Friday, November 23, 2007

LES HEURES AVEUGLES DE L' ANTICIPATION


Στο Μύνστερ την ίδια μέρα κάθε χρόνο
Ο χρόνος σταματούσε, οι άνθρωποι

γελούσαν παγωμένοι

πετούσαν αναίσθητοι και

αποσύρονταν στις αποθήκες

Η πόλη γινόταν αίμα, έτρεχε να κρυφτεί
Κι οι επιζήσαντες εκ των αναβαπτιστών

από τη μεγάλη εξέγερση

Κοιμόνταν στο χώμα με μια νηστική προφητεία
Στο λαιμό, γυρνούσαν απ' την άλλη πλευρά

και ξανακοιμόνταν

ενώ τα όνειρά τους

τροχίζονταν στη φλόγα

Και καταμεσής της μεγάλης φυγής
Ορθωνόταν ο πύργος του χρόνου

με τα παράθυρα

κλειστά

Ψυχή δεν φαινόταν να κατοικεί εκεί
Απ' έξω οι άνθρωποι μαζευόνταν και

πετούσαν

πέτρες

Κάποια έσπαζε το παράθυρο και έμπαινε μέσα,
Δεν είναι κανείς εκεί λέγαν ποιος ξέρει πού

θα έπεσε η πέτρα,

Παρ' ολ' αυτά δεν φεύγαν περιμέναν
Με μάτια βαθύγονα και βήμα ασταθές

Μετά από μια ώρα η πέτρα πεταγόταν έξω ξανά
Δεν είναι σίγουρο κατά πόσο την σφενδόνιζε

χέρι ανθρώπινο

ή μη

Και καθόλου βέβαιο

Αν ο πύργος υπήρχε πραγματικά
Ή ήταν μια παραίσθηση που την

έστελνε

ο ίδιος

Μα προπαντός ήταν αδύνατον να εξακριβωθεί
Αν το πλήθος των χαμένων ανθρώπων

Έβρισκε μετά το πέρας της ημέρας αυτής
Τον προορισμό του στην καθημερινότητα

Κυκλοφορούσαν στο δρόμο συνεχώς
Με μια υποψία ανατροπής

Κάποτε σκοντάπταν και πέφταν ιλιγγιωδώς
Σε μια θεϊκή άβυσσο, - και την ιστορία την

έγραφαν μόνον

οι θλιβερά λαμπροί εναπομείναντες