Friday, June 10, 2011

MIKALOJUS KONSTANTINAS ČIURLIONIS, III

Η Ιστορία, Σοφίγια, της έλεγε με μια
Λάμψη όχι στα μάτια του, αλλά στην

Ολόκληρη νύχτα που τον περιέβαλε
Με τις αχανείς πτέρυγές της απαρχής

Της πρώτης σκέψεως που γεννήθηκε
Ποτέ σε ανθρώπινο νου, η Ιστορία,

είναι

Μια οπτασία τρόμου καταμεσής της
Νηνεμίας ενός ήρωα των εποχών που

πετάγεται αίφνης

από την κλίνη του

τόσο αναστατωμένος

Που δεν μπορεί να καταλάβει ακόμα
Αν είναι θνητός ή αθάνατος, υπάρχων

ή μη υπάρχων

Φως περιούσιο στην αγορά του κόσμου
Όπου συνωθούνται ανέκαθεν τα ποίμνια

των ιδεών

Ή σκοτάδι στα προπύλαια του θανάτου,
Όσο αμφίμοιρος είναι ο άνθρωπος, τόσο

επιμένει

Ο χρόνος να τον απομακρύνει από κάθε
Βεβαιότητα για την αληθινή πατρίδα του,

Όμως

Η Λιθουανία, Σοφίγια, μπορεί να είναι
Ο τόπος του σώματός μου, όχι ωστόσο

και εκείνος

του πνεύματός μου

κατ'ανάγκην,

Ότι ο άνθρωπος στην πραγματικότητα
Δεν είναι παρά άπατρις στη γη, ανέστιος

και ο

πλάνητας

ανά τις εποχές,

Έως ότου να καταφθάσει κάποτε στην
Μεγάλη Φωτιά στην οπού μια φορά σαν

άγριο όραμα και υψηλό

ενείδε

Τις φωτεινές πολιτείες και τα λυτά στο
Κόσμο κράτη και βασίλεια, να τήκονται

από μιαν ελευθερία

άγνωστη ακόμα στην ύπαρξη

Και που ο καλλιτέχνης μόνο μπορεί να
Την φέρει αν όχι στο φως, στο ημίφως

το δικό του τότε σίγουρα

Μιας εστεμμένης θνητότητας που ξέρει
Να αντιτάσσεται προς όλους τους θεούς

Και τα πεπρωμένα που ετοίμασαν ερήμην
Των αδίκως πλαγιοκοπημένων από κάθε

βαρβαρότητα του ουρανού,

Της έλεγε καθώς έπαιζε μια μελωδία του
Τσέζαρ Κιούι στο πιάνο ενώ δίπλα του η

νεαρή γυναίκα

Φάνταζε σαν να φωτίζεται από φως που
Δεν ανήκε στην ημέρα του κόσμου μηδέ

Προήρχετο και από πηγή άλλη μέσα στην
Κάμαρα· εκείνος κάποια στιγμή παράτησε

το πιάνο

Και έδειχνε σαν να αφουγκράζεται κάτι να
Έρχεται από τόσο μακριά, όπως οι ψίθυροι

των άστρων

Στα

Κατασκότεινα σπήλαια του αιωρουμένου
Από πάνω του σύμπαντος, το οποίο έλεγε

ο ίδιος

Δεν καταλήγει στο απώτατο άκρο του σε
Καμμιά ουράνια εσχατιά ει μη μόνον στη

Φαντασία ενός τρελλού ζωγράφου όταν
Αποφασίζει κάποτε να μην πεθάνει ποτέ·

Και ποιος μπορεί να είναι τότε ο σκοπός,
Μικολάι, για όλη αυτή την ταραχή στη γη

Και πώς θα ήταν δυνατόν ποτέ η μάστιγα
Του Κάιν ν' αποκοπάσει στην κοιλάδα του

Ιωσαφάτ

Όπου εξωθούνται τα πλήθη να κερδίσουν
Ή να χάσουν τις ζωές τους προς το όφελος

ενός παγκόσμιου θεάτρου

Το οποίο μήποτε εννοούν, μηδέ γνωρίζουν
Πως υπήρξαν από πάντοτε τα στάχυα του

θανάτου

Όταν ουράνιοι θεριστές καταφθάνουν στις
Στροφές των αιώνων και συγκεντρώνουν

τα ανίερα λήμματα

από σάρκες και οστέα

Και τα φυτεύουν ξανά στο χρόνο έως ότου
Έλθει πάλι ο καιρός της νέας συγκομιδής,

Ποιος ο υιός ανθρώπου που θα μπορέσει
Ίσως κάποτε να μας ελευθερώσει από τον

αγρό

ενός παγκόσμιου σφετερισμού,

Αυτό, Μικολάι, αν δεν είναι μια ελπίδα
Μάταιη, τότε θαρρώ πως δεν μπορεί να

είναι άλλο

παρά το όνειρο μυστικό της Ιστορίας

Και μια διαθήκη ανάμεσα στον άνθρωπο
Και το μέλλον του, την οποία μονάχα ο

Ίδιος είναι αρμόδιος να κυρώσει για τον
Λογαριασμό του και μηδείς ο θεός και ο

δαίμων ουδέ

αντ' αυτού·

Έλεγε η νεαρή γυναίκα και οι πνοές της
Προς το πρόσωπο του άνδρα φάνταζαν

σαν ανοιξιάτικο αεράκι

καταμεσής χειμώνος τόσο βαρέως

όσο και η αλυσίδα των αιώνων

Που έδενε τους ανθρώπους με γεγονότα,
Ιδέες, πίστεις , θρησκείες και επιστήμες·

Σοφίγια, Σοφίγια, ακούστηκε η φωνή του
Τότε σαν να έβγαινε μέσα από τα σωθικά

ενός ολόκληρου βασιλείου κρυμμένου

έτι στο χρόνο,

Έρχεται ο καιρός όπου ένας ο Μύθος, μία
Η μεγάλη ουσία και ακηλίδωτο το όραμα

της ελευθερίας

Θα καθηλώσουν ξανά τα μαγεμένα στην
Εποχή τους αμέριμνα πλήθη που γι' άλλη

μια φορά

Τόσο δουλικά υποχρεούνται να ζουν και να
Πεθαίνουν χωρίς ποτέ να έχουνε τολμήσει

μία λέξη να ξεστομίσουνε βαρειά

στο χάος

Που το λογίζουνε σαν τάξη ιερογλυφική·
Όμως εγώ σου λέγω τούτο, Σοφίγια, είπε,

Και έμοιαζε

Ως ο αετός

Λίγο πριν ξεχυθεί στις χαράδρες και τους
Ηλιακούς κρημνούς, για την επιφάνεια

της γης

πλέον αδιαφορώντας·

Ουδέν θα φώτιζε τη σκέψη αν δεν υπήρχε
Πρώτα εκεί έξω, της είπε με βλέμμα που

άστραπτε σαν καταιγίδα

δείχνοντάς της με το χέρι του προς το

αχανές της οικουμένης,

Ουδέν, συνέχιζε να της λέει, κυοφορεί
Η πυραμίδα του μέλλοντος ει μη την

σαρκοφάγο του Λόγου,

Εκείθε απείραχτος εγείρεται στη πλάση
Βασιλιάς ετούτη τη φορά ο εαυτός του

ανθρώπου

Την επικράτειά του ορίζοντας όπως οι
Ακτίνες ενός απέθαντου ηλίου επί της

σιωπηλής γης,

Έλεγε, ενώ η νεαρή γυναίκα κοιτούσε
Ασυναίσθητα προς τα έξω, μήπως ήδη

είχε φανεί κάτι

το οποίο δεν ήξερε ακόμα

Και δεν μπορούσε καν να φανταστεί
Με τι θα έμοιαζε· και ολοένα άνοιγε

τις πόρτες και τα παράθυρα

Επιχειρώντας να αδράξει ένα χρυσούν
Φως απ' τα ερέβη μιας ημέρας μάλλον

παράξενης,

Χωρίς

Αυτό βεβαίως να σημαίνει πως ελόγιζε
Με κάποια μεγαλύτερη του συνήθους

πιθανότητα

να ήταν ήδη μέσα της·