Saturday, June 25, 2011

EUROPOS BOKŠTAS

Μοιάζεις με νύχτα φωτεινή που δεν
Τελειώνει ποτέ, Οδυσσέα, και πίσω

Από το πέπλο της που απαλά αφήνει
Να πέφτει πάνω στα έθνη και τις αιέν

μητροπόλεις,

Ακούγεται ολοένα και πιο τραχύς ο
Αχός της μνήμης μιας Ιθάκης που

Παραπαίει στα κυτταρικά σκοτάδια,
Έλεγε η νεράιδα από το υψηλότερο

σημείο του Πύργου

Στον άνθρωπο με την σκιά ενός χρόνου
Αγνώστου στο πρόσωπο και το βλέμμα

του

Καθώς ο ίδιος δεν μπορούσε να θυμηθεί
Ακριβώς πότε και για πόσο είχε ζήσει και

από ποιαν εποχή

ερχόταν,

Της είπε μάλιστα κάποια στιγμή πως ό,τι
Είχε υπάρξει έως σήμερα στο κόσμο δεν

Ήταν παρά οι μεταμφιέσεις μιας στιγμής
Που από μόνη της έφτιαχνε απεριόριστα

σύμπαντα ζωής

και οράσεις ανθρώπων·

Είσαι εσύ

Ο αδιόρατος τροχός του νόμου, Οδυσσέα,
Συνέχιζε να του λέει η νεράιδα ενώ πάνω

Ο ουρανός είχε ήδη συγκεντρώσει νέφη
Πυρρά έτοιμα να εκραγούν σε μία άρση

του χρόνου

οριστική,

Και απ' εδώ που είσαι, δες, όλες σου οι
Πολιτείες φαντάζουν σαν τα ίχνη ενός

Ταξιδιού που καίτοι δεν έχει περαιτέρω
Φως πορείας, εν τούτοις είσαι ορισμένος

Πάλι πίσω σε αυτές να επιστρέψεις· ότι
Ο κόσμος μπορεί να μην διαθέτει άλλο

Να σου προσφέρει, όμως εσύ καλείσαι
Γι' άλλη μια φορά να τονε λύσεις ζώντα

σ' ένα όνειρο φλεγόμενο

Μες από μια σκέψη που κρύβεται στους
Αιώνες, μία λέξη ισόχρονη των θεών, η

μία

νίκη,

Οδυσσέα,

Απ' όπου αρπάζουν πάντοτε φωτιά τα
Ιερά πτολίεθρα των ανθρώπων και οι

Τροίες

μεταμορφώνονται

σε ουράνιους κήπους της αθανασίας,

Έλεγε η νεράιδα, ενώ η φωνή της τώρα
Ακουγόταν σαν να 'ρχεται από μύρια τα

ύδατα υδάτων

Που καιροφυλακτούσαν μέσα στα άστρα
Της θνητότητας πάνω από την οικουμένη·

Η δε πολιτεία του Βίλνιους φαινόταν από
Τόσο μεγάλο ύψος σαν ένα τρόπαιο εκτός

Ιστορίας

και εκτός

Διεκδίκησης βασιλείου προς βασίλειο της
Γης· και εκείνος, τοσούτον απόρρητος εκ

της ζωής,

Δεν ημπορούσε να καταλάβει αν ήταν ήδη
Νεκρός ή αιωνίως απέθαντος· δεν του ήταν

καθόλου εύκολο

να διαπιστώσει

Αν είχε ένα όνομα ή ήταν το όνομα αυτό
Που τον είχε, και σε κάθε περίπτωση δεν

Έδειχνε ιδιαίτερα πρόθυμος να συνεχίσει
Το ταξίδι του· προετίθετο μάλιστα κάποια

στιγμή

Να κατέλθει από το υψηλότερο σημείο του
Πύργου πάλι προς την επιφάνεια της γης,

Τονε συγκράτησε όμως ένα απαλό αεράκι
Που επέσυρε κοντά του η γλυκεία μορφή

της

νεράιδας,

Μέργκινα, της είπε, αλλά δεν εξεδήλωσε
Την σκέψη του· φαινόταν σα να αρκείτο

Να αγναντεύει τον

ίδιο παλαιό ορίζοντα των ανθρώπων

στο αχανές βάθος της σφαίρας

Ως έναν τροχό που δεν κατέπαυε ποτέ
Και που όσες φορές και αν ανέσυρε και

κατέσυρε

τα όνειρα των ανθρώπων,

Ο ίδιος παρέμενε εν τούτοις το

Σταθερό λιμάνι του ηλιακού όμματος
Στην λαμπρή έξοδό του κάθε πρωινό

ανά τον

αιεί δεδομένο στις αισθήσεις

κόσμο,

Που δεν σταματούσε ποτέ να υπάρχει
Σαν ένα μεγάλο φάντασμα του φωτός

στην ίδια κάθε φορά,

αρχαιότατη θέα της ζωής·


Wednesday, June 22, 2011

Eugène Ysaÿe: Sonatas No.2 & No.3

Δύο αριστουργηματικές σονάτες του "Βασιλιά του Βιολιού" Eugène Ysaÿe που παρουσιάζονται από δυο κορυφαίες νεαρές βιολονίστριες των καιρών μας.
Η μεν Σονάτα Νο.2 από την Σλοβένα Lana Trotovšek, η δε Σονάτα Νο.2 από την Ελβετίδα Rachel Kolly d'Alba.




Monday, June 20, 2011

MAGYAR KIRÁLYSÁG

Και όμως, Ίστβαν, οι καιροί αυτοί
Είναι σαν σπίθες στον ουρανό που

τις ανάπτει

μια κρυμμένη σκέψη του θεού,

Δεν

Μας είναι ορατή ακόμα η διαφορά
Τους από τ' ασάλευτα και αμέτοχα

άστρα,

Όταν τα βασίλεια

των εθνών

Διαρρέουνε προς έναν σιγηλό αιώνα
Τόσο, που ακόμα και τους ψιθύρους

Τους επιβάλλει σαν κραυγές στα ώτα
Ενός ανέστιου πληθυσμού, ο οποίος

έως σήμερα

Κανοναρχεί την μοίρα του με το πυρ
Μιας πιο στοχαστικής βαρβαρότητας,

Έλεγε η βασίλισσα καθώς έκανε νόημα
Στους ιερείς να αποχωρήσουν από την

σάλα του παλατιού

Ενώ ο σύζυγός της την άκουγε με μάλλον
Αδιάφορη μελαγχολία· από έξω η βροχή

Είχε ήδη κοπάσει και η μαγυάρικη φύση
Ομοίαζε με ένα υγρό όνειρο στα σύνορα

του ανθρώπου

με το

φάντασμα του θεού

Και ο ορμητικός άνεμος ακούγοταν σαν
Να προσπαθούσε να εισβάλλει μέσα στο

παλάτι

Ανακτυπώντας με μανία μια μισάνοιχτη
Θύρα ως εάν ήταν το μυστικό πέρασμα

του Δαίμονα

προς την εξουσία των ανθρώπων·

Ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε, Ίστβαν,
Συνέχιζε να λέει η βασίλισσα, κατά πόσο

Κατορθώσαμε να εκδιώξουμε όλους τους
Αρχαίους θεούς προς όφελος ενός σαφώς

πιο αναγκαίου γι' αυτή την χώρα,

Κατισχύοντας τόσο άκοπα των ανώφελων
Μπροστά στη βαρεία τευτονική καταιγίδα

του Ερρίκου

Ορδών του Κόππανυ και του Γκύουλα, όμως
Ιδού, Ίστβαν, μπορεί να είσαι μεν ο πρώτος

βασιλιάς

που υπήρξε ποτέ

ανάμεσα στους Μαγυάρους

Αλλά η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα
Είναι πάντοτε μια επίβουλη μητριά για

σένα και τον υιό σου Ίμρε,

Και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθείς να
Την αντιμετωπίσεις με φωτιά κι ατσάλι

Ότι είναι νόμος για τα έθνη πως όταν οι
Παλαιοί θεοί φεύγουν, επιστρέφουν στα

παλιά τους γνώριμα μέρη

με τα ονόματα των καινούργιων θεών,

Και εξ αυτού η εύνοια των δευτέρων δεν
Φαίνεται να είναι τόσο ορατή· κι η χώρα

τούτη

Έχει τόση ανάγκη από μια έξοδο κινδύνου
Απ' έναν σκοτεινιασμένο αιώνα, στον οπού

Οι βασιλείς κι οι αυτοκράτορες μοιράζουν
Μεταξύ τους μια λεία από το λιγοστότατο

υστέρημα

του

χρόνου που φθίνει

Και όχι από το περίσσευμα ενός κόσμου
Που 'χει ήδη προβάλλει από τ' αρίφνητα

μεικτικά σκότη

Της παγκόσμιας μήτρας των εθνών, όμως
Τα μάτια του είναι ακόμη κλειστά προς το

φως της Ιστορίας,

Έλεγε η βασίλισσα και κοίταζε με ένα είδος
Παγερής νοσταλγίας προς την κατευθύνση

του Δουκάτου της Βαυαρίας,

Ο δε βασιλιάς, στεκόταν ήδη από ώρα σ΄ένα
Παράθυρο παρακολουθώντας με ενδιαφέρον

στην αυλή

Κάποιους μοναχούς που συζητούσαν έντονα·
Η δε αμφίεσή τους, του εφάνταζε εκείνη την

στιγμή

Όχι ως η άφιξη μιας νέας θρησκείας στην
Επικράτειά του, αλλά ως ένα νέο και ακόμα

πιο σκοτεινό συμβόλαιο

με τους καιρούς του,

Στο οποίο την υπογραφή, εκαλούντο να
Επιθέσουν πάντα τα συμβαλλόμενα έθνη

όχι όμως

και

ο αιώνιος αμίλητος ουρανός από πάνω,

Ο οποίος προς το παρόν έδειχνε τοσούτον
Απησχολημένος να περιμαζεύει τα νέφη

Της

Απογευματινής βροχής ωσάν σε ένα λευκό,
Λευκότατο κάστρο εκτός του υφισταμένου

Χρόνου των ανθρώπων,

Τις ολίγες στάλες που είχαν απομείνει από
Την νεροποντή ουδόλως εμποδίζοντας να

φθάνουν

ως αμφίβολο αγίασμα

σε μια διψώσα για Ιστορία γη·


Saturday, June 18, 2011

ARS NOVA

Εσύ Γκυγιώμ, τυχοδιώκτη των εθνών
Ιερόληπτε, πραγματικά μοντέρνε σε

κάθε εποχή

και

μυστικέ ιχνηλάτη ενός

Eνιαυτού θεού χωρίς την ανθρώπινη
Σκιά να χρονορροεί εντός του, έλεγε

H νεαρά Περόν ντ' Αρμαντιέρ στον
Άνθρωπο που είχε δραπετεύσει από

τον αιώνα του

προς μιαν άγνωστη ελευθερία,

Ποιος ο δρόμος που οδηγεί, Γκυγιώμ,
Ειπέ μου, απ'το βασίλειο της ανάγκης

Στην δόξα μιας τέχνης που είναι τόσο
Αιώνια όσο και οι λαμπρές αψίδες της

Νοτρ Νταμ

Καθώς σε μια γονυκλισία του απείρου
Μέσα στο κρυψίφωτο έλος του χρόνου

Και

Σε μια πόλη που πασχίζει να απαλλαγεί
Από σκότος αιώνων, επιφέροντας μόνο

Μια πιο ληθαργική νύχτα στους ποιητές
Και τους ζωγράφους της· με όνειρα μιας

εποχής

Που ακόμα δεν κατέφθασε, όμως, ήδη,
Απορρέει από το μέλλον στάζοντας από

Τις χίλιες στέγες του ουρανού τα σημεία
Μιας ανοιξιάτικης βροχής του νου, πάνω

Στους πυκνούς αγρούς των εννοιών και
Των μορφών μιας πλάσης που προβάλλει

κάθε αυγή

από τον ορίζοντα

το ίδιο νέα και φρέσκια

Όπως πριν από χιλιάδες χρόνια· ότι είναι
Αλήθεια, Γκυγιώμ, πως ο άνθρωπος δεν

Ίσταται παρά μονάχα ως το όνειρο της
Φύσης για τον εαυτό της, και η Ιστορία

Δεν κάνει άλλο παρά να μετατρέπει το
Όνειρο όχι ακριβώς σε εφιάλτη αλλά σε

Φωτιά μιας κόλασης γήινης την οπού
Οι ιερείς μας δεν υποψιάστηκαν ποτέ·

Και αν είναι αλήθεια πως ήδη εμείς την
Κόλαση γνωρίζουμε, δεν μας απομένει

παρά

Να βρούμε τον παράδεισο μονάχα, όπως
Εγώ Γκυγιώμ, τον αγναντεύω μέσα από

Τον γαλάζιο ύαλο των ματιών σου που λες
Κι αντιφεγγίζουν την ουράνια βασιλεία σε

μιαν αγάπη θνητού προς θνητή

που δεν τελειώνει ποτέ

Και γίνεται ισχυρότερη μέρα με την ημέρα,
Έλεγε η νεαρά Περόν ντ' Αρμαντιέρ ενώ ο

Άνδρας που την άκουγε προσεχτικά όλη
Αυτή την ώρα, είχε γείρει το κεφάλι του

Ελαφρά σε έναν στύλο του καθεδρικού
Της Ρενς που υψωνόταν ως εάν από το

μυαλό του

Προς την απώτατη εσχατιά εκείνων των
Θρυλικών, πολυύμνητων ουρανίων, που

εκείνη την στιγμή

Έμοιαζαν να αποδίδουν ένα άλλο φως
Στην πραγματικότητα του άδειου από

πιστούς

ιερού χώρου

Ο οποίος και φάνταζε σαν το προαύλιο
Της ψυχής προς ένα σκοτεινότερο και

ανομολόγητο

όνειρο

της ανθρωπότητας,

Ποιος κατοικεί στους ουρανούς, Γκυγιώμ,
Τον ρώτησε τότε η πεντάμορφη κοπέλλα

Και με το σφρίγος της ζωής εντός της τόσο
Που την έκανε να χέει ανίκητο φως παντού

ολόγυρά της

σαν ένας καθεδρικός της σαρκός

καταμεσής μιας καχύποπτης πόλης,

Ποιος κατοικεί, ο θεός, ο διάβολος, ή εμείς,
Ποιοι είμαστ΄εδώ κάτω Γκυγιώμ, αν όχι οι

ομιλούσες σκιές μας

Και αν έχουμε παρατήσει τα άφθαρτά μας
Φάσματα εκεί πάνω, πόσο εύκολο νομίζεις

είναι να τα ξαναβρούμε,

του έλεγε

Και τον κοίταζε τόσο ερωτευμένη μαζί του
Όσο θα μπορούσε να είναι με έναν θεό του

μη ορατού κόσμου

Ενδεδυμένον την γήινη στολή και την χαρά
Της θνητότητας στο μυστικό του πέρασμα

από την οικουμένη·

Τοσούτον απορροφημένοι ο ένας από τον
Άλλον, που δεν είχαν προσέξει πως η πύλη

του καθεδρικού

έχασκε ανοιχτή προς το χάος

της βραδινής πόλης

Που μέσα στην οιονεί αφώτιστη ερημιά
Των δρόμων της έμοιαζε πως ανέμενε απ'

το δικό τους σμίξιμο

Να έλθει το από παλιά γνωστό

πρωινό φως·

Wednesday, June 15, 2011

ΤΟ ΙΧΝΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Και ενόσω το πλήθος αναζητούσε την
Μία μυθική όαση στο χρόνο έξω από

τις πύλες

της Ιερουσαλήμ,

στην έρημο

Που εκάλυπτε όλη την επιφάνεια της
Γης, ο ήλιος εφάνταζε ανέκαθεν πως

τους παρακολουθούσε

Από την γέννηση έως τον θάνατό τους
Σαν βωβή λιτανεία ενός κόσμου άλλου

Που έδινε την εντύπωση πως ανά πάσα
Στιγμή μπορούσε να περιπέσει σε μιαν

ύπαρξη,

Και

Σχηματίζοντας τον έναν μετά τον άλλον
Τους αντικατοπτρισμούς της ερατεινής

σάρκας

και των πόλεων

των φωτεινών έμπροσθέν τους·

Και αυτοί κατέφθαναν πάντοτε κατά το
Μεσουράνημα της σιωπής των, ενώπιον

Ενός πανάρχαιου τοτέμ που υψούτο στο
Κέντρον της ερήμου ωσεί στύλος πυρός

Στον οπού ανεφλέγοντο εντός του όλοι οι
Παρελθόντες χρόνοι και οι πρότερες ζωές

των,

Οι αφημένες σε μια γωνιά του σκοτεινού,
Ανεξιχνίαστου μυαλού τους· ενώ παντού

ολόγυρά τους

Αλυχτούσε η προσμονή του μέλλοντος
Καθώς η θέα της ατέλειωτης άμμου και

οι ξερές πέτρες

διόλου τους απεθάρρυνε,

Λίγο ακόμη μας έμεινε για να βαδίσουμε,
Έλεγαν καθώς αφήναν μακριά οπίσω τους

το φλεγόμενο τοτέμ,

Λίγο και θα εισέλθουμε ξανά στην πόλη,
Ξαναέλεγαν και ολοένα φούντωνε εκείνη

η μεγάλη φωτιά

στο κέντρον της ερήμου,

Που έκανε την πλάση να φωτίζει ως μια
Μεγάλη Ιουδαία με τον Σωτήρα να μην

έχει εμφανιστεί ακόμα·

Οι δε περιπλανώμενοι, κάποτε κατέπιπταν
Χαμαί από την κούραση και επιζητούσαν

την λήθη του ύπνου·

Ενόσω μια πελώρια σκιά ερχόταν ξαφνικά
Και εβάδιζε πάνω στα σώματά τους, ωσάν

Ο ήλιος να 'χε καλυφθεί από τον όγκο ενός
Όντος δυσθεωρήτου, άγνωστον εάν ανήκε

σε θεό

ή

Τείχος του σύμπαντος που προέβαλε σαν
Ανατολή του κόσμου που συνοδεύει κάθε

ενύπνιον ανθρώπου,

Τα όνειρά των εξαντλημένων στο χρόνο
Φαντάζοντας πως εθώπευε με μιαν άλλη

ιερότερη

ουδετερότητα της αλήθειας

Μηδέ ωστόσο αποφασίζοντας την όλη
Διασπορά στην ύπαρξη σε σημείον εν

ξανά να συγκεντρώσει,

Μήτε και την αλύτρωτη φωτιά του τοτέμ
Να σβήσει απαλά από την μνήμη, ως εάν

Σε φύσημα πάνω σε κερί,

Αφημένου πάντοτε να ισχύει

έστω και προσωρινώς

Δίπλα

'πό κάθε νύχτα ανθρώπινη και στην
Σκληρά κερδισμένη, ανοίκεια τόσο,

ορατότητά της·

Monday, June 13, 2011

HENRYK WIENAWSKI - NICCOLÒ PAGANINI (by Maria Shalgina)

Η "La Cadenza" (Caprice No.7, Op.10) του μεγάλου Πολωνού βιρτουόζου βιολιστή και συνθέτη του 19ου αιώνα Henryk Wienawski και το "Caprice No.17" του Niccolò Paganini, όπως παρουσιάστηκαν στον Διεθνή Διαγωνισμό Βιολιού Henryk Wienawski του 2010 από μια εξαιρετικά ταλαντούχο βιολονίστρια της νέας γενιάς.



Friday, June 10, 2011

MIKALOJUS KONSTANTINAS ČIURLIONIS, III

Η Ιστορία, Σοφίγια, της έλεγε με μια
Λάμψη όχι στα μάτια του, αλλά στην

Ολόκληρη νύχτα που τον περιέβαλε
Με τις αχανείς πτέρυγές της απαρχής

Της πρώτης σκέψεως που γεννήθηκε
Ποτέ σε ανθρώπινο νου, η Ιστορία,

είναι

Μια οπτασία τρόμου καταμεσής της
Νηνεμίας ενός ήρωα των εποχών που

πετάγεται αίφνης

από την κλίνη του

τόσο αναστατωμένος

Που δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα
Αν είναι θνητός ή αθάνατος, υπάρχων

ή μη υπάρχων

Φως περιούσιο στην αγορά του κόσμου
Όπου συνωθούνται ανέκαθεν τα ποίμνια

των ιδεών

Ή σκοτάδι στα προπύλαια του θανάτου,
Όσο αμφίμοιρος είναι ο άνθρωπος, τόσο

επιμένει

Ο χρόνος να τον απομακρύνει από κάθε
Βεβαιότητα για την αληθινή πατρίδα του,

Όμως

Η Λιθουανία, Σοφίγια, μπορεί να είναι
Ο τόπος του σώματός μου, όχι ωστόσο

και εκείνος

του πνεύματός μου

κατ'ανάγκην,

Ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα
Δεν είναι παρά άπατρις στη γη, ανέστιος

και ο

πλάνητας

ανά τις εποχές,

Έως ότου να καταφθάσει κάποτε στην
Μεγάλη Φωτιά στην οπού μια φορά σαν

άγριο όραμα και υψηλό

ενείδε

Τις φωτεινές πολιτείες και τα λυτά στο
Κόσμο κράτη και βασίλεια, να τήκονται

από μιαν ελευθερία

άγνωστη ακόμα στην ύπαρξη

Και που ο καλλιτέχνης μόνο μπορεί να
Την φέρει αν όχι στο φως, στο ημίφως

το δικό του τότε σίγουρα

Μιας εστεμμένης θνητότητας που ξέρει
Να αντιτάσσεται προς όλους τους θεούς

Και τα πεπρωμένα που ετοίμασαν ερήμην
Των αδίκως πλαγιοκοπημένων από κάθε

βαρβαρότητα του ουρανού,

Της έλεγε καθώς έπαιζε μια μελωδία του
Τσέζαρ Κιούι στο πιάνο ενώ δίπλα του η

νεαρή γυναίκα

Φάνταζε σαν να φωτίζεται από φως που
Δεν ανήκε στην ημέρα του κόσμου μηδέ

Προήρχετο και από πηγή άλλη μέσα στην
Κάμαρα· εκείνος κάποια στιγμή παράτησε

το πιάνο

Και έδειχνε σαν να αφουγκράζεται κάτι να
Έρχεται από τόσο μακριά, όπως οι ψίθυροι

των άστρων

Στα

Κατασκότεινα σπήλαια του αιωρουμένου
Από πάνω του σύμπαντος, το οποίο έλεγε

ο ίδιος

Δεν καταλήγει στο απώτατο άκρο του σε
Καμμιά ουράνια εσχατιά ει μη μόνον στη

Φαντασία ενός τρελλού ζωγράφου όταν
Αποφασίζει κάποτε να μην πεθάνει ποτέ·

Και ποιος μπορεί να είναι τότε ο σκοπός,
Μικολάι, για όλη αυτή την ταραχή στη γη

Και πώς θα ήταν δυνατόν ποτέ η μάστιγα
Του Κάιν ν' αποκοπάσει στην κοιλάδα του

Ιωσαφάτ

Όπου εξωθούνται τα πλήθη να κερδίσουν
Ή να χάσουν τις ζωές τους προς το όφελος

ενός παγκόσμιου θεάτρου

Το οποίο μήποτε εννοούν, μηδέ γνωρίζουν
Πως υπήρξαν από πάντοτε τα στάχυα του

θανάτου

Όταν ουράνιοι θεριστές καταφθάνουν στις
Στροφές των αιώνων και συγκεντρώνουν

τα ανίερα λήμματα

από σάρκες και οστέα

Και τα φυτεύουν ξανά στο χρόνο έως ότου
Έλθει πάλι ο καιρός της νέας συγκομιδής,

Ποιος ο υιός ανθρώπου που θα μπορέσει
Ίσως κάποτε να μας ελευθερώσει από τον

αγρό

ενός παγκόσμιου σφετερισμού,

Αυτό, Μικολάι, αν δεν είναι μια ελπίδα
Μάταιη, τότε θαρρώ πως δεν μπορεί να

είναι άλλο

παρά το όνειρο μυστικό της Ιστορίας

Και μια διαθήκη ανάμεσα στον άνθρωπο
Και το μέλλον του, την οποία μονάχα ο

Ίδιος είναι αρμόδιος να κυρώσει για τον
Λογαριασμό του και μηδείς ο θεός και ο

δαίμων ουδέ

αντ' αυτού·

Έλεγε η νεαρή γυναίκα και οι πνοές της
Προς το πρόσωπο του άνδρα φάνταζαν

σαν ανοιξιάτικο αεράκι

καταμεσής χειμώνος τόσο βαρέως

όσο και η αλυσίδα των αιώνων

Που έδενε τους ανθρώπους με γεγονότα,
Ιδέες, πίστεις , θρησκείες και επιστήμες·

Σοφίγια, Σοφίγια, ακούστηκε η φωνή του
Τότε σαν να έβγαινε μέσα από τα σωθικά

ενός ολόκληρου βασιλείου κρυμμένου

έτι στο χρόνο,

Έρχεται ο καιρός όπου ένας ο Μύθος, μία
Η μεγάλη ουσία και ακηλίδωτο το όραμα

της ελευθερίας

Θα καθηλώσουν ξανά τα μαγεμένα στην
Εποχή τους αμέριμνα πλήθη που γι' άλλη

μια φορά

Τόσο δουλικά υποχρεούνται να ζουν και να
Πεθαίνουν χωρίς ποτέ να έχουνε τολμήσει

μία λέξη να ξεστομίσουνε βαρειά

στο χάος

Που το λογίζουνε σαν τάξη ιερογλυφική·
Όμως εγώ σου λέγω τούτο, Σοφίγια, είπε,

Και έμοιαζε

Ως ο αετός

Λίγο πριν ξεχυθεί στις χαράδρες και τους
Ηλιακούς κρημνούς, για την επιφάνεια

της γης

πλέον αδιαφορώντας·

Ουδέν θα φώτιζε τη σκέψη αν δεν υπήρχε
Πρώτα εκεί έξω, της είπε με βλέμμα που

άστραπτε σαν καταιγίδα

δείχνοντάς της με το χέρι του προς το

αχανές της οικουμένης,

Ουδέν, συνέχιζε να της λέει, κυοφορεί
Η πυραμίδα του μέλλοντος ει μη την

σαρκοφάγο του Λόγου,

Εκείθε απείραχτος εγείρεται στη πλάση
Βασιλιάς ετούτη τη φορά ο εαυτός του

ανθρώπου

Την επικράτειά του ορίζοντας όπως οι
Ακτίνες ενός απέθαντου ηλίου επί της

σιωπηλής γης,

Έλεγε, ενώ η νεαρή γυναίκα κοιτούσε
Ασυναίσθητα προς τα έξω, μήπως ήδη

είχε φανεί κάτι

το οποίο δεν ήξερε ακόμα

Και δεν μπορούσε καν να φανταστεί
Με τι θα έμοιαζε· και ολοένα άνοιγε

τις πόρτες και τα παράθυρα

Επιχειρώντας να αδράξει ένα χρυσούν
Φως απ' τα ερέβη μιας ημέρας μάλλον

παράξενης,

Χωρίς

Αυτό βεβαίως να σημαίνει πως ελόγιζε
Με κάποια μεγαλύτερη του συνήθους

πιθανότητα

να ήταν ήδη μέσα της·


Tuesday, June 7, 2011

MIKALOJUS KONSTANTINAS ČIURLIONIS, II

Αν θα μπορούσαμε ποτέ, Σοφίγια,
Να υπάρξουμε
στη γη ως μια νέα

ισχύς

των οραμάτων,

Όλοι εμείς που βρίσκουμε ανά τις
Εποχές καταφύγιο σαν τα πουλιά

Στις λίθινες σκεπές των ερημόσπιτων
Μιας Λιθουανίας που παραπαίει αιεί

Στην αργόσυρτη λήθη του μέλλοντος
Και υπνοβατεί ανάμεσα στα έθνη της

Ευρώπης

καθώς

Λαξεύουν τον χρόνο τους με εκείνη τη
Σμίλη της απόλυτης ιδέας του Εγέλου,

Και σε προοπτική ωστόσο μιας φωτιάς
Που δεν σβέννυται ποτέ ανά χιλιάδες

κύκλους πολιτισμού

ενός εκπεσόντος θεού

γύρω από τον εαυτό του,

Αν θα μπορούσαμε, ακόμα, Σοφίγια,
Να χτίσουμε ένα παλάτι μεγαλύτερο

Από εκείνο του Βιλέισις, στ'οπού δεν
Θα υπήρχε τίποτ' άλλο πάρεξ ενός

κεριού

στον άδειο χώρο του

να φωτίζει

Μονάχα το κάλλος του ανθρώπου
Όταν αυτός είναι τόσο άδειος από

ζωή και θάνατο

και

Αναζητώντας μια καινούργια λύπη
Της Ελευθερίας στα κτερίσματα του

μέλλοντος αιώνος,

Αν

Τέλος υπερέχουμε κάθε εποχής που
Σιωπηλά αποσύρει τον φλοίσβο της

Από την παραλία της συνείδησής μας
Και αφήνοντας σκόρπια βότσαλα και

φύκια

Στο έρμα της να υπομνηματίζουν την
Θάλασσα του χρόνου, εμείς, Σοφίγια,

εμείς

Δεν θα είμαστε άλλο παρά οι προφήτες
Μιας τέχνης που ακόμα συσσωρεύεται

απ' τη φωτιά

Όταν κατατρώγει τα μάτια των τρελλών
Που φέγγουνε σαν τ'αποδημητικά φώτα

Στους

Θεοσύχναστους δρόμους του Βίλνιους και
Του Κάουνας· μα, ιδού ο Προμηθέας των

Καιρών

καταφθάνει

Και η νύχτα που τον καλύπτει δεν είναι
Εκείνη των ανθρώπων αλλά των θεών

Και η ημέρα που θα τον φωτίσει δεν θα
Είναι η των ανθρώπων αλλά μονάχα η

δική του,

Έλεγε ο άνθρωπος που ισχυοβολούσε
Μιαν απόκοσμη θλίψη στο πρόσωπό

του

Και κάποτε ένα λυτρωτικό χαμόγελο
Που φάνταζε να ανασκευάζει όλα τα

ερείπια μιας παγκόσμιας ψυχής

Σε κάστρο κραταιό της αθανασίας·

Αν είναι ο άνθρωπος πιο δυνατός ή ο
Καιρός του, Μικολάι, αυτό είναι ένα

Ερώτημα που σβήνει τόσο αργά στις
Καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων

Όπως οι γραμμές του ήσυχου ορίζοντα
Απ' τις βαρειές νεφέλες της επείγουσας

καταιγίδας

της Ιστορίας,

Έλεγε η νεαρή γυναίκα δίπλα του και
'μοιαζε απορροφημένη απ' τα ίδια της

τα λόγια,

Ότι δείχνει ο χρόνος της επώασης μιας
Καινούργιας ανθρωπότητας να είναι

οδυνηρά μακρός

και

Όμως, μήνα γνωρίζουμε πόσο διαρκεί
Μία ημέρα του θεού, και είναι δυνατόν

Να ξεύρουμε αν τούτος ο ουρανός από
Επάνω μας κρύβει άστρα πόσα, εμείς

Κοιτάζουμε μονάχα την σκιά όχι και την
Πηγή, του έλεγε και κύλησε ελαφρά στο

πλάι του κρεβατιού

σαν αερόπνοη ευγένεια του όντος

στα ημιφώτιστα ερέβη του έρωτα,

Η Τέχνη, Σοφίγια, της είπε τότε αυτός,
Δεν είναι εδώ για να λυτρώσει κανέναν

Μηδέ στο φως να οδηγεί, όχι όμως και
Σε σκοτάδι νέο, αλλ' είναι μονάχα ένας

πιο εύσχημος τρόπος

από την ζωή ή τον θάνατο

Για να παρακάμπτουμε την αργοπορία
Της ύπαρξης και την συντήρηση μιας

μοίρας

που δεν ζητήσαμε ποτέ,

Μα δεν θυμάμαι να την αρνήθηκε κανείς

ακόμα,

Της έλεγε και ολοένα φιλούσε τρυφερά
Τους γυμνούς ώμους της που φάνταζαν

ως το ωραιότερο έργο τέχνης

του χρόνου

πάνω σε σάρκα γυναικός·

Υπάρχουμε για πάντα, να το θυμάσαι
Αυτό, της έλεγε ψιθυριστά στα χείλη

της,

Τίποτε δεν πεθαίνει, της ξαναέλεγε,
Και ποτέ δεν ξαναμπαίνουμε στην

ίδια μήτρα του αιώνα

δυο φορές,

Είμαστε από πάντα εδώ, μία στιγμή
Μόνον είναι όλα, μία που θα διαρκεί

πάντοτε

Όσο και η δημιουργία ενός κόσμου,
Και η ζωή ολόκληρη τίποτε άλλο από

μια αναμνηστική

ονειροπλασία

στον ύπνο ενός δύτη θεού

Που ακόμα βυθίζεται αργά αργά στην
Θάλασσα των ανθρώπων· εγώ κι εσύ

είμαστε αυτός ο θεός,

Σοφίγια,

της έλεγε

Και την αγκάλιασε ωθώντας την προς
Τα πίσω απαλά· ενώ από το παραθύρι

δίπλα τους

Έχαινε

Ακόμα το ιώδες ρήγμα με τα κοκκινωπά
Σύννεφα που άφηνε στους ουρανούς μια

εσπέρα στη γη,

Σιωπηλά ερμηνεύοντας τους χρησμούς
Της τελετουργίας του έρωτα σε μια πιο

διακριτική αίγλη του πραγματικού

Που ακόμα,

Θα 'λεγε κανείς, ανέμενε στους αιώνες
Τους νόμιμους αφανείς κατόχους της·

Με ήρεμη πάντοτε την καρτερία, τον
Ιδιαίτερο κόσμο που δημιουργούσαν

οι άνθρωποι επί της γης

ουδόλως θέλοντας να θίξει·


Saturday, June 4, 2011

MIKALOJUS KONSTANTINAS ČIURLIONIS

Πόσο ανέμελα ολισθαίνουν οι σκέψεις
Πάνω στα σύρματα των ημερών, και

Τόσο ανεπαίσθητα που γλιστράει ένας
Αιώνας φεύγοντας μέσ' από τις φούχτες

των ακινητοποιημένων νεκρών

στην λιθουανή νύχτα

σαν

Άμμος που χέεται σε μια καινούργια
Λήκυθο αθανασίας την οπού δεν ορά

άλλος κανείς

πάρεξ του ζωγράφου, του συνθέτη,

του ποιητή,

Και ένας ορίζοντας ζητάει να απλωθεί
Ακόμα μια φορά στα ηλιοβασιλέματα

των σφαλισμένων οφθαλμών,

Μα εγώ σου λέγω Σοφίγια

Πως

Η τέχνη δεν είναι τίποτε περισσότερο
Από μιαν υπενθύμιση της ζωής όταν

αυτή ξενυχτάει

άγρυπνη

Στα κοιμητήρια των ονείρων εμμένοντας
Για άλλην μια φορά στην παλινόρθωση

της ρακένδυτης ύπαρξης

έναντι του αστερισμού του χρόνου,

Έλεγε ο άνθρωπος με την αετίσια φωλέα
Στο μυαλό του και την ισχυοφάνεια στο

βλέμμα

Στην νεαρή γυναίκα που στεκόταν στο
Κατώφλι του σπιτιού του σαν οπτασία

μιας πανανθρώπινης μνήμης·

Τίποτε δεν πρόκειται να μείνει από τον
Τόσο συνωστισμό μπροστά στην πυρά

της ζωής

Εκτός ίσως από μια χρυσαφένια θράκα·
Εξ αυτής λογίζουμε το Πνεύμα, Σοφίγια,

συνέχιζε να της λέει

ενώ ζωγράφιζε

Ένα τοπίο που κοιμόταν και έβλεπε όνειρα·
Και εκ των σπινθήρων αυτής της μάζας των

οραμάτων

που απομένει στη θέση

της φωτιάς

Λογίζουμε ακόμα, ακριβή μου Σοφίγια, και
Το βεληνεκές της ρίψεως ενός στίχου μέσα

στο ασάλευτο έλος της ψυχής,

Ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ο χαρωπός
Συνοδός της δικής του μοναξιάς και μόνον

Και ένας άταφος νεκρός που ξέμεινε πάνω
Στην επιφάνεια της γης και περπατάει από

συνήθεια

Περιμένοντας όχι ακριβώς την ανάσταση,
Αλλά μιαν ακόμη γιορτή θνητότητας στα

Έρημα κλιμακοστάσια του αιώνα του· όσο
Και αν προσπαθήσει να κρυφτεί κανείς απ'

την παλίρροια

της επιθυμίας

Αυτή θα τον ανακαθορίζει πάντοτε ως ένα
Μάγιστρον όλων των πιθανών εαυτών του

Που μπορεί ανά κάθε στιγμή να φανούν
Στην οικουμένη ως ενθύμια μέλλοντος σε

ένα

σκοτεινότερο

παρελθόν,

Της έλεγε ενώ συμπλήρωνε τις τελευταίες
Του πινελιές στον πίνακα καθώς η γυναίκα

είχε ήδη

ξαπλώσει στο κρεβάτι

και τον περίμενε·

Είναι άρρηκτος ο κύκλος του χρόνου και
Των παραισθήσεών του, ακουγόταν πάλι

η φωνή ανθρώπου

Που ολοένα κι αντιφέγγιζε το άπειρο της
Νύχτας μέσα στην κάμαρα, και ο μόνος

που μπορεί

να τον απορρυθμίσει

Μέσα

Στην τόση οργανωμένη τρέλλα του θεού
Είναι ένας νέος κύκλος φωσφόρου ζωής

Που υπνορραγεί ακόμη στα κτερίσματα
Της τέχνης και του θανάτου και σε όλα

τα σιγηλά εγκεφαλικά μάρμαρα του

ανθρώπου

Όταν πια δεν χρειάζεται ουρανό και γη,
Φως και λήθη για να ζήσει ει μη μόνον

το κάλλος της Στιγμής,

έλεγε

Και πρόσεξε καλύτερα το τοπίο που
Μόλις είχε τελειώσει, αφήνοντας την

παλέττα πλάι του

τόσο απαλά σαν πνοή ανέμου

σε έρημη είσοδο σπιτιού·

Η δε ζωγραφιά που κοιμόταν και
Έβλεπε όνειρα φάνταζε τώρα πως

είχε ξυπνήσει

Και μάλιστα, αυτό το παρατήρησε και
Η νεαρή γυναίκα που περίμενε γυμνή

στην ερωτική κλίνη·

Και οι δυο προς στιγμήν κοιτούσαν το
Τοπίο τόσο απορροφημένοι που κάποια

στιγμή συνειδητοποίησαν

πως ευρίσκονταν ήδη εντός του

και όχι πλέον μέσα στην κάμαρα,

Μην νοιώθοντας την ανάγκη ακόμα,
Είναι αλήθεια, να ζητήσουν καμμία

έξοδο

προς τον γνωστό εξωτερικό

κόσμο τους,

Χωρίς ωστόσο αυτό να εγγυάται πως και
Οι ίδιοι μετείχαν σε μια εξ ίσου αφύπνιση

όπως και ο πίνακας,

Αν και

Σαφώς εξελάμβαναν τους εαυτούς τους
Ως μη υπνώττοντες και ονειρευόμενους

διόλου,

εν τούτοις

Η έκπληξη δεν ζωγραφιζόταν καθαρά
Πάνω στα πρόσωπά τους· μάλιστα με

την ίδια οικειότητα και σιγουριά

σφιχταγκαλιαστήκαν σε άκρατο πόθο

όπως πάντοτε

Πάνω από το ήδη ολάνοιχτο και χαίνον,
Νέο βάραθρο των ημερών·


Wednesday, June 1, 2011

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΡΕΣΗ

Εμένα να μην με ανακατεύετε στα
Σχέδιά σας, φέρεται ότι είπε ο θεός

Στο άτυπο meeting που είχε με τον
Διάβολο και τον Εωσφόρο μέσα στο

μυαλό

ενός ανθρώπου

Και λίγα χιλιόμετρα έξω από την Εδέμ
Σε μια ερημική τοποθεσία· ο ίδιος δεν

Είχε καμμία διάθεση να συνεχίσει την
Κουβέντα περαιτέρω, σας είπα, μην με

υπολογίζετε

τους τόνισε με ύφος σκοτεινό,

εμένα, ας μην με υπολογίζετε,

Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να
Γίνουν ακόμα, του είπε τότε δειλά ο

διάβολος,

Και ιδού, έχτισα έναν ολόλαμπρο φάρο
Της αρχαιότητας, έδωσα θρησκείες και

επιστήμες στη γη

Και ύψωσα ανάμεσα στους θνητούς τα
Πιο ευγενή οράματα για μια παγκόσμια

φιλία,

Έκανα πόλεμο και ειρήνη, και ακόμα
Ως μαικήνας μέγας προστάτεψα όλες

τις τέχνες

από τα μόλις παραπάνω,

Όλ' αυτά λοιπόν τα βρίσκεις τόσο λίγα;
Έλεγε στον θεό ο οποίος φαινόταν πως

άρχιζε να χάνει

την υπομονή του:

Είσαι αφόρητος ψιλικατζής, του είπε,
Ποτέ σου δεν θα είσαι τόσο δυνατός

Να εννοήσεις πως ουδέν εμμένει στην
Ζωή εκτός από το ρίγος ενός ονείρου,

Ο κόσμος υπάρχει για να παραπέμπει
Πάντα σ' έναν άλλο κόσμο· αδιάφορο

ποιος,

και όχι στον εαυτό του,

έλεγε ο θεός και κοιτούσε το ρολόι του,

Αυτό ο Εωσφόρος που είναι ποιητής
Μπορεί μονάχα να το καταλάβει, αν

και όχι σίγουρο,

Εσύ παραείσαι του κόσμου τούτου,
Αγαπητέ μου διάβολε, τόσο μάλιστα

που κάποτε ξεχνάς

πως

Ο κόσμος δεν υπάρχει ει μη μόνον στο
Μυαλό του ανθρώπου όταν επιθυμεί,

Και βέβαια διόλου απίθανο να μείνεις ως
Ο Μέγας Δάσκαλος της ανθρωπότητας

Όμως τα πλήθη αργά ή γρήγορα θα σε
Ρίξουν απ' τον θρόνο σου απλά και μόνο

επειδή

είσαι

ο δάσκαλός τους

Και δεν θα αντέξουνε κάποια στιγμή το
Χρέος· ότι 'ναι αλήθεια πως ό,τι την ζωή

χρωστάει

δεν ημπορεί να ζήσει

Και ό,τι τον θάνατο ακόμα υπομένει δεν
Πρόκειται ποτέ να είναι ελεύθερο, όσην

ελευθερία και αν αποκτήσει,

Κατέληξε ο θεός και είπε ότι δεν θα κάτσει
Να περιμένει και τον άνθρωπο που είχανε

καλέσει

για γεύμα

Γιατί του ήταν εξαιρετικά αδιάφορο το όλο
Θέμα· κάποτε θα εκτιμήσετε πιο ψύχραιμα

την μη συμμετοχή μου,

δήλωσε καθώς αναχωρούσε

Ενώ άτολμα χτυπήματα ακούγονταν στην
Πόρτα ήδη· πέρασε μέσα μην ντρέπεσαι,

Φέρεται ότι είπαν στον θνητό, ο οποίος και
Τελικά αποφάσισε να μπει, ενώ ολόγυρα

παντού στην υδρόγειο

άναβε ο Εωσφόρος

όλα τα φώτα

Χωρίς να καθίσταται ακόμα φανερό αν τo
'κανε για να βλέπει καλύτερα ο άνθρωπος

καθώς εισήρχετο

Ή για να κρύψει πιο επιτυχώς μέσα στην
Τόση λάμψη οικουμένης και τόση γιορτή

της Ιστορίας,

το ένα και μοναδικό καταφύγιο

Μιας άγνωστης ποίησης και απόλυτης·

Αν και όχι σίγουρη για τις προθέσεις της
Ακόμα·