να το γνωρίζουμε

Και το ανέμισμά του στην χρυσοκίτρινη
Νύχτα που ολόκληρη εγείρεται σαν μια

πεταλούδα

αφής

Δεν είναι για σένα, εσύ ποτέ δεν ήρθες
Δεν μέλλεις να φύγεις είσαι ένα

φάντασμα

Λέρνικ,

Λέγανε στον πεθαμένο καθώς τον
Ετοιμάζαν να τον διώξουν

Ενώ οι άσπιλοι ήχοι από τα εργαστήρια
Που τόσο αυστηρά προσαρμόζανε

το άπειρο

Σε μια ορατή τελετή για τους ανθρώπους
Του έδειχναν την οδό διαφυγής

Απ' τον κόσμο στον κόσμο ξανά

Όμως παρ'ολ'αυτά χτυπούσε
Όλη τη νύχτα ο νεκρός τις πόρτες

από πάνω

ήταν έξαλλος

δεν έβλεπε φως μέσα στο δώμα




Saturday, November 3, 2007

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Την ημέρα εκείνη η γη θα σταματούσε
Το λέγαν ψιθυριστά στις εκκλησίες

κάπως δυνατότερα

στα προαύλια των σχολείων

Οι άνθρωποι στα καταστήματα
Αγοράζαν χιτώνες και αμύγδαλα

ενώ ο ήλιος έδυε μονίμως

και οι πρώτες μορφές

που άρχισαν να προβάλλουν

στη πόλη

Δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν
Την νεόκοπη κοσμογονία

Δειλά δειλά αγγίζαν ο ένας τον άλλον
Και γυρνούσαν αμέσως να κοιτάξουν

το χώρο γύρω τους

Τους βρίσκαν συνεχώς κλεισμένους
Στα γκαράζ άγνωστο πώς εμφανίστηκαν

στο κόσμο

Και τα ντροπαλά γελάκια που ακούγονταν
Απ'τις γωνίες δεν ήταν πολλά ήταν όμως

καθοριστικά

Βυθίζανε τα πάντα ξανά σε μια ανεπίσημη
Παιδική ηλικία, η μνήμη στη βροχή

Και οι στάλες της δροσιάς επάνω στα κλαριά
Ακινητοποιημένες παρακολουθούσαν

Και οι πινακίδες στο δρόμο ήταν τα
Καρφωμένα σκεπτικά παιδιά του θεού

Οι εναπομείναντες εκ των παλαιών ανθρώπων
Λέγεται πως δεν βιάζονταν να αναχωρήσουν

δεν απηύθυναν όμως

ούτε μια λέξη

στους νεοφερμένους

Εκεί το σκηνικό πάγωσε ως την αιωνιότητα
Μονίμως κάποιοι έρχονταν και κάποιοι

έφευγαν

Δεν υπήρξε ούτε ένα λεπτό γραμμικής ζωής
Στον κόσμο

Και στο βάθος του ορίζοντα

πάντοτε

μια φυγή κακού