Monday, November 5, 2007

Ο ΕΚΚΡΕΜΗΣ ΚΟΣΜΟΣ


Στην διαδρομή από Μύνστερ προς Παράδεισο
Και από κει καταβαίνοντας προς την Κόλαση

τα εργαστήρια ήταν φωταγωγημένα

Στα περίχωρα της πόλης οι ονομαστοί τεχνίτες
Σφυροκοπούσαν τα εκμαγεία της άνοιξης

Σε ήχους εγχόρδων και σε πίνακες μα και σε
Ωμό πηλό, ενώ οι κυράδες τραγουδούσαν με τα

λαούτα

Μια σκοτεινή μπαλλάντα για τους νεκρούς
Του προηγουμένου θέρους, δεν παύανε

το τραγούδι τους

μέχρι που νύχτωνε

Και μια τεράστια θάλασσα από δίχτυ
Απλωνόταν στο κόσμο παγιδεύοντας

τους ανθρώπους,

Λέρνικ, λέγανε στο νυχτοφύλακα, το πρωί
Θα σε βρει τεμαχισμένο σε χίλια φώτα

Ενωμένο με τον ήλιο να σιωπάς έχοντας
Ήδη περάσει στην άλλη πλευρά, Λέρνικ,

Το όνειρο του κόσμου δεν είναι το δικό σου
Όνειρο, και συ μαγεμένος από το σκοτάδι τους

Φυλάς την τιτανική τους έξαψη όταν αυτοί
Χτίζουν μια σκαλωσιά για τους αιώνες

Όμως δες, τραγουδούσαν με τα λαούτα τους
Οι ξαφνικά ασημοφώτιστες κυράδες

του Μύνστερ,

Το δίχτυ απλώνεται πάνω μας σαν σκεπή
Και το κινούμε όλοι μαζί με την κάθε μία

σκέψη

που κάνουμε

χωρίς να το γνωρίζουμε

Και το ανέμισμά του στην χρυσοκίτρινη
Νύχτα που ολόκληρη εγείρεται σαν μια

πεταλούδα

αφής

Δεν είναι για σένα, εσύ ποτέ δεν ήρθες
Δεν μέλλεις να φύγεις είσαι ένα

φάντασμα

Λέρνικ,

Λέγανε στον πεθαμένο καθώς τον
Ετοιμάζαν να τον διώξουν

Ενώ οι άσπιλοι ήχοι από τα εργαστήρια
Που τόσο αυστηρά προσαρμόζανε

το άπειρο

Σε μια ορατή τελετή για τους ανθρώπους
Του έδειχναν την οδό διαφυγής

Απ' τον κόσμο στον κόσμο ξανά

Όμως παρ'ολ'αυτά χτυπούσε
Όλη τη νύχτα ο νεκρός τις πόρτες

από πάνω

ήταν έξαλλος

δεν έβλεπε φως μέσα στο δώμα