Monday, February 25, 2008

ΥΠΟΒΟΛΕΙΟ


Λίγα μίλια έξω από τό Μύνστερ
Οι περαστικοί βλέπαν ένα φως

Και η βροχή έσκαγε από τα μάτια τους
Ενώ ο ήλιος σήκωνε το αίμα τους ξανά

σε σώμα

Και το φως ήταν μεμιγμένο
Με το τοπίο τόσο ώστε ήταν

αδύνατον

Να διακρίνεται αν ήταν φως κτιρίου
Ή φυσική ανάκλαση εξ άλλης πηγής

Ακόμη και την ημέρα έλαμπε πιο
Δυνατά και από το φως του ηλίου

Ακόμη και τη νύχτα κλάδευε τα άστρα
Και τα έστελνε φουρκέτες στα όνειρα

των περιστρεφομένων με τη γη μαζί

ανθρώπων,

Είναι το παρατηρητήριο του θεού,
Έλεγε λίγο φοβισμένα ο εσμός

των φυγαδευμένων

που το προσέγγιζε

λιγοπατώντας ,

Όσο το πλησιάζουμε τόσο αυτό
Απομακρύνεται, φαντάζει όντως

Ωσάν να φέρει συνείδηση και όραση
Δεν είναι σαφές γιατί μας αποφεύγει

Και ούτε γνωρίζουμε γιατί συνεχώς
Τείνουμε προς αυτό, τόσες μέρες

πορεία

Και η θέλησή μας να το συναντήσουμε
Ποτέ δεν καταλαγιάζει, δηλώναν μ'

εγκαρτέρηση

ενώ

κατάκοποι

Έσερναν τα βήματά τους στον πάγο
Με τα βλέφαρα βαρειά και τα μάτια

Ουράνιες ψυχές στη γη χτισμένες

να δέρκονται

την φλόγωση του λερναίου ονείρου

Που έως σήμερα ποτέ δεν τους άφησε
Η πρόσοψη του ονείρου ήταν ήσυχη

Μα η ζωή που έσπερνε εδώ κι εκεί
Χυτό μακελειό και άγριο σταφύλι

Ανέβαιναν οι πατητές στο τρύγο
Και γελούσε τ' άγιο χώμα όλο

το αίμα που'χε καταπιεί

στα νύκτια δόντια του
ψιθύριζε η μεγάλη σιαγών

Νυκτώπη Νυκτώπη

Μια φορά κάποιο καιρό
Την κάλεσαν αλλιώς και

Πρώτη Ιδέα στον Κόσμο

Έσερνε τα πτώματα ως την αυλή
Και τ'άφην' έκθετα ξανά στα νύχια

της ζωής

Εξ αυτής η ταραχή και η απάτη
Επ' αυτής και μόνο κάθε οβολός

ανθρώπων

στο ταμείο που'χανε από κοινού

με τον στήμονα θεό της περιοχής

Εντός του δεν βρεθήκανε ποτέ νομίσματα
Μονάχα πουκάμισ' αδειανά φιδιών

και πένθη ξύλα