Friday, May 16, 2008

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Από το βουνό ακούγονταν συνεχείς
Εκρήξεις όλη την μέρα, ενώ στους

πρόποδές του

Είχαν κατακαθήσει οι απόβλητοι
Των πόλεων αμίλητοι σαν νεκρά

λάστιχα

και αναμένοντας

Μια εκ νέου κατανομή του απροβλέπτου
Προς όφελος της ιδικής των τύχης,

Ο δε περιστασιακός αρχηγός τους
'Ηταν τρελλός, από το στόμα του

βγαίναν πλαστικά μαχαίρια

Που έκοβαν τον ουρανό σε ίσες μερίδες
Ενώ οι υπόλοιποι διένεμαν το συσσίτιο

μεταξύ τους

Τα άγρια ζώα τους απέφευγαν, η αστυνομία
Δεν τολμούσε να τους πλησιάσει και ο ύπνος

Ήταν ακόμα πιο μακριά

απ'αυτούς,

Μονάχα

Ένας σκύλος που σέρνε ψόφια καλώδια
Τους πλησίαζε ειρηνικά μα με όχι ελπίδα

Ήταν εκεί από αιώνες

μόλις από χθες

Τα βλέμματα των ανθρώπων, του ζώου
και του ουρανού

δεν διεσταυρώνοντο ποτέ,

Θα συναντηθούμε κάποτε; ρωτήσαν ομού
Κάποια στιγμή και οι τρεις πλευρές χωρίς

να ακουσθεί ήχος λόγου

στον αέρα,

Θα συναντηθούμε;

Κανείς εκ των τριών ωστόσο δεν
Τολμούσε να απαντήσει μα ούτε

και σιωπούσε πλήρως

Oλοένα ανοιγοκλείνανε τα σπασμένα
Στόματά τους υπονοώντας τρομερές

φήμες και ενδεχόμενα

που τους έκαναν να αναρριγούν

σα ζωντανοί

Οι οποίες φήμες ποτέ δεν ερχόνταν
Στο φως ενός νέου κόσμου, δεκτού

απ' όλους

Ήταν φωταγωγημένοι σαν αίθουσες
Τόσο φωταγωγημένοι όσο ακριβώς

Χρειαζόταν για να εκδηλωθεί το
Άλλοθι του ποιήματος

όχι όμως και ο επείγων εγκλεισμός του

στην ανύποπτη ζωή