Saturday, November 17, 2007

Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ


Ο πληθυσμός ήταν πεσμένος στο δρόμο
Και ο γερανός του χρόνου περνούσε και

τους μάζευε

έναν έναν,

Εορτάζουμε σήμερα την επέτειο,
Λέγανε μισοψυχώντας κλείνοντας

το μάτι

στα σύννεφα

Και αργοκινώντας παιδικούς μύλους
Στα χέρια τους, - είμαστε το δίχως άλλο

Στη πρωτοκαθεδρία του αιώνα, συνέχιζαν,
Και γι' αυτό είναι καλύτερο να είμαστε

ριγμένοι

κατά γης

να μην φαινόμαστε και τόσο

Διότι εν πλήρη εαυτού υψώσει το τίποτα
Κοιτώντας αριστερά χίλιες φορές το τίποτα,

Επί δεξιά στρεφόμενοι μόνον τα γνωστά
Και γυρνώντας προς τα πίσω βλέπουμε

μονάχα

αυτό που όπως και να 'χει

φαντάζει ακατανόητο

Ενώ ατενίζοντας το εμπρόσθιο μέλλον
Απλά βαριόμαστε και λέμε ωσαννά

Προς κάθε φυγόδικο της δικής μας ιστορίας
Την που ποτέ έτσι κι αλλιώς δεν είχαμε,

κατέληγαν εν χαρωπή εκστάσει

ενώ ήδη έβρεχε

Κι ο γερανός προσπαθούσε να ξεκολλήσει
Με επιμονή έναν από την άσφαλτο,

εγέρθητι, του έλεγε,

τίποτα αυτός

Η αποκόλληση δεν ήταν δυνατή

Επί πολλές ώρες οι προσπάθειες
Των συνεργείων μαίνονταν

για τον επαναπροσδιορισμό