Monday, November 12, 2007

Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΟ ΜΥΝΣΤΕΡ


Νωρίς εκ της εγέρσεως του φωτός
Οι κάτοικοι του Μύνστερ γκρεμίζαν

Τις οικίες ξηλώναν τα πλακόστρωτα
Και βογγούσαν στον ουρανό με τις

σάλπιγγες

Η αναταραχή υπήρξε τόσο μεγάλη
Που οι υπαίθριοι πωλητές πωλούσαν

κεφαλές

Aπλωμένες στους πάγκους

Από πάνω ο ουρανός χασμουριόταν
Το αρχαίο στόμα του πανάθλια ανοιχτό

Ενώ στη κεντρική πλατεία της πόλης
Οι τελώνες και οι πόρνες στήνανε

χορό

Τραγουδούσαν με σπασμένα στόματα
Οι φθόγγοι βγαίναν συγχυσμένοι

Γκρεμίζονταν

Πέφτοντας στο έδαφος ήταν χαλασμένα άστρα
Κάποιο παιδί περνούσε από κει

Μάζευε ένα και το φύτευε σε ένα χωράφι
Μίλια έξω μακριά από τη πόλη

Τη νύχτα το άστρο παραμιλούσε,
Λουφτ, Λουφτ, έλεγε στο παιδί,

Βγάλε με από δω

Πρέπει να πάω να αγοράσω σπίτι
Για να μείνω, ν' ανάψω τα ξύλα

να ζεσταθώ

και να κοιμηθώ,

Το παιδί άκουγε το φυτευμένο άστρο
Μα δεν κινούσε να το ελευθερώσει

Η ασυνεννοησία ήταν πλήρης,

Μην κάθεσαι βγάλε με από δω,
Συνέχιζε κωμικά η θαμμένη φωνή,

Πρέπει ακόμη να βγω από το σπίτι
Και να πάω ν'αγοράσω τρόφιμα

για το χειμώνα

Όπως επίσης και καινούργια έπιπλα
Έχω ήδη αργήσει, για κάνε τον κόπο

να με βοηθήσεις,

Και ολοένα βάθαινε απότομα η φωνή
Του άστρου σαν γκρεμός στα μηνίγγια

Και το μικρό παιδί άκουγε σαστισμένο
Κάποια στιγμή κίνησε να φύγει έντρομο

Νόμισε πως άκουγε τη φωνή του παππού του
Που αν και απείχε λίγο από το ικρίωμα

ήταν ωστόσο ζωντανός

ακόμα