Monday, February 4, 2008

Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΝΥΧΤΑ, Η ΠΡΟΣΠΕΛΑΣΙΜΗ


Στο Μύνστερ εκείνη τη μεγάλη νύχτα
Τα φώτα ήταν γερμένα στο γκρεμό

που περιέβαλε

την πόλη

Από την παλαιοτάτη αρχή της επιθυμίας
Ημέρα γενομένη πρώτη σχηματίστηκαν

Η αφή και το χαλάζι, ήταν και τα δύο άφθονα
Στην ορατή φυγή των μορφών απ' την Εδέμ,

Και στο κέντρο της δημιουργίας ηχούσε το
Τυπογραφείο, όλη μέρα και νύχτα τύπωνε

ένα και μόνο

βιβλίο

Οι εργάτες δεν μπορούσαν να το ηρεμήσουν
Τις πρώιμες πρωινές ώρες χτυπιόταν στους

τοίχους

Σαν λιμασμένο σκυλί με πορφυρά τα μάτια
Ούρλιαζε ένα κατάλογο ονομάτων με φωνή

ανησυχητικά

ανθρώπινη

Στο άκουσμα κάθε ονόματος ξεχωριστά
Ένα άστρο χτυπούσε το παράθυρο

γελώντας,

Δεν θέλω να μπω, έλεγε, μου αρκεί να κοιτώ,
Εσύ είσαι προφανώς το όνομα που φώναξα,

του αντέλεγε ο σκύλος

με τα πορφυρά μάτια,

Είμαι πάνω απ'όλα o Καύκασός του κι ακόμα,
Είμαι ο Προμηθεύς του, αποκρινότανε το

άστρο

με την συχνή

προτροπή

Του κορυφαίου φόνου να αναχαιτίζεται
Σημαντικώς από το όραμα της Γεθσημανή,

Ότι τούτη η φυγή σε επιτύμβιους κύκλους
Δεν είναι ακριβώς αυτό που περιμέναμε

αν και το ξέραμε,

συνέχιζε το άστρο γελώντας

υποκριτικά και με προσπάθεια,

Η ζωή ετούτη στερείται μονιμότητος
Κι είναι του έαρος ευχάριστη η αίσθηση

Καθώς τα νούφαρα μαζεύει των υδάτων
Στα λικνιζόμενα ανώγεια του πόθου,

Ωσάν η ημέρα του Sankt Haans να φωτίζει
Όχι τα βόρεια φιορδ αλλά τα νώτα της

χυτής καυσολυχνίας του

στήθους

της Μάλτας,

Δες, είπε το άστρο που έσταζε θεό και μνήμα
Στον σκύλο με την ανακτορική τρέλλα των

τυπογραφείων

και των καταλόγων,

Φέργκιουσον Φέργκιουσον, του έλεγε,
Οι άνθρωποι ποτέ τους δεν θα γίνουνε

σαν τους θεούς

Μα οι θεοί μπορούνε κάλλιστα να γίνουν
Άνθρωποι

Ας ξενυχτήσουμε και σήμερα

Το ωμό κέρδος της ματαιότητας

αποκομίζοντας,

Φέργκιουσον Φέργκιουσον, αλλά κανείς
Ως τώρα το μεγάλο βογγητό της νύχτας

δεν εισάκουσε

και ορίστε δες

Ένας βουβός λυγμός της σαστισμένης Εύας
Δεν βρήκε έως σήμερα αγρό για να σπαρεί

Ο κληρονόμος ακόμα αναζητείται
Νεκρός παρ'ολ'αυτά δεν θεωρείται

νεκρός μαθές να ήταν μπορετό ποτέ

Στους νεκρούς ανάμεσα δεν ελογίσθη