Wednesday, May 28, 2008

ΤΟ ΕΠΙΝΟΗΜΑ


Κατ' ασυνέπεια η λίμνη ευρίσκετο
Μέσα στη πόλη και όχι εκτός αυτής

Οι αγριεμένοι πολίτες κοιτούσαν τα
Είδωλά τους στα νερά και σαστίζαν

Συμφώνως προς τους κυματισμούς
Αυτών ζούσαν, η ακραία μιμική ισχύς

Της ζωής των τροφοδοτείτο πλήρως
Από τις αναταράξεις εντός της λίμνης

Τις οποίες μάλιστα τις ενεργούσαν οι
Ίδιοι, βουτάμε να πιάσουμε τους

εαυτούς μας,

λέγαν,

να δούμε επιτέλους τι ακριβώς είναι,

Βέβαια κατά κανόνα απόλυτο χωρίς
Μηδεμιά εξαίρεση αρπάζουμε μόνο

νερό

Ίσως

Αυτό οφείλεται στην πλειοψηφούσα
Υδάτινη σύσταση του ανθρώπου όμως

Το νερό αυτό γλιστράει από τα χέρια μας
Όπως ακριβώς κι ο εαυτός μας, αδύνατον

το πόρισμα,

λέγαν με χαμηλωμένη φωνή,

το πόρισμα αδύνατον,

συμπεραίναν οριστικώς,

Και παρατηρούμε πάντοτε με ακρίβεια
Πως εκ της διασαλεύσεως των κυμάτων

που

Εγείρονται

στην επιφάνεια

Προκύπτει και αναπαράγεται η ζωή μας
Πάνω ακριβώς στις λελυμένες πλέον

Παραστάσεις των ειδώλων μέσα στα νερά,
Τα κύματα που ανακύπτουν,πρέπει να το

πούμε αυτό

ποτέ σε μας δεν είναι επιθυμητά

κατ'ανάγκην

Είναι μάλλον μια κίνηση μηχανική όπως
Εκείνη της αναπνοής, ή όπως εκείνη της

αθρόας ομιλίας

σε ακόμα πιο αθρόους ανθρώπους,

Όπως και να΄χει το όλο φαινόμενο
Της ζωής κατά συρροή εφορμάται

Κατ' απορροή όμως δεν αποτιμάται
Παραμένουμε πάντοτε αιτούντες

αυτών των αινιγματικών

σκιών της λίμνης,

συμπληρώναν

Και ανέβαιναν στους υψηλούς βατήρες
Για να επιτελέσουν τις γενεαλογικές

καταδύσεις τους

Εκ των περιστασιακών ταχέων πιδάκων
Που υψώναν τα βυθιζόμενα σώματα

Αναβρέχονταν οι παράτυποι περαστικοί
Σηκώναν για λίγο το πόδι τους να δουν

την επίπτωση,

Ψιθυρίζαν,

να, μια υγρότης επέρχεται,

Και δεν βιάζονταν καθόλου να φύγουν
Από τον κύκλο των συντελειών

Παρέμεναν εκεί, ακινητοποιημένοι
Στις αναίτιες εποχές αναζητώντας

την επομένη

φυγαδευμένη

σταγόνα



*********************************************************************************
Με το ποίημα αυτό τελειώνει η ποιητική ενότητα "Το Καλοκουρδισμένο Κλειδοκύμβαλο"

Sunday, May 25, 2008

REX TREMENDAE MAJESTATIS


Πώς πώς, είμαστε ανοιχτά όλο
Το εικοσιτετράωρο, εξήγησε η

Κλυταιμνήστρα,

Καθώς υποδεχόταν τους συγγενείς
Των αγνοουμένων του Τρωικού Πολέμου

στα ανάκτορα των Μυκηνών,

περάστε μέσα,

Οι συγγενείς είχαν συγκεντρωθεί
'Ηδη στη σάλα και κοιτούσαν τους

αναγεννησιακούς

πίνακες

Που κρέμονταν απ'το ταβάνι σαν
Μεγαλιθικές αράχνες του έαρος

ή σαν

εξωλογικές οθόνες του χρόνου

Κοιτούσαν ακόμη

Και τις κόκα κόλες που ήταν
Χύμα στο πάτωμα καθώς και

τα γεμάτα τασάκια από τσιγάρα

όπως επίσης

Και τα αραδιασμένα φανταχτερά
Βινύλια που σχηματίζαν πολεμίστρες,

Μην νομίσετε, κι εγώ αγνοούμαι, είπε
Στους συγγενείς των αγνοουμένων

ο Αγαμέμνων που ήταν ήδη

στη πόρτα

Επιστρέφοντας από τη λαϊκή με μήλα
Και αχλάδια, αγνοούμαι, εδώ δεν

βρίσκονται

Παρά η μορφή και οι συνήθειές μου
Όχι όμως εγώ, συμπλήρωσε και

έκλεισε τη πόρτα πίσω του,

Τι θέλει ακριβώς να πει η εξοχότης σας;
Του αντέτειναν οι άλλοι, θεωρείτε πως η

ουσία σας

λανθάνει κατά τι ή πλήρως

των τρεχουσών παραστάσεων;

Μήπως η σιβυλλική σας δήλωση, βασιλεύ,
Συνιστά μια αλληγορία την οποια εμείς

οι ασυνήθιστοι θνητοί

δεν εννοούμε;

τι ακριβώς;

Ο Αγαμέμνων ωστόσο δεν τους άκουγε
Θυμήθηκε αίφνης πως είχε ξεχάσει να

πληρώσει

το λογαριασμό του ρεύματος

και το κυριώτερο

Δεν μπορούσε να θυμηθεί που είχε βάλει
Τα σπίρτα του

Μια φωτιά παρακαλώ,

είπε στους παρισταμένους

με παγωμένο χαμόγελο,

Μια φωτιά


Thursday, May 22, 2008

Η ΑΝΑΣΚΑΦΗ


Αρκετά, φτάνει ως εδώ, επανέλαβαν
Φιλοτίμως εκνευρισμένοι, άλλο τι δεν

πρόκειται να ανεχθούμε

Και βγήκαν όλοι μαζί από το πελώριο
Γραφείο του κόσμου όπου και συζητείτο

Το ενδεχόμενο βίαιης προαγωγής του
Παρελθόντος των, ως εδώ, α όλα κι όλα

λέγαν,

Ακούσαμε πολλά, όχι όμως και αυτό,
Ξεφυσάγαν, το παρελθόν μας είναι

μια χαρά,

δεν

Πρόκειται να το αλλάξουμε, άλλωστε
Κατά το ισχύον έθιμο περηφανευόμαστε

γι'αυτό,

κατέληξαν,

Τότε λυπάμαι, είπε ο σκιώδης καθήμενος
Στο γραφείο, δεν μπορώ αλλιώς να σας

ευχαριστήσω

για όσα κάνατε για μένα,

Όμως αυτοί δεν τον ακούγαν πλέον
Μπαίνοντας όλοι μαζί στο ασανσέρ

πατήσαν αδίστακτα το κουμπί

Ο θάλαμος ωστόσο κατά την κάθοδό του
Δεν σταματούσε, δηλαδή έως σήμερα

ποτέ του δεν

σταμάτησε

Η εκδηλωθείσα στάση κατά την
Απόπειρα εξόδου εκ του κτιρίου

Ερχόταν σε αντινομία με την
Άρνηση στάσεως του ασανσέρ

Και από που εν τέλει

προέκυπτε η αντίσταση
καθαρό δεν καθίστατο

Ο συμπαρασυρμός και των δύο
Προς ατελεύτητη κατάβαση

Ελάχιστες προοπτικές αποκατάστασης
Φανέρωνε

Σαν κάποιος να εκτόπισε με κίνηση
Μοχλού καταπακτής κάθε υπόσταση

αλληλεγγύης

ανάμεσα άνθρωπο και μηχανή

Το ασανσέρ δεν υπάκουε σε κάτι
Που έτσι κι αλλιώς δεν το αφορούσε

Οι άνθρωποι δεν αποτείνονταν σε κάτι
Που έτσι κι αλλιώς δεν του απευθύνονταν

Την πλήρη ασυνεννοησία

Της πραγματικότητας με τον εαυτό της
Δεν μπορούσαν να αποσοβήσουν

Οι διατεταγμένοι περιστασιακοί ήχοι
Και γέλωτες που έρχονταν

απ'τους αιώνιους

ορόφους

Πανάρχαια σπήλαια γεμάτα από
Νεκρούς απροσδιόριστης αιτίας

ενός όχι εύκολα ομολογημένου

παρελθόντος

της ανθρωπότητας

Είχαν ξυπνήσει,λέει,από την τόση
Φασαρία στο κτίριο και ευρίσκοντο

σε μια διάθεση

εύθυμης κατανόησης

και αναμονής





Monday, May 19, 2008

ΛΕΣΣΙΝΓΚΤΟΝ I


Ο Λέσσινγκτον είχε έλθει αύριο νωρίς
Στον αιώνα, τον μαζέψαν από την

κατάπληκτη νύχτα

στα δίχτυα τους

Οι ψαράδες του νότου και του έδωσαν
Καινούργια ταυτότητα και διαβατήριο

με τα ίδια στοιχεία ακριβώς,

Προς τα πού θα τραβήξω; τους ρώτησε,
Δεν του απαντούσαν, φύγε φύγε, τον

παροτρύναν

σαν μηχανές της θλίψης, φύγε, ο αιών

αυτός

Δεν έχει μήτε δρόμους προς τις πόλεις
Μήτε και ποτάμια που αρπάζουν φωτιά

πριν καταλήξουν

στον ωκεανό

Ότι ο αιών αυτός είναι περιφραγμένος
Από παντού με δίχως σύρματα μόνο

με ανθρώπους

δίκροκους

Δίπλα τους η εποχή ανασκευάζεται,
Του λέγαν οι ψαράδες, ενώ τον ωθούσαν

μακριά,

Κτίζουν

Πύργους φωτεινούς κτίζουνε κράσπεδα
Σε κρατήρες κραταιούς που τινάσσουν

αναμνηστικό αίμα

γύρω απ'τις παλιές φωτογραφίες

αλλά δες

Ακόμη και το φως βουλιάζει,

Του είπανε, ενώ τον προειδοποίησαν
Για άλλη μια φορά πως έπρεπε να

αναχωρήσει,

Ακόμη και το φως βουλιάζει,

του ξαναείπαν,

Ο Λέσσινγκτον μάζευε κοχύλια από την
Άμμο, δεν βιαζόταν καθόλου να προλάβει

το λεωφορείο

ήδη ταξίδευε με αυτό

Οι κυρτοί φανοστάτες είχαν γίνει πλέον
Πελώριες αγχόνες κατά μήκος όλης της

διαδρομής,

Και έως σήμερα

Ποτέ δεν έσυραν τους μελλοθάνατους
Εκεί, ενώ ο σιγηλός των ημερών έκανε

συνεχώς νόημα στο πλήθος

να μείνει στη θέση του και

να αναμένει

Καθώς στον ορίζοντα το μέγα ερωτηματικό
Της νίκης και της ήττας κατεβύθιζε τις

πομπές των ανθρώπων

Ολοένα και περισσότερο μέσα στα δόντια
Της ιδικής των άδειας ηχούς που σφύριζε

σαν κτυπημένο αγέρι στα μάτια τους

Ο αργός νωχελικός ρυθμός της καταβύθισης
Δεν επέτρεπε ποτέ την καίρια κατανόηση

του φαινομένου

Και ο Λέσσινγκτον

Καταφθάνοντας την επόμενη ημέρα
Στην χορωδία της πόλης συνέχισε να

τραγουδά

ως βαρύτονος

όπως πάντα

Οι υπόλοιποι περιορίστηκαν απλώς
Να τον ρωτήσουν γιατί άργησε στις

πρόβες

Δεν άργησα, τους είπε, ήλθα πολύ νωρίς
Έστω και αν

η παράσταση δεν πρόκειται να δοθεί ποτέ





*********************************************************
Παρατίθεται το πρώτο ποίημα της τριλογίας "Λέσσινγκτον"



Friday, May 16, 2008

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Από το βουνό ακούγονταν συνεχείς
Εκρήξεις όλη την μέρα, ενώ στους

πρόποδές του

Είχαν κατακαθήσει οι απόβλητοι
Των πόλεων αμίλητοι σαν νεκρά

λάστιχα

και αναμένοντας

Μια εκ νέου κατανομή του απροβλέπτου
Προς όφελος της ιδικής των τύχης,

Ο δε περιστασιακός αρχηγός τους
'Ηταν τρελλός, από το στόμα του

βγαίναν πλαστικά μαχαίρια

Που έκοβαν τον ουρανό σε ίσες μερίδες
Ενώ οι υπόλοιποι διένεμαν το συσσίτιο

μεταξύ τους

Τα άγρια ζώα τους απέφευγαν, η αστυνομία
Δεν τολμούσε να τους πλησιάσει και ο ύπνος

Ήταν ακόμα πιο μακριά

απ'αυτούς,

Μονάχα

Ένας σκύλος που σέρνε ψόφια καλώδια
Τους πλησίαζε ειρηνικά μα με όχι ελπίδα

Ήταν εκεί από αιώνες

μόλις από χθες

Τα βλέμματα των ανθρώπων, του ζώου
και του ουρανού

δεν διεσταυρώνοντο ποτέ,

Θα συναντηθούμε κάποτε; ρωτήσαν ομού
Κάποια στιγμή και οι τρεις πλευρές χωρίς

να ακουσθεί ήχος λόγου

στον αέρα,

Θα συναντηθούμε;

Κανείς εκ των τριών ωστόσο δεν
Τολμούσε να απαντήσει μα ούτε

και σιωπούσε πλήρως

Oλοένα ανοιγοκλείνανε τα σπασμένα
Στόματά τους υπονοώντας τρομερές

φήμες και ενδεχόμενα

που τους έκαναν να αναρριγούν

σα ζωντανοί

Οι οποίες φήμες ποτέ δεν ερχόνταν
Στο φως ενός νέου κόσμου, δεκτού

απ' όλους

Ήταν φωταγωγημένοι σαν αίθουσες
Τόσο φωταγωγημένοι όσο ακριβώς

Χρειαζόταν για να εκδηλωθεί το
Άλλοθι του ποιήματος

όχι όμως και ο επείγων εγκλεισμός του

στην ανύποπτη ζωή


Tuesday, May 13, 2008

ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


Ο πλασιέ προσπαθούσε να πείσει
Τον υποψήφιο αγοραστή με κάματο

ηρωικό

Η μηχανή έκοβε επιτυχώς και με ακρίβεια
Έναν λαχανοντολμά σε ίσους κύβους

και μάλιστα ταχύτατα,

Είναι μια μεγάλη κατάκτηση το όλο θέμα,
Του εκμυστηρεύτηκε, η διαδικασία αυτή

Έχει μεγάλες δυνατότητες στο μέλλον
Και σοβαρές προοπτικές εφαρμογής

στα ανθρώπινα

και τα απάνθρωπα,

Συμπλήρωσε ενώ ο αγοραστής κατέτριβε
Τα μάτια του όχι από το θάμβος του

δημιουργήματος

Αλλά από την έρευνα της υπεκφυγής,
Θα δω θα δω, απαντούσε, μπορεί να

αγοράσω

Μόνον το μοχλό της μηχανής και όχι όλη,
Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό, του είπε

ο πλασιέ

Ανησυχών υπερβολικά, ο δε πελάτης
Του ανακοίνωνε ξανά τη πρόθεσή του

ενώ

χαμογελούσε

θριαμβευτικά

Η όλη στιχομυθία ελάμβανε μέρος σε ένα
Ακρογιάλι, οι οικίες είχαν αποτραβηχτεί

όπως επίσης και η πόλη εν συνόλω

Ενώ τα μαύρα σύννεφα της καταιγίδας
Από πάνω τους τρέχαν σα τρελλά ωσάν

Η δημιουργία όλη αίφνης να επιταχύνετο
Ο κόσμος δίπλα τους και από πάνω τους

ολοένα αποφλοιωνόταν με σαρκοβόρα

προθυμία

Η μολυβένια θάλασσα αγρίευε σε ελεγχόμενο

μουκάνισμα

Καθώς τα όρη αποσύρονταν ταχέως και αυτά
Από την οπτική,
ενώ ο λαχανοντολμάς εξείχε

κάπως

Καταρρέων καθ' ολίγον στην άκρη της
Μηχανής
, θα έχετε δώρο ένα μικρό

κόσμο

δικό σας,

Επανήλθε ο πλασιέ ενώ τα μάτια του είχαν
Ήδη γίνει τυφλά στους αιώνες να γυρίζουν

σπείρες αλύτρωτες

μυθικά τούνελ

από την προϊστορία,

Έναν μικρό κόσμο δικό σας, του ξανάπε,
Ενώ δίσταζε,

δίσταζε να μιλήσει

πάλι πρώτος αυτός

Saturday, May 10, 2008

Η ΑΝΑΒΟΛΗ ΚΑΙ Η ΕΠΙΒΟΛΗ


Τουλάχιστον έχουμε ακόμη την δύναμη
Των λέξεων, μονολογούσε ο Λάμα,

καθώς αγόραζε λαχεία

από έναν τυφλό,

Μπορεί βέβαια το αποτέλεσμα να μην
Είναι άμεσο, είναι ωστόσο σίγουρο

στην

μακροπρόθεσμη συνέπεια

του τρόμου

Αν αφαιρέσουμε το νερό απ'τη θάλασσα
Τι μένει; και αν ξερριζώσουμε τα δένδρα

απ'τον ουρανό

όπου και βρίσκονται

Μένει τίποτε περισσότερο από μια στέγη
Στην Ποτάλα που καλύπτει όλους τους

πολιορκημένους

χωρίς να το ξέρουν;

Τι θες να πεις ακριβώς; τον ρώτησε τότε
Ένας από τους εξεγερμένους της πόλης

της

Κρονστάνδης,

Μην και φαντάζεσαι ότι η λέξη μπορεί
Ν' αλλάξει την ιστορία και ν 'απαλλαγούμε

από το άχθος

της αναμονής;

Δεν μπορούμε άλλο πια να περιμένουμε
Μήτε το θάνατό μας μήτε τη ζωή μας

Φαίνεται ωστόσο ότι και τα δυο δεν
Βιάζονται να κατανεμηθούν ισοτρόπως

στον αιώνα

Συμπλήρωσε ο εξεγερμένος ενώ έκανε
Νόημα σ' ένα ταξί να σταματήσει, όμως

Ο ταξιτζής τον προσπέρασε καίτοι το
Όχημα ήταν άδειο, - είδες το ταξί;

είπε στον Λάμα,

Δεν με πήρε, η άδεια θέση δεν ήταν
Για μένα, μάλλον έτσι είναι και η

Ιστορία

Περιφέρει ένα κάθισμα κενό στα θεωρεία
Όπου κανείς δεν θα καθήσει, ένα θρόνο

Σμιλεμένο από σάρκα και οστά οπού
Καρδιά και αίμα ανθρώπου δεν θα

τα φορέσει,

Είμαστε οι περιπλανώμενοι σε ένα σημείο
Από το οποίο ποτέ από την γέννησή μας δεν

φύγαμε

Κι αυτό είναι το σώμα μας, το τι αργότερα
Θα φανερώσει αυτή η μάσκα δεν θα το

δουν

μήτε οι επερχόμενοι

Αλλά το τέλος που δεν βιάζεται να έλθει
Αλλά η αρχή που δεν ξεκίνησε κάποτε

αλλά

πάντα

Εκκινείται κάθε στιγμή που ανασαίνει
Ο άνθρωπος μαζί με το πλεόνασμα

της εποχής του,

Ο Λάμα τον άκουγε απορροφημένος
Σηκώθηκε και βγήκε έξω από το

μοναστήρι

Κάντζανγκ νταγκ με πα
Τσχο νταγκ με πα,

Του έλεγε από μακριά όσο μακριά
Ακουγόταν και οι ήχοι των τουφεκιών

και των κανονιών

Η πόλη της Κρονστάνδης ακόμα

άνθιζε

ενώ ο Λάμα πιθανώς να είχε δίκιο

Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν
Τα πράγματα δεν υπάρχουν

Και ολοένα

Γκρεμίζοταν το δυτικό τμήμα της πόλης
Από ωθήσεις λέξεων ελκυστικού μίσους

σε ανοίκεια πια γραφεία αποφάσεων





Wednesday, May 7, 2008

Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ (ΑΛΛΗΣ) ΖΩΗΣ


Αγαμέμνων, μας μένει τελικά αυτή
Η εκτίμηση, του είπανε οι Μυκηναίοι

Καθώς διαιτήτευε έναν αγώνα ice hockey,
Θεωρούμε πως δεν βρίσκουμε κάποιο

ιδιαίτερο

νόημα

Από την μελέτη της Ιστορίας οσαύτως
Ενώ φημολογείται δε ότι το περιβόητο

πρόταγμα

Πως εξ αυτής μαθαίνουμε για να μην
Επαναλάβουμε, δεν είναι τίποτ' άλλο

από

αμηχανία,

Λέγαν, και αφού έκαναν διάλειμμα
Για να
πάνε να δουλέψουν, ξαναπήγαν

στο γήπεδο

και συνέχισαν,

Μπορεί η Ιστορία να έχει τη λογική της
Όμως οι άνθρωποι δεν είναι ακριβώς οι

φορείς

του μέλλοντος

Θα λέγαμε μάλιστα ούτε του παρελθόντος
Αλλά μάλλον ενός βρασμού υπεραιωνίου

Που ανά πάσα στιγμή απειλεί να τραπεί
Σε πραγματικότητα, Αγαμέμνων μας ακούς;

του φώναξαν

Ενώ εκείνος προσπαθούσε να χωρίσει δύο
Παίκτες που είχαν έλθει στα χέρια, τελικώς

τους επέβαλε ποινή,

Και ποιο είναι αυτό λοιπόν; τους ρώτησε
Ενώ έκανε νόημα για την επανεκκίνηση

του αγώνα,

ποιο ακριβώς;

Ήρεμα ο σύνολος όγκος των θεατών τότε
Σηκώθηκε
απ'τη θέση του και του απάντησε

μουρμουριστά

σαν σε ήδη σπαταλημένη ψαλμωδία,

Το ότι ζούμε δεν σημαίνει ότι υπάρχουμε
Το ότι είμαστε ορατοί δεν σημαίνει ότι

μπορούμε

Να είμαστε πραγματικοί και πάν' απ'όλα
Το ότι πεθαίνουμε δεν σημαίνει ότι κάποτε

εν αντιθέσει

δεν είμασταν νεκροί

Προσποιούμαστε τους ζωντανούς μάλλον
Άτσαλα λικνίζοντας παντού γεγονότα

θερμά

Εξ αυτών των γεγονότων ποριζόμαστε
Την άσπιλη δικαιολογία για ύπαρξη,

Και η Ιστορία πού μπλέκει με όλα αυτά;
Ρώτησε αδιάφορα ο Αγαμέμνων ενώ

Απέφευγε κάτω από τα πόδια του το puck,

Οι συγκεντρωμένοι δεν απεκρίθησαν
Τον κοιτούσαν με ύφος σα να του λέγανε

πως είχαν ήδη απαντήσει

Ενώ

Παρέμεναν εν τη εγέρσει ως συσσωμάτωμα
Διακεκριμένου όχλου σε άτυπο συλλογικό

στοχασμό,

Ο Αγαμέμνων πιθανώς δεν πρόλαβε να τους δει
Στην πλήρη περιθωριοποιημένη δόξα τους στις

κερκίδες

Ήταν

Απασχολημένος ξανά με τους ίδιους παίκτες
Που είχαν έλθει πάλι στα χέρια

ανυπομονώντας




Sunday, May 4, 2008

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΗΓΕΜΟΝΑ


Η πομπή περνούσε απ'τους δρόμους
Ενώ η καίρια ζωή στην πόλη ουδόλως

αναχαιτιζόταν,

Ωσάν να μην υπήρχε, η πλήρης ροή
Των τιμητικών νεκρικών αγημάτων

Προσπερνούσε με βήμα ταχύτερο
Την καθημερινή επιρροή καθώς

Το φέρετρο εν τη υψώσει των χειρών
Κομίζετο σαν στέγη επί των ζώντων

Ο δε πνιχτός θρήνος μία ύψωνε
Το βλέμμα καταγής και μία προς

την

θήκη του θανάτου

Όπως ακριβώς ταλαντούται η σκέψη
Λίγο πριν αποφασίσει οριστικά να

πραγματωθεί

σε χειρονομία

στην έρημο του χρόνου

Ώσπου κάποια στιγμή οι φορείς επέθεσαν
Το φέρετρο στο μέσον του ιερού δρόμου

Οι επιρρέοντες άνθρωποι της πρωίας
Εξακολουθούσαν να μην αντιλαμβάνονται

τίποτα

Ενώ ο συρμός όπισθεν του φερέτρου
Συνέχισε ανεπηρέαστα να πορεύεται

προς

το ιδανικό κοιμητήριο·

Αφημένη κάτω η αδίστακτη σωρός επώαζε
Το μεγαλείο της εποχής πιο ολοκληρωμένο

αυτή τη φορά

Και τα λερναία επιτεύγματα, η δόξα,
Η κατίσχυση εις τον αιώνα προβάλαν

ακόμα πιο λεόντεια

εν τω μέσω

της νενεκρωμένης εορτής

Και η λαίλαπα του θρόνου η καταστείλασα
Τον θάνατο για τον πολύν καιρό της βασιλείας

ευρίσκετο εκεί και αυτή

Γονατισμένη, επιχειρώντας να καθαρπάξει
Το στέμμα από τον ίδιο τον εαυτό της αυτή

τη φορά

Την απέλπιδα μνήμη ωθώντας προς την
Εξαργύρωση της ακλόνητης στιγμής,

εκβιάζοντας ως εν ονείρω

την αντικατάσταση

του όντος εκ του δέοντος

Εκτρέποντας την ισχύ του θανάτου
Σε αναμονή εκατομμυρίων ανθρώπων

που φρικούσαν άλαλοι

ήδη από την αρχή της Ιστορίας,

Ζωή για ζωή, θάνατο για ζωή,
Στέμμα για στέμμα, ψυχή για

ψυχή

Στην αρχιτεκτονημένη άβυσσο
Των γενεών, - από μόνη της το

ιερότερο των εγκλημάτων,

Εν τέλει όμως το αφήσανε εκεί και
Φύγαν, οι άνθρωποι που το βαστάζαν

φαίνονταν

σαφείς στην κίνηση

Φύγαν γρήγορα με ολόσωμο πανικό
Σχεδόν τρέχοντας όσο πιο μακριά

απ'το φέρετρο

Που κατέπλεε σαν πλοίο σε λιμένα
Πολυσύχναστο, την άγκυρα ρίπτοντας

με ασφάλεια

σε μέλλον μη ασφαλές

και ανέτοιμο

Και οι περαστικοί που ωδεύαν αγχωμένοι
Στους προορισμούς των θρυλείται πως

από τότε συχνά

αφανίζονταν απ'τη ζωή

χωρίς να λείπουν ούτε μια στιγμή

απ'αυτή



Thursday, May 1, 2008

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ


Τη φύση αυτού του παιχνιδιού
Δεν τη γνωρίζαμε, την μάθαμε

αργότερα

Όταν οι θύρες ήταν τόσο ανοιχτές
'Ωστε κανένας πλέον δεν μπορούσε

να διαφύγει

Μα και την αρχή ουδόλως νοιώσαμε
Είναι πιθανό απ' τα δικά μας χάη να

αναδύθηκε

Απ'το δικό μας υστέρημα φωτός
Να προέβαλε καθόλου δειλά

μάλιστα

Και βιαστικά μας έθεσε στην εκκίνηση
Προκαταβολικώς· χωρίς σειρά χωρίς

καν

εμείς οι ίδιοι

να είμαστε εκεί

Πανέτοιμοι μες στην ανετοιμότητα μας
Πανέντιμοι μες στην ανεντιμότητα μας

Και με ποιους κανόνες ακριβώς τελείτο
Το παιγνίδι, να το εννοήσουμε ευγενικό

δεν ήταν

ουδείς ρωτούσε

Το μόνο που μας έμενε στο νου ήταν
Οι επεισοδιακές είσοδοι και οι έξοδοι

από την πόρτα όχι

αλλ' από ψυχή κατακοκκινισμένη,

Πλησιάστε λέγαν, απομακρυνθείτε,
Αντέλεγαν, ενώ με θρασύτατο δέος

οι συγκεντρωμένοι

Συσπειρώνονταν και αποκεντρώνονταν
Αποδομητικώς ωσάν τ' αποδημητικά

πτηνά

σε ουρανό πλήρως

αμαυρωμένο

Τους εισερχόμενους κανείς δεν καλωσόριζε
Τους αποπεμφθέντες ουδείς ξεπροβόδιζε

Η στάθμη της ζωής κρατείτο πάντως
Σταθερή· αυτόματα γινόταν η ρύθμιση

μέσα στην τόση

αρρυθμία

των γρήγορων νευμάτων

Και ποιος εν τέλει νικητής προέκυπτε
Δεν ήταν
ορατό· το εμμένον πλήθος

Ήταν απορροφημένο
στις εργασίες του,
Μην μας ενοχλείτε, λέγαν,ενοχλείστε μας,

ξαναλέγαν μόνοι τους

και αγριεύαν ακόμη πιο μόνοι τους

Και ποιος ορίζετο ο ελέγχων τούτο ήταν
Σκοτεινότερο· της διαρκούς οχλήσεως

ο άρχων

έλαθε δυσοίωνα αφανής·

Μέσα σε καπνούς από τσιγάρα και ζωές
Αδειασμένες από τα σταχτοδοχεία γύριζε

ο μύλος

της ανθρωπότητας

Ενώ πίσω από τα γέλια, τις προσδοκίες και τις
Εξάψεις, πίσω ακόμα απ' τη πλάτη του θεού

το αδιάσειστο παιδικό κενό

με ένα άλλο κενό εντός του μεγαλύτερο

μάλλον παρατημένο·