Thursday, February 28, 2008

ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ


Στην αυλή του σχολείου είχαν επέλθει
Ξανά μετά από χρόνια όλοι οι παλαιοί

συμμαθητές

Για μια στιγμή φαινόταν καθαρά πως
Η πραγματικότητα εμφάνιζε ρήγματα

Όπως η γη μετά τους σεισμούς κι εκείθε
Εισέβαλαν ξανά οι νεκροί πια καθηγητές

γελώντας

Και ο προ ετών αστείος λυκειάρχης ξανά
Στη θέση του, οι δε μαθητές είχαν την

εμφάνιση

που έχουν τώρα

Κρατούσαν ωστόσο χαρτοφύλακες και τα
Βιβλία αγχωμένα στη μασχάλη με κρυφό

τσιγάρο

στο στόμα

Λίγο προτού χτυπήσει το ισχνό κουδούνι
Και μπουν στη τάξη για την πρώτη ώρα

του μαθήματος

Ο ουρανός

ήταν σκοτεινός

Ωσεί απόγευμα προς νύχτα· απέξω
Ακούγονταν με τρόπο προκλητικό

Όλοι οι ήχοι της ανύποπτης ζωής
Και εάν κινούσε κάποιος εκ των

μαθητών

Να ρίξει ένα βλέμμα από τη μάντρα
Θα διεπίστωνε πως έξω απ'το σχολείο

τίποτα

δεν είχε αλλάξει

Η ανισομέρεια των διαφορετικών χρόνων
Ένθεν κακείθεν δεν ετάραττε ουσιαστικώς

το όλο φαινόμενο

της ζωής

Η οποία

Καίτοι εν τη σκοτία παρήγαγε εν τούτοις
Τους ήχους του εργάσιμου πρωινού ενώ

Ο άνω όροφος των καθηγητών ήτανε
Πλήρως φωταγωγημένος και εφαίνετο

Απ' τους συγκεντρωμένους στο προαύλιο
Ωσάν το μυστικό αρχηγείο της ίδιας της

δημιουργίας

ή

σαν πύργος ελέγχου αεροδρομίου

Η σκιά του λυκειάρχη σιωπηλή σα προτομή
Στο παράθυρο, δεν ήταν σαφές αν κοιτούσε

κάτι έξω

Και στην είσοδο ο επιστάτης
Έγνεφε

την εκκίνηση·

Λίγο πιο κει

Οι μαθητές διστάζαν να κάνουν το βήμα
Εισόδου

Ενώ δίπλα τους

Η μια πτέρυγα του συγκροτήματος
Έδειχνε σα σκέλεθρο· δεν διεπιστώνετο

επαρκώς

αν επρόκειτο

για ανασυγκρότηση ή διάλυση





Και οι άνθρωποι σαστισμένοι
άφησαν ξανά το φως ανοιχτό

στο διάδρομο

Οποιοσδήποτε θα μπορούσε
να το κλείσει


Monday, February 25, 2008

ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ


Λίγα μίλια έξω από τό Μύνστερ
Οι περαστικοί βλέπαν ένα φως

Και η βροχή έσκαγε από τα μάτια τους
Ενώ ο ήλιος σήκωνε το αίμα τους ξανά

σε σώμα

Και το φως ήταν μεμιγμένο
Με το τοπίο τόσο ώστε ήταν

αδύνατον

Να διακρίνεται αν ήταν φως κτιρίου
Ή φυσική ανάκλαση εξ άλλης πηγής

Ακόμη και την ημέρα έλαμπε πιο
Δυνατά και από το φως του ηλίου

Ακόμη και τη νύχτα κλάδευε τα άστρα
Και τα έστελνε φουρκέτες στα όνειρα

των περιστρεφομένων με τη γη μαζί

ανθρώπων,

Είναι το παρατηρητήριο του θεού,
Έλεγε λίγο φοβισμένα ο εσμός

των φυγαδευμένων

που το προσέγγιζε

λιγοπατώντας ,

Όσο το πλησιάζουμε τόσο αυτό
Απομακρύνεται, φαντάζει όντως

Ωσάν να φέρει συνείδηση και όραση
Δεν είναι σαφές γιατί μας αποφεύγει

Και ούτε γνωρίζουμε γιατί συνεχώς
Τείνουμε προς αυτό, τόσες μέρες

πορεία

Και η θέλησή μας να το συναντήσουμε
Ποτέ δεν καταλαγιάζει, δηλώναν μ'

εγκαρτέρηση

ενώ

κατάκοποι

Έσερναν τα βήματά τους στον πάγο
Με τα βλέφαρα βαρειά και τα μάτια

Ουράνιες ψυχές στη γη χτισμένες

να δέρκονται

την φλόγωση του λερναίου ονείρου

Που έως σήμερα ποτέ δεν τους άφησε
Η πρόσοψη του ονείρου ήταν ήσυχη

Μα η ζωή που έσπερνε εδώ κι εκεί
Χυτό μακελειό και άγριο σταφύλι

Ανέβαιναν οι πατητές στο τρύγο
Και γελούσε τ' άγιο χώμα όλο

το αίμα που'χε καταπιεί

στα νύκτια δόντια του
ψιθύριζε η μεγάλη σιαγών

Νυκτώπη Νυκτώπη

Μια φορά κάποιο καιρό
Την κάλεσαν αλλιώς και

Πρώτη Ιδέα στον Κόσμο

Έσερνε τα πτώματα ως την αυλή
Και τ'άφην' έκθετα ξανά στα νύχια

της ζωής

Εξ αυτής η ταραχή και η απάτη
Επ' αυτής και μόνο κάθε οβολός

ανθρώπων

στο ταμείο που'χανε από κοινού

με τον στήμονα θεό της περιοχής

Εντός του δεν βρεθήκανε ποτέ νομίσματα
Μονάχα πουκάμισ' αδειανά φιδιών

και πένθη ξύλα


Saturday, February 23, 2008

ZUGZWANG


Ήταν πλέον η σειρά του Αγαμέμνονος
Να κινηθεί, τούτο δεν θα μπορούσε

να το αποφύγει

Η γη επιτελούσε τη τροχιά της, το νερό
Των ποταμών περιέρχετο κατά ροή

την άγρυπνη θάλασσα

και τις νυσταγμένες λίμνες

Οι Μυκηναίοι μόλις είχαν τελειώσει τη
Δουλειά τους και επέστρεφαν στη

δουλειά τους

Και δίπλα στη θέση του βασιλέως
Η Κλυταιμνήστρα μνημόνευε την

ματαιότητα

με όρους ανώφελης

σαγήνης,

Σειρά σου να παίξεις, ακούστηκε η
Φωνή πάνω απ'τη σκακιέρα, όμως

Δεν υπήρχε πια τετράγωνο διαθέσιμο
Για τον βασιλέα, η απώλεια ήταν σίγουρη

Προς οιαδήποτε κατεύθυνση και αν
Κινείτο, - θα περάσει η εξοχότης σας

μέσα;

Άκουσε τη φωνή του σωφέρ του που με
Το δεξί χέρι κρατούσε ανοιχτή τη πόρτα

Του χρυσέως άρματος με τα δυο μαύρα άλογα
Της σκακιέρας - περπάτησε λίγο στο κήπο και

παρατηρούσε

Πως οι μπαρόκ γωνίες του βαρέως φράκτου
Είχαν καταμειδιάσει σε λειψή ψιλοκουβέντα,

Πριν από λίγη ώρα είχε παραστεί σε
Δείπνο κορυφής και οι συνδαιτυμόνες

είχαν χαθεί

στις πρώτες κινήσεις

της παρτίδας,

Είναι η σειρά σου, ακούστηκε άλλη μια φορά
Η υπερπόντια φωνή επί της σκακιέρας που

καλούσε

Οι πύργοι, τα άλογα και οι στρατιώτες μα και
Όλος ο λαός των Μυκηνών που κάποτε την

τόση αίγλη

άνοιγαν εμπρός του

Τον είχαν πλέον περιφράξει,

Ο τρελλός υπασπιστής ήδη τον χλεύαζε
Από 'να μαύρο τετράγωνο, και ο ίδιος

βρισκόταν σε λευκό

και οπίσω του

η βαρειά σκιά του Παίκτη·

Και αργά αργά το χέρι θα κατέπιπτε επί του
Πεσσού και την μοιραία κίνηση θα έκανε

Ή θα υπέγραφε μία παράλογη παραίτηση
Θα εκθρονίζετο άγνωστο από τι σε τι

Μένοντας ωστόσο βασιλιάς στη θέση του
Με συντροφιά μονάχα την ανύποπτη

βασίλισσα

Κι οι δύο έκπτωτοι και στο τραπέζι αφημένοι
Με την σκακιέρα αδειανή από πεσσούς

Και αργά αργά

η ισοπαλία με τη μοίρα ακόμα

μια φορά δεν φαινόταν

Μήτε για τον Αγαμέμνονα
Μηδέ για τ'άδεια σπήλαια

των προσευχών

απαρχής του τρόμου και επιθυμίας

εγένετο ημέρα πρώτη και εσχάτη


Wednesday, February 20, 2008

ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΟΝΕΙΡΟΥ


στον φίλο Monody




Ο άνθρωπος με την λεπτότητα στο ύψιλον
Και την μεγάλη ευγένεια στ' όμικρον

Ανέβηκε στα κάγκελα του κήπου και κοίταξε


τα


σπαρμένα


πτηνά


Δεν είναι ακριβώς λουλούδια, είπε, μα πληγές

Ενός εσπερινού θεού που ακόμα δεν γνωρίζουμε


Δεν είναι τα σώψυχα ανθρώπων μα φωνές

Από σπήλαια νεκρών ημερών, ας πάγω τώρα
Να μαζέψω τις ώρες μου από κει

Ας πάγω να θεραπεύσω το απόγευμα

Που μου λέγει Έϊρικ Έϊρικ


Οι άνθρωποι ποτέ τους δεν πεθαίνουνε στ'αλήθεια

Αλλά γελάνε με τα τριαντάφυλλα στο στόμα


Ξεχνούν τα πτώματα στις αποθήκες κι επανέρχονται

Έϊρικ Έϊρικ είναι αλήθεια πως τα χέρια σου είναι

Σε μαύρο χρώμα βουτηγμένα πένθος εορταστικό

Καθώς σε πεπρωμένο ποιητή ταιριάζει

Τη νύχτα τα όνειρά σου θα'ρθουν λέγοντας

Το επιφώνημα ισημερινός ισημερινός

Όμως η νύχτα, Έϊρικ, θα φύγει


και


θα σε ξυπνήσουν


οι περαστικοί


Monday, February 18, 2008

Ο ΜΟΡΦΑΣΜΟΣ


Στο μέσον του θαλάμου εντοπιζόταν
Μονάχα το ημίφως και η σκιά του

ανθρώπου

Και το ημίφως φαινόταν να ανέρχεται
Σιγά σιγά προς την οροφή και από κει

Να κατέρχεται προς βυθούς μη ορατούς
Το δάπεδο δεν θα μπορούσε να τους

συγκρατήσει

μα μήτε και να τους αποκαλύψει

Η όλη κίνηση ήταν κίνηση προβολέως
Χωρίς πουθενά να υπάρχει ο προβολεύς

Και η ανισορροπία της οπτικής φάνταζε
Κάποια στιγμή σαν επέμβαση από τα έξω

Σαν κάποιο έξω από το χρόνο συνεργείο
Να ελάμβανε λήψεις εικόνας εκ του χώρου

Ο δε κυματιστός αναπαλμός και ψίθυρος
Του λιγοστού φωτός ήταν φανερό πως

επικεντρωνόταν

στο

Πρόσωπο που απορροφούσε τις λάμψεις
Εκβάλλοντάς τις ως συσπάσεις σκιώδεις

και προβολές

των μιμικών μυών

Κι η όλη αναδίπλωση του προσώπου
Κατά τη στιγμή του φωτισμού του

Παρέπεμπε σ' ανύποπτη θάλασσα καθώς
Γρήγορα εικονίζει το κατάρτι τεθλασμένο

προτού

Το πλοίο απομακρυνθεί και ξανά παραδώσει
Την επικράτεια στην μη έκφραση της φύσης

Ένας κόσμος ωμός χωρίς διαμεσολάβηση
Έκανε την εμφάνιση του, ένας κόσμος

Πιθανώς παράγωγο ενός παιχνιδίσματος
Με εξίσου πιθανή μια αυτοφυά υπόσταση

Κόσμος

Μιας στιγμιαίας έκφρασης σαν σκαλιστός
Από πολύ καιρό πριν σε βράχο σάρκινο

Και το θέμα η πλήρης ανέλκυση θα οράτο
Ασφαλώς σαν αποκάλυψη στο χείλος

κάθε όρασης

Ενόσω το δίλημμα αν το φως ήταν τελικώς
Που στον αργό χορό του σ' έκφραση συσπάτο

ή ο άνθρωπος


έμενε μετέωρο στην

προοπτική

αιώνων


Saturday, February 16, 2008

ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΙ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ




Αν ο Απόλλων είναι το πνεύμα της Αρμονίας , τότε στη μουσική του Béla Bartók συχνά κάνει την εμφάνισή του ο Απολλύων, ο άγγελος της αβύσσου. Τα περισσότερα έργα του Bartók φαντάζουν να βρίσκουν την κατάληξή τους όχι στο μουσικό φινάλε τους αλλά καταμεσής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από αυτή την άποψη ο ίδιος είναι ένας προ-απολλύων, προάγγελος της επερχομένης αβύσσου.
Το αριστουργηματικό Δεύτερο Κονσέρτο για Βιολί του δεν θα μπορούσε να βρει καταλληλότερο εμψυχωτή από την κορυφαία Silvia Marcovici.
Παρακολουθείστε το δοξάρι της πώς εφάπτεται και κινείται επί των χορδών του βιολιού. Λες και υπάρχει κάποιος μαγνήτης που συνδέει αυτά τα δυο κατά τη στιγμή της εκτέλεσης. Μια τέτοια ψυχική και καλλιτεχνική ταύτιση.





Brahms: το Δεύτερο Κονσέρτο για Πιάνο και Ορχήστρα.Και κατά τη γνώμη μου το απόλυτο κονσέρτο για πιάνο. Ίσως μόνο το Νο.3 του Beethoven μπορεί να το συναγωνιστεί.
Μια κορυφαία έκφραση ρομαντισμού, πάθους, τυχοδιωκτισμού, τρέλλας και έρωτα, τέτοια που μόνο ο Brahms θα μπορούσε να πραγματώσει.
Παρακολουθώντας κανείς τον Daniel Barenboim κατά τη στιγμή της εκτέλεσης συχνά έχει την απορία αν είναι αυτός που παίζει το πιάνο ή αν το πιάνο παίζει αυτόν. Ένας σπάνιος διάλογος ανάμεσα στον εκτελεστή και το όργανο.

Tuesday, February 12, 2008

Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ


Υπάρχει ένα πρόβλημα, κατέληξαν
Κάποια στιγμή ενώ κρατώντας τις

βαλίτσες

Τις ετοιμάζαν για τον έλεγχο του
Αεροδρομίου, σαφώς υπάρχει

πρόβλημα

και αυτό

είναι ο εαυτός μας

Φαντάζει αδύνατον να χωριστούμε
Απ' αυτόν και άλλο τόσο δύσκολο

να ενωθούμε

μαζί του

Η συνοδεία του διακριτική δεν είναι
Μας προκαλεί συνήθως αίσθηση

Όμως σπανιότατα θα μας εκπλήξει
Είναι απλά μαζί μας , δεν φαίνεται

Να έχει εξάρσεις ή ατονίες σε σχέση
Με μας, αναπνέει μαζί μας, μιλάει

Eπίσης όταν ομιλούμε, αλλοίμονο
Όταν σκεπτόμαστε είμαστε σίγουροι

Πως παρακολουθεί τις σκέψεις μας
Κι ακόμη όταν κοιμόμαστε μάλλον

Δεν μπορούμε να απαλλαχθούμε
Τα αναίτια όνειρα μπορεί να μας

τα στέλνει και αυτός

Χωρίς ποτέ την άδειά μας να 'χει
Εχθρός μας δεν είναι και ας λέγει

ο συρμός

Μα μήτε και φίλος απλά αδιάφορος
Και πάνω απ'όλα ξένος με εμάς

Ίσως είναι αυτός ο θρυλούμενος ξένος
Ίσως και όχι, πάντως η σιωπή του

είναι ανησυχητική

Φαντάζει σαν να ετοιμάζει εισβολή
Από το πουθενά και όχι από παντού

Εν κατακλείδι συνοψίζοντας

δεν

Είναι ότι τον απεχθανόμαστε δεν
Είναι ότι τον αγαπάμε, απλά μας

Φαίνεται παράξενο και ίσως κάποτε
Ενοχλητικό που μας ακολουθεί όπου

Και αν πάμε

Σκοτεινός συνοδός με τις προθέσεις του
Σίγουρα ανεξακρίβωτες και αδιαφανείς

Δεν είμαστε σίγουροι αν πρόκειται εν τέλει
Να κλέψει την παράσταση από εμάς τους

ίδιους

είτε για καλό είτε για κακό

Το ποιος απ'τους δυο θα επιβιώσει
Δεν το ξέρουμε

Και το ποιος απ' τους δυο πραγματικά
Θα έχει υπάρξει

Και τούτο ίσως δεν θα το μάθουμε ποτέ


Sunday, February 10, 2008

Η ΕΝΩΣΗ (Λειτουργία Ψυχών)


Οι άνθρωποι πέφταν από τον ουρανό
Στη γη με κρωγμούς αβεβαιότητας

Στο γήπεδο τους περισυνέλεγε ο νεκρός
Και τους οδηγούσε στη λεωφόρο της

πόλης

Έκανε κρύο κι ο δρόμος ήταν άδειος
Μπροστά τους υπήρχε ένας μεγάλος

καθρέπτης

Που δεν τους καθρέπτιζε σχεδόν ποτέ
Λέγανε πως κοιμόταν, το χτυπημένο

μάτι του

ήταν ημίκλειστο

Και η υάλινη επιφάνειά του ήταν
Θολή σαν γάλα, κάποτε ακούγονταν

από μέσα

γέλια σαν σε στοά,

Και δίπλα τους οι γεωργοί οργώναν
Τον αγρό μέσα στην αιώνια νύχτα

Οι στολές τους ήταν υποβρύχιες και
Κρατούσαν στο ένα χέρι μια σημαία

και στο άλλο

ένα μπαστούνι του χόκεϋ

Με αυτά οργώναν το χώμα,

Η νύχτα αυτή πιθανώς θα ισχύει
Καθ'όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης

στη γη

Λέγαν οι νεοφερμένοι που περπατούσαν
Ήδη στο δρόμο με τα χέρια σ' έκταση

και με τα βλέφαρά τους

να μην κλείνουν ποτέ,

Είμαστε το αναγινωσκόμενο βιβλίο και
Μαζί επίσης είμαστε οι αναγινώσκοντες

Αλλά δεν το γνωρίζουμε ακόμα αυτό
Ο καθρέπτης του κόσμου είναι κλειστός

προς το παρόν

ελπίζουμε βέβαια

Πως γρήγορα θα το μάθουμε

Ας αρκεσθούμε όμως τώρα στην πορεία
Δεν ξέρουμε πού θα κατάληξει δεν ξέρουμε

αν θα καταλήξει

κατά βάθος δεν θέλουμε

να καταλήξει

Τα πέλματά μας καρφώνονται γυμνά στην
Πλαστελίνη των δρόμων και βουλιάζουν

Είναι σαφές πως αυτή η θέα βουλιάζει
Ώρα με την ώρα ήδη βρεθήκαμε σε

άγριο βυθό

Με ένα έντομο του θεού στο κέντρο του
Να μας προσκαλεί αποτρέποντάς την

είσοδο,

Ιεζεκιήλ, φωνάζει άσχημα, Ιεζεκιήλ,
Και να ο καθρέπτης αρχίζει και

εικονίζει

τι πραγματικά συμβαίνει

Το βαρύ του μάτι ανοίγει, άγρια κοιτάζει
Η ζαλάδα του 'χει φύγει, αναψοκοκκινίζει

ο ύαλος

Οι νεοφερμένοι, οι γεωργοί κι η νύχτα
Εξαφανίστηκαν, μα είναι πρόδηλη

μεσημβρία

Οι πόλεις φαίνονται πλέον κανονικά
Τα αυτοκίνητα συνωστίζονται στα

φανάρια

Ο θάνατος και ο πόθος συνεχίζουν

να κρύβονται ακόμα καλύτερα

Και ο άνθρωπος της μοίρας που ξεφυλλίζει
Το νυχτερινό βιβλίο το παρατάει στο

κομοδίνο

Και γυρίζει να κοιμηθεί

Έξω από τη πόρτα του μαζεύονται
Οι δειλοί ήχοι

στο σκοτάδι

σιγά σιγά




Thursday, February 7, 2008

Η ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ

στη μνήμη των θυμάτων της Ουγγρικής εξέγερσης του 1956 και της Άνοιξης της Πράγας του 1968


Το Κομμουνιστικό Κόμμα Μυκηνών (ΚΚΜ)
Έκανε συνέδριο εκείνο το βράδυ, και στην

αίθουσα

Υπήρχαν μόνο δυο μικρόφωνα, ο εισηγητής
Και ο Αγαμέμνων καθισμένος στις θέσεις

των απρoσκλήτων,

Ουδείς άλλος εντοπιζόταν στις εργασίες
Ενώ το ένα μικρόφωνο κοιτούσε στη

δύση

και το άλλο

στο βορρά,

Μπορεί το σοσιαλιστικό μας όραμα
Να φάνηκε ότι κατέρρευσε με την

πτώση

του τείχους

της Τροίας,

Ξεκίνησε να λέει ο εισηγητής, ωστόσο
Ειλικρινά δεν βλέπουμε λόγο να το

διαλύσουμε

ας μείνουμε εδώ

Ίσως για κάποιες δεύτερες δουλειές
Όπως ας πούμε, η έκδοση των απάντων

του Ποσειδώνος,

Πάντοτε ονειρεύτηκαμε τις λαοθάλασσες
Μα όταν λίγο απείχαμε από το να τις

κάνουμε δικές μας

δυστυχώς

τις αφαλατώναμε,

Και ποιο το όφελος από μια τέτοια
Ελαφρά συνύπαρξη με την Ιστορία,

Πετάχτηκε τότε ξαφνικά ο Αγαμέμνων
Καλά προετοιμασμένος για το ρόλο

Του Αγαμέμνονος,

Αγαμέμνων, σκουλίκι, προβοκάτορα, χαφιέ,
Του αντιπρότεινε ο εισηγητής με χαρά,

Εσύ ηγήθηκες αυτής της ξεδιάντροπης
Ξεινοκίνητης ιμπεριαλιστικής κατοχής

στη Τροία

Και τώρα τάχα μου σε πήρε ο πόνος
Για την λαμπρή κατάντιά μας που

αν μη τι άλλο

Έχει κάτι από κάποια χρηστική αξία
Για να συνεχίζει να υπάρχει η δόξα

της βασιλείας σου,

Είπε ο εισηγητής και το πρόσωπό του
Φωτίστηκε από λάγνα έξαψη, και ξαφνικά

διέκοψε τον εαυτό του,

αλήθεια

Αγαμέμνων,

Τι ώρα είναι; ρώτησε αναπάντεχα
Όμως εκείνος δεν είχε ρολόι πάνω του.

Ιδέα δεν έχω, του απάντησε, ούτε εγώ,
Συνηγόρησε και ο εισηγητής, και δεν

βλέπω

πουθενά την ώρα εδώ,

Ένα ρολόι τοίχου τουλάχιστον
Θα μπορούσε να υπάρχει,

Συνέχισε χαμογελώντας άθλια,

Ενώ ο Αγαμέμνων τον κοιτούσε
Έντονα

Ο άνθρωπος των μικροφώνων
Τον κοιτούσε και αυτός

Ο καθένας προσπαθούσε να μαντέψει
Την χρονική ποσότητα της στιγμής

από τη ποιότητα του αχρόνου κενού

του άλλου

Η στιγμή ήταν περίπου η κατάλληλη

περίπου η αναμενόμενη

Κι ενώ πλήθος στο κτίριο δεν υπήρχε
Τα χειροκροτήματα ακουγόνταν

Σαν από διπλανή αίθουσα




Monday, February 4, 2008

Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ, Η ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΗ


Στο Μύνστερ εκείνη τη μεγάλη νύχτα
Τα φώτα ήταν γερμένα στο γκρεμό

που περιέβαλε

την πόλη

Από την παλαιοτάτη αρχή της επιθυμίας
Ημέρα γενομένη πρώτη σχηματίστηκαν

Η αφή και το χαλάζι, ήταν και τα δύο άφθονα
Στην ορατή φυγή των μορφών απ' την Εδέμ,

Και στο κέντρο της δημιουργίας ηχούσε το
Τυπογραφείο, όλη μέρα και νύχτα τύπωνε

ένα και μόνο

βιβλίο

Οι εργάτες δεν μπορούσαν να το ηρεμήσουν
Τις πρώιμες πρωινές ώρες χτυπιόταν στους

τοίχους

Σαν λιμασμένο σκυλί με πορφυρά τα μάτια
Ούρλιαζε ένα κατάλογο ονομάτων με φωνή

ανησυχητικά

ανθρώπινη

Στο άκουσμα κάθε ονόματος ξεχωριστά
Ένα άστρο χτυπούσε το παράθυρο

γελώντας,

Δεν θέλω να μπω, έλεγε, μου αρκεί να κοιτώ,
Εσύ είσαι προφανώς το όνομα που φώναξα,

του αντέλεγε ο σκύλος

με τα πορφυρά μάτια,

Είμαι πάνω απ'όλα o Καύκασός του κι ακόμα,
Είμαι ο Προμηθεύς του, αποκρινότανε το

άστρο

με την συχνή

προτροπή

Του κορυφαίου φόνου να αναχαιτίζεται
Σημαντικώς από το όραμα της Γεθσημανή,

Ότι τούτη η φυγή σε επιτύμβιους κύκλους
Δεν είναι ακριβώς αυτό που περιμέναμε

αν και το ξέραμε,

συνέχιζε το άστρο γελώντας

υποκριτικά και με προσπάθεια,

Η ζωή ετούτη στερείται μονιμότητος
Κι είναι του έαρος ευχάριστη η αίσθηση

Καθώς τα νούφαρα μαζεύει των υδάτων
Στα λικνιζόμενα ανώγεια του πόθου,

Ωσάν η ημέρα του Sankt Haans να φωτίζει
Όχι τα βόρεια φιορδ αλλά τα νώτα της

χυτής καυσολυχνίας του

στήθους

της Μάλτας,

Δες, είπε το άστρο που έσταζε θεό και μνήμα
Στον σκύλο με την ανακτορική τρέλλα των

τυπογραφείων

και των καταλόγων,

Φέργκιουσον Φέργκιουσον, του έλεγε,
Οι άνθρωποι ποτέ τους δεν θα γίνουνε

σαν τους θεούς

Μα οι θεοί μπορούνε κάλλιστα να γίνουν
Άνθρωποι

Ας ξενυχτήσουμε και σήμερα

Το ωμό κέρδος της ματαιότητας

αποκομίζοντας,

Φέργκιουσον Φέργκιουσον, αλλά κανείς
Ως τώρα το μεγάλο βογγητό της νύχτας

δεν εισάκουσε

και ορίστε δες

Ένας βουβός λυγμός της σαστισμένης Εύας
Δεν βρήκε έως σήμερα αγρό για να σπαρεί

Ο κληρονόμος ακόμα αναζητείται
Νεκρός παρ'ολ'αυτά δεν θεωρείται

νεκρός μαθές να ήταν μπορετό ποτέ

Στους νεκρούς ανάμεσα δεν ελογίσθη


Friday, February 1, 2008

ΕΛΙΚΟΔΡΟΜΙΟ


Σαν αρχαίος τύμβος σε τροπική ζούγκλα
H αποκάλυψη ενός νεκρού μεγαλείου

στο μυαλό του ανθρώπου

που θα'ρχοταν μια για πάντα

Ενώ οι φυλλωσιές και οι κορμοί των δένδρων
Κατέχεαν το μέγιστο φως των προβολέων

Προς την αυγή της ισχυράς συνείδησης
Ο συρμός των ημερών θα αδυνατούσε

να την διαπιστώσει

επαρκώς

ή και καθόλου

'Εγερση προπατορική σε υπνωτισμένα μάτια
Μνήμη επικίνδυνη με βαρείς κίονες στο αίμα

όλοι οι άλυτοι λογαριασμοί

ήταν εκεί

Σε μια ολοφώτιστη ακρόπολη στην σκιά
Των μεγάλων, των ανυποψίαστων αιώνων

Καθώς η έξαψη του τρεμάμενου ήχου
Από κινητήρες που βρίσκονταν έξω

από

το χρόνο

Ετοίμαζε την υστάτη κατάφαση μιας
Απόλυσης εν τω κόσμω στον ήχο ενός

τώρα

Με ένα διαιώνιο στίγμα φανερά να οδεύει
Στη λύση του και ένα ορατό πια καθεστώς

να ετοιμάζεται

να πραγματευθεί

τα ανθρώπινα

Όμως ετούτη η νέα βοή του κόσμου
Ήταν σοφά χτισμένη και μονωμένη

Από κάθε βήμα

της Ιστορίας

Και ήταν αδύνατον να εξακριβωθεί
Έστω και ένα θηρίο της ζούγκλας

κοντά σε αυτό το πεδίο

της ομιλίας

Λέγεται ακόμα πως

Οι άνθρωποι σε όλη την γη μιλούσαν
Ως τότε

ψιθυριστά