Sunday, February 10, 2008

Η ΕΝΩΣΗ (Λειτουργία Ψυχών)


Οι άνθρωποι πέφταν από τον ουρανό
Στη γη με κρωγμούς αβεβαιότητας

Στο γήπεδο τους περισυνέλεγε ο νεκρός
Και τους οδηγούσε στη λεωφόρο της

πόλης

Έκανε κρύο κι ο δρόμος ήταν άδειος
Μπροστά τους υπήρχε ένας μεγάλος

καθρέπτης

Που δεν τους καθρέπτιζε σχεδόν ποτέ
Λέγανε πως κοιμόταν, το χτυπημένο

μάτι του

ήταν ημίκλειστο

Και η υάλινη επιφάνειά του ήταν
Θολή σαν γάλα, κάποτε ακούγονταν

από μέσα

γέλια σαν σε στοά,

Και δίπλα τους οι γεωργοί οργώναν
Τον αγρό μέσα στην αιώνια νύχτα

Οι στολές τους ήταν υποβρύχιες και
Κρατούσαν στο ένα χέρι μια σημαία

και στο άλλο

ένα μπαστούνι του χόκεϋ

Με αυτά οργώναν το χώμα,

Η νύχτα αυτή πιθανώς θα ισχύει
Καθ'όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης

στη γη

Λέγαν οι νεοφερμένοι που περπατούσαν
Ήδη στο δρόμο με τα χέρια σ' έκταση

και με τα βλέφαρά τους

να μην κλείνουν ποτέ,

Είμαστε το αναγινωσκόμενο βιβλίο και
Μαζί επίσης είμαστε οι αναγινώσκοντες

Αλλά δεν το γνωρίζουμε ακόμα αυτό
Ο καθρέπτης του κόσμου είναι κλειστός

προς το παρόν

ελπίζουμε βέβαια

Πως γρήγορα θα το μάθουμε

Ας αρκεσθούμε όμως τώρα στην πορεία
Δεν ξέρουμε πού θα κατάληξει δεν ξέρουμε

αν θα καταλήξει

κατά βάθος δεν θέλουμε

να καταλήξει

Τα πέλματά μας καρφώνονται γυμνά στην
Πλαστελίνη των δρόμων και βουλιάζουν

Είναι σαφές πως αυτή η θέα βουλιάζει
Ώρα με την ώρα ήδη βρεθήκαμε σε

άγριο βυθό

Με ένα έντομο του θεού στο κέντρο του
Να μας προσκαλεί αποτρέποντάς την

είσοδο,

Ιεζεκιήλ, φωνάζει άσχημα, Ιεζεκιήλ,
Και να ο καθρέπτης αρχίζει και

εικονίζει

τι πραγματικά συμβαίνει

Το βαρύ του μάτι ανοίγει, άγρια κοιτάζει
Η ζαλάδα του 'χει φύγει, αναψοκοκκινίζει

ο ύαλος

Οι νεοφερμένοι, οι γεωργοί κι η νύχτα
Εξαφανίστηκαν, μα είναι πρόδηλη

μεσημβρία

Οι πόλεις φαίνονται πλέον κανονικά
Τα αυτοκίνητα συνωστίζονται στα

φανάρια

Ο θάνατος και ο πόθος συνεχίζουν

να κρύβονται ακόμα καλύτερα

Και ο άνθρωπος της μοίρας που ξεφυλλίζει
Το νυχτερινό βιβλίο το παρατάει στο

κομοδίνο

Και γυρίζει να κοιμηθεί

Έξω από τη πόρτα του μαζεύονται
Οι δειλοί ήχοι

στο σκοτάδι

σιγά σιγά