Sunday, May 25, 2008

REX TREMENDAE MAJESTATIS


Πώς πώς, είμαστε ανοιχτά όλο
Το εικοσιτετράωρο, εξήγησε η

Κλυταιμνήστρα,

Καθώς υποδεχόταν τους συγγενείς
Των αγνοουμένων του Τρωικού Πολέμου

στα ανάκτορα των Μυκηνών,

περάστε μέσα,

Οι συγγενείς είχαν συγκεντρωθεί
'Ηδη στη σάλα και κοιτούσαν τους

αναγεννησιακούς

πίνακες

Που κρέμονταν απ'το ταβάνι σαν
Μεγαλιθικές αράχνες του έαρος

ή σαν

εξωλογικές οθόνες του χρόνου

Κοιτούσαν ακόμη

Και τις κόκα κόλες που ήταν
Χύμα στο πάτωμα καθώς και

τα γεμάτα τασάκια από τσιγάρα

όπως επίσης

Και τα αραδιασμένα φανταχτερά
Βινύλια που σχηματίζαν πολεμίστρες,

Μην νομίσετε, κι εγώ αγνοούμαι, είπε
Στους συγγενείς των αγνοουμένων

ο Αγαμέμνων που ήταν ήδη

στη πόρτα

Επιστρέφοντας από τη λαϊκή με μήλα
Και αχλάδια, αγνοούμαι, εδώ δεν

βρίσκονται

Παρά η μορφή και οι συνήθειές μου
Όχι όμως εγώ, συμπλήρωσε και

έκλεισε τη πόρτα πίσω του,

Τι θέλει ακριβώς να πει η εξοχότης σας;
Του αντέτειναν οι άλλοι, θεωρείτε πως η

ουσία σας

λανθάνει κατά τι ή πλήρως

των τρεχουσών παραστάσεων;

Μήπως η σιβυλλική σας δήλωση, βασιλεύ,
Συνιστά μια αλληγορία την οποια εμείς

οι ασυνήθιστοι θνητοί

δεν εννοούμε;

τι ακριβώς;

Ο Αγαμέμνων ωστόσο δεν τους άκουγε
Θυμήθηκε αίφνης πως είχε ξεχάσει να

πληρώσει

το λογαριασμό του ρεύματος

και το κυριώτερο

Δεν μπορούσε να θυμηθεί που είχε βάλει
Τα σπίρτα του

Μια φωτιά παρακαλώ,

είπε στους παρισταμένους

με παγωμένο χαμόγελο,

Μια φωτιά