Tuesday, June 7, 2011

MIKALOJUS KONSTANTINAS ČIURLIONIS, II

Αν θα μπορούσαμε ποτέ, Σοφίγια,
Να υπάρξουμε
στη γη ως μια νέα

ισχύς

των οραμάτων,

Όλοι εμείς που βρίσκουμε ανά τις
Εποχές καταφύγιο σαν τα πουλιά

Στις λίθινες σκεπές των ερημόσπιτων
Μιας Λιθουανίας που παραπαίει αιεί

Στην αργόσυρτη λήθη του μέλλοντος
Και υπνοβατεί ανάμεσα στα έθνη της

Ευρώπης

καθώς

Λαξεύουν τον χρόνο τους με εκείνη τη
Σμίλη της απόλυτης ιδέας του Εγέλου,

Και σε προοπτική ωστόσο μιας φωτιάς
Που δεν σβέννυται ποτέ ανά χιλιάδες

κύκλους πολιτισμού

ενός εκπεσόντος θεού

γύρω από τον εαυτό του,

Αν θα μπορούσαμε, ακόμα, Σοφίγια,
Να χτίσουμε ένα παλάτι μεγαλύτερο

Από εκείνο του Βιλέισις, στ'οπού δεν
Θα υπήρχε τίποτ' άλλο πάρεξ ενός

κεριού

στον άδειο χώρο του

να φωτίζει

Μονάχα το κάλλος του ανθρώπου
Όταν αυτός είναι τόσο άδειος από

ζωή και θάνατο

και

Αναζητώντας μια καινούργια λύπη
Της Ελευθερίας στα κτερίσματα του

μέλλοντος αιώνος,

Αν

Τέλος υπερέχουμε κάθε εποχής που
Σιωπηλά αποσύρει τον φλοίσβο της

Από την παραλία της συνείδησής μας
Και αφήνοντας σκόρπια βότσαλα και

φύκια

Στο έρμα της να υπομνηματίζουν την
Θάλασσα του χρόνου, εμείς, Σοφίγια,

εμείς

Δεν θα είμαστε άλλο παρά οι προφήτες
Μιας τέχνης που ακόμα συσσωρεύεται

απ' τη φωτιά

Όταν κατατρώγει τα μάτια των τρελλών
Που φέγγουνε σαν τ'αποδημητικά φώτα

Στους

Θεοσύχναστους δρόμους του Βίλνιους και
Του Κάουνας· μα, ιδού ο Προμηθέας των

Καιρών

καταφθάνει

Και η νύχτα που τον καλύπτει δεν είναι
Εκείνη των ανθρώπων αλλά των θεών

Και η ημέρα που θα τον φωτίσει δεν θα
Είναι η των ανθρώπων αλλά μονάχα η

δική του,

Έλεγε ο άνθρωπος που ισχυοβολούσε
Μιαν απόκοσμη θλίψη στο πρόσωπό

του

Και κάποτε ένα λυτρωτικό χαμόγελο
Που φάνταζε να ανασκευάζει όλα τα

ερείπια μιας παγκόσμιας ψυχής

Σε κάστρο κραταιό της αθανασίας·

Αν είναι ο άνθρωπος πιο δυνατός ή ο
Καιρός του, Μικολάι, αυτό είναι ένα

Ερώτημα που σβήνει τόσο αργά στις
Καρδιές και τα μυαλά των ανθρώπων

Όπως οι γραμμές του ήσυχου ορίζοντα
Απ' τις βαρειές νεφέλες της επείγουσας

καταιγίδας

της Ιστορίας,

Έλεγε η νεαρή γυναίκα δίπλα του και
'μοιαζε απορροφημένη απ' τα ίδια της

τα λόγια,

Ότι δείχνει ο χρόνος της επώασης μιας
Καινούργιας ανθρωπότητας να είναι

οδυνηρά μακρός

και

Όμως, μήνα γνωρίζουμε πόσο διαρκεί
Μία ημέρα του θεού, και είναι δυνατόν

Να ξεύρουμε αν τούτος ο ουρανός από
Επάνω μας κρύβει άστρα πόσα, εμείς

Κοιτάζουμε μονάχα την σκιά όχι και την
Πηγή, του έλεγε και κύλησε ελαφρά στο

πλάι του κρεβατιού

σαν αερόπνοη ευγένεια του όντος

στα ημιφώτιστα ερέβη του έρωτα,

Η Τέχνη, Σοφίγια, της είπε τότε αυτός,
Δεν είναι εδώ για να λυτρώσει κανέναν

Μηδέ στο φως να οδηγεί, όχι όμως και
Σε σκοτάδι νέο, αλλ' είναι μονάχα ένας

πιο εύσχημος τρόπος

από την ζωή ή τον θάνατο

Για να παρακάμπτουμε την αργοπορία
Της ύπαρξης και την συντήρηση μιας

μοίρας

που δεν ζητήσαμε ποτέ,

Μα δεν θυμάμαι να την αρνήθηκε κανείς

ακόμα,

Της έλεγε και ολοένα φιλούσε τρυφερά
Τους γυμνούς ώμους της που φάνταζαν

ως το ωραιότερο έργο τέχνης

του χρόνου

πάνω σε σάρκα γυναικός·

Υπάρχουμε για πάντα, να το θυμάσαι
Αυτό, της έλεγε ψιθυριστά στα χείλη

της,

Τίποτε δεν πεθαίνει, της ξαναέλεγε,
Και ποτέ δεν ξαναμπαίνουμε στην

ίδια μήτρα του αιώνα

δυο φορές,

Είμαστε από πάντα εδώ, μία στιγμή
Μόνον είναι όλα, μία που θα διαρκεί

πάντοτε

Όσο και η δημιουργία ενός κόσμου,
Και η ζωή ολόκληρη τίποτε άλλο από

μια αναμνηστική

ονειροπλασία

στον ύπνο ενός δύτη θεού

Που ακόμα βυθίζεται αργά αργά στην
Θάλασσα των ανθρώπων· εγώ κι εσύ

είμαστε αυτός ο θεός,

Σοφίγια,

της έλεγε

Και την αγκάλιασε ωθώντας την προς
Τα πίσω απαλά· ενώ από το παραθύρι

δίπλα τους

Έχαινε

Ακόμα το ιώδες ρήγμα με τα κοκκινωπά
Σύννεφα που άφηνε στους ουρανούς μια

εσπέρα στη γη,

Σιωπηλά ερμηνεύοντας τους χρησμούς
Της τελετουργίας του έρωτα σε μια πιο

διακριτική αίγλη του πραγματικού

Που ακόμα,

Θα 'λεγε κανείς, ανέμενε στους αιώνες
Τους νόμιμους αφανείς κατόχους της·

Με ήρεμη πάντοτε την καρτερία, τον
Ιδιαίτερο κόσμο που δημιουργούσαν

οι άνθρωποι επί της γης

ουδόλως θέλοντας να θίξει·