Thursday, May 1, 2008

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑΣ


Τη φύση αυτού του παιχνιδιού
Δεν τη γνωρίζαμε, την μάθαμε

αργότερα

Όταν οι θύρες ήταν τόσο ανοιχτές
'Ωστε κανένας πλέον δεν μπορούσε

να διαφύγει

Μα και την αρχή ουδόλως νοιώσαμε
Είναι πιθανό απ' τα δικά μας χάη να

αναδύθηκε

Απ'το δικό μας υστέρημα φωτός
Να προέβαλε καθόλου δειλά

μάλιστα

Και βιαστικά μας έθεσε στην εκκίνηση
Προκαταβολικώς· χωρίς σειρά χωρίς

καν

εμείς οι ίδιοι

να είμαστε εκεί

Πανέτοιμοι μες στην ανετοιμότητα μας
Πανέντιμοι μες στην ανεντιμότητα μας

Και με ποιους κανόνες ακριβώς τελείτο
Το παιγνίδι, να το εννοήσουμε ευγενικό

δεν ήταν

ουδείς ρωτούσε

Το μόνο που μας έμενε στο νου ήταν
Οι επεισοδιακές είσοδοι και οι έξοδοι

από την πόρτα όχι

αλλ' από ψυχή κατακοκκινισμένη,

Πλησιάστε λέγαν, απομακρυνθείτε,
Αντέλεγαν, ενώ με θρασύτατο δέος

οι συγκεντρωμένοι

Συσπειρώνονταν και αποκεντρώνονταν
Αποδομητικώς ωσάν τ' αποδημητικά

πτηνά

σε ουρανό πλήρως

αμαυρωμένο

Τους εισερχόμενους κανείς δεν καλωσόριζε
Τους αποπεμφθέντες ουδείς ξεπροβόδιζε

Η στάθμη της ζωής κρατείτο πάντως
Σταθερή· αυτόματα γινόταν η ρύθμιση

μέσα στην τόση

αρρυθμία

των γρήγορων νευμάτων

Και ποιος εν τέλει νικητής προέκυπτε
Δεν ήταν
ορατό· το εμμένον πλήθος

Ήταν απορροφημένο
στις εργασίες του,
Μην μας ενοχλείτε, λέγαν,ενοχλείστε μας,

ξαναλέγαν μόνοι τους

και αγριεύαν ακόμη πιο μόνοι τους

Και ποιος ορίζετο ο ελέγχων τούτο ήταν
Σκοτεινότερο· της διαρκούς οχλήσεως

ο άρχων

έλαθε δυσοίωνα αφανής·

Μέσα σε καπνούς από τσιγάρα και ζωές
Αδειασμένες από τα σταχτοδοχεία γύριζε

ο μύλος

της ανθρωπότητας

Ενώ πίσω από τα γέλια, τις προσδοκίες και τις
Εξάψεις, πίσω ακόμα απ' τη πλάτη του θεού

το αδιάσειστο παιδικό κενό

με ένα άλλο κενό εντός του μεγαλύτερο

μάλλον παρατημένο·