Monday, May 19, 2008
ΛΕΣΣΙΝΓΚΤΟΝ I
Ο Λέσσινγκτον είχε έλθει αύριο νωρίς
Στον αιώνα, τον μαζέψαν από την
κατάπληκτη νύχτα
στα δίχτυα τους
Οι ψαράδες του νότου και του έδωσαν
Καινούργια ταυτότητα και διαβατήριο
με τα ίδια στοιχεία ακριβώς,
Προς τα πού θα τραβήξω; τους ρώτησε,
Δεν του απαντούσαν, φύγε φύγε, τον
παροτρύναν
σαν μηχανές της θλίψης, φύγε, ο αιών
αυτός
Δεν έχει μήτε δρόμους προς τις πόλεις
Μήτε και ποτάμια που αρπάζουν φωτιά
πριν καταλήξουν
στον ωκεανό
Ότι ο αιών αυτός είναι περιφραγμένος
Από παντού με δίχως σύρματα μόνο
με ανθρώπους
δίκροκους
Δίπλα τους η εποχή ανασκευάζεται,
Του λέγαν οι ψαράδες, ενώ τον ωθούσαν
μακριά,
Κτίζουν
Πύργους φωτεινούς κτίζουνε κράσπεδα
Σε κρατήρες κραταιούς που τινάσσουν
αναμνηστικό αίμα
γύρω απ'τις παλιές φωτογραφίες
αλλά δες
Ακόμη και το φως βουλιάζει,
Του είπανε, ενώ τον προειδοποίησαν
Για άλλη μια φορά πως έπρεπε να
αναχωρήσει,
Ακόμη και το φως βουλιάζει,
του ξαναείπαν,
Ο Λέσσινγκτον μάζευε κοχύλια από την
Άμμο, δεν βιαζόταν καθόλου να προλάβει
το λεωφορείο
ήδη ταξίδευε με αυτό
Οι κυρτοί φανοστάτες είχαν γίνει πλέον
Πελώριες αγχόνες κατά μήκος όλης της
διαδρομής,
Και έως σήμερα
Ποτέ δεν έσυραν τους μελλοθάνατους
Εκεί, ενώ ο σιγηλός των ημερών έκανε
συνεχώς νόημα στο πλήθος
να μείνει στη θέση του και
να αναμένει
Καθώς στον ορίζοντα το μέγα ερωτηματικό
Της νίκης και της ήττας κατεβύθιζε τις
πομπές των ανθρώπων
Ολοένα και περισσότερο μέσα στα δόντια
Της ιδικής των άδειας ηχούς που σφύριζε
σαν κτυπημένο αγέρι στα μάτια τους
Ο αργός νωχελικός ρυθμός της καταβύθισης
Δεν επέτρεπε ποτέ την καίρια κατανόηση
του φαινομένου
Και ο Λέσσινγκτον
Καταφθάνοντας την επόμενη ημέρα
Στην χορωδία της πόλης συνέχισε να
τραγουδά
ως βαρύτονος
όπως πάντα
Οι υπόλοιποι περιορίστηκαν απλώς
Να τον ρωτήσουν γιατί άργησε στις
πρόβες
Δεν άργησα, τους είπε, ήλθα πολύ νωρίς
Έστω και αν
η παράσταση δεν πρόκειται να δοθεί ποτέ
*********************************************************
Παρατίθεται το πρώτο ποίημα της τριλογίας "Λέσσινγκτον"