Tuesday, November 27, 2007

Η ΗΡΕΜΗ ΣΥΝΤΕΛΕΙΑ


Ανοίγαν τα συρτάρια και βρίσκανε
Ψόφια πουλιά ο κόσμος είχε ήδη

Αρχίσει να χάνει τα χρώματά του
Ξεφτίζανε και πέφταν στα πρόσωπα

των ανθρώπων

Ώσπου κάποια στιγμή οι άνθρωποι γινόνταν
Πολύχρωμοι και το οπτικό πεδίο γύρω τους

Κατέρεε και καταντούσε ελεεινά ασπρόμαυρο,
Τι σημαίνει αυτό; ρωτήσαν οι παρευρισκόμενοι

Τον άνθρωπο των βροχών που έτρωγε τα νύχια του
Και γελούσε με δίχως ήχο από το στόμα του,

Και άηχα τους μίλησε τους εξηγούσε ότι τα
Πράγματα θα επέστρεφαν στη πρωταρχή τους,

Οι μνήμες θα αφανιζόνταν και όλες οι μορφές
Θα αποκαθηλώνονταν, θα φάνταζε σαν μια

αιφνίδια μετακόμιση

το όλο πράγμα,

έλεγε ο άνθρωπος των βροχών,

ενώ τα ψόφια πουλιά

είχαν ήδη σηκωθεί απ' τα συρτάρια

και πετούσαν,

Συνεπώς η απλοποίηση έχει αρχίσει, τους τόνισε,
Ενώ το μόνο που έπρεπε να κάνουν ήταν να

παράγουν φως

από την πλήρη κατάπτωση του κόσμου

να παράγετε φως, τους είπε,

Γύρισε και τους κοίταξε είχανε ήδη γίνει
Πολύχρωμα βιτρώ όλοι τους που σέρνονταν

Σαν πρωτοζωικές μορφές στον πλανήτη
Η τεράστια ακτινοβολία τους δεν εξέρχετο

από το ασταθές σώμα τους

Και ουδόλως επηρέαζε χρωματικά ή εκ φωτός
Την περιρρέουσα καταρροή του ορίζοντα

Κάποτε αυτά τα ζωντανά βιτρώ πέφταν
Και σπάγανε άηχα στο έδαφος

Τα εναπομείναντα κομμάτια μέναν εκεί

σιγηλά θραύσματα

μιας

Κατά τα άλλα έξυπνης απόπειρας διαφυγής
Που δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί

ενώ τα ψόφια πουλιά πετούσαν ακόμη