Monday, June 20, 2011

MAGYAR KIRÁLYSÁG

Και όμως, Ίστβαν, οι καιροί αυτοί
Είναι σαν σπίθες στον ουρανό που

τις ανάπτει

μια κρυμμένη σκέψη του θεού,

Δεν

Μας είναι ορατή ακόμα η διαφορά
Τους από τ' ασάλευτα και αμέτοχα

άστρα,

Όταν τα βασίλεια

των εθνών

Διαρρέουνε προς έναν σιγηλό αιώνα
Τόσο, που ακόμα και τους ψιθύρους

Τους επιβάλλει σαν κραυγές στα ώτα
Ενός ανέστιου πληθυσμού, ο οποίος

έως σήμερα

Κανοναρχεί την μοίρα του με το πυρ
Μιας πιο στοχαστικής βαρβαρότητας,

Έλεγε η βασίλισσα καθώς έκανε νόημα
Στους ιερείς να αποχωρήσουν από την

σάλα του παλατιού

Ενώ ο σύζυγός της την άκουγε με μάλλον
Αδιάφορη μελαγχολία· από έξω η βροχή

Είχε ήδη κοπάσει και η μαγυάρικη φύση
Ομοίαζε με ένα υγρό όνειρο στα σύνορα

του ανθρώπου

με το

φάντασμα του θεού

Και ο ορμητικός άνεμος ακούγοταν σαν
Να προσπαθούσε να εισβάλλει μέσα στο

παλάτι

Ανακτυπώντας με μανία μια μισάνοιχτη
Θύρα ως εάν ήταν το μυστικό πέρασμα

του Δαίμονα

προς την εξουσία των ανθρώπων·

Ούτε μπορούμε να γνωρίζουμε, Ίστβαν,
Συνέχιζε να λέει η βασίλισσα, κατά πόσο

Κατορθώσαμε να εκδιώξουμε όλους τους
Αρχαίους θεούς προς όφελος ενός σαφώς

πιο αναγκαίου γι' αυτή την χώρα,

Κατισχύοντας τόσο άκοπα των ανώφελων
Μπροστά στη βαρεία τευτονική καταιγίδα

του Ερρίκου

Ορδών του Κόππανυ και του Γκύουλα, όμως
Ιδού, Ίστβαν, μπορεί να είσαι μεν ο πρώτος

βασιλιάς

που υπήρξε ποτέ

ανάμεσα στους Μαγυάρους

Αλλά η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία θα
Είναι πάντοτε μια επίβουλη μητριά για

σένα και τον υιό σου Ίμρε,

Και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθείς να
Την αντιμετωπίσεις με φωτιά κι ατσάλι

Ότι είναι νόμος για τα έθνη πως όταν οι
Παλαιοί θεοί φεύγουν, επιστρέφουν στα

παλιά τους γνώριμα μέρη

με τα ονόματα των καινούργιων θεών,

Και εξ αυτού η εύνοια των δευτέρων δεν
Φαίνεται να είναι τόσο ορατή· κι η χώρα

τούτη

Έχει τόση ανάγκη από μια έξοδο κινδύνου
Απ' έναν σκοτεινιασμένο αιώνα, στον οπού

Οι βασιλείς κι οι αυτοκράτορες μοιράζουν
Μεταξύ τους μια λεία από το λιγοστότατο

υστέρημα

του

χρόνου που φθίνει

Και όχι από το περίσσευμα ενός κόσμου
Που 'χει ήδη προβάλλει από τ' αρίφνητα

μεικτικά σκότη

Της παγκόσμιας μήτρας των εθνών, όμως
Τα μάτια του είναι ακόμη κλειστά προς το

φως της Ιστορίας,

Έλεγε η βασίλισσα και κοίταζε με ένα είδος
Παγερής νοσταλγίας προς την κατευθύνση

του Δουκάτου της Βαυαρίας,

Ο δε βασιλιάς, στεκόταν ήδη από ώρα σ΄ένα
Παράθυρο παρακολουθώντας με ενδιαφέρον

στην αυλή

Κάποιους μοναχούς που συζητούσαν έντονα·
Η δε αμφίεσή τους, του εφάνταζε εκείνη την

στιγμή

Όχι ως η άφιξη μιας νέας θρησκείας στην
Επικράτειά του, αλλά ως ένα νέο και ακόμα

πιο σκοτεινό συμβόλαιο

με τους καιρούς του,

Στο οποίο την υπογραφή, εκαλούντο να
Επιθέσουν πάντα τα συμβαλλόμενα έθνη

όχι όμως

και

ο αιώνιος αμίλητος ουρανός από πάνω,

Ο οποίος προς το παρόν έδειχνε τοσούτον
Απησχολημένος να περιμαζεύει τα νέφη

Της

Απογευματινής βροχής ωσάν σε ένα λευκό,
Λευκότατο κάστρο εκτός του υφισταμένου

Χρόνου των ανθρώπων,

Τις ολίγες στάλες που είχαν απομείνει από
Την νεροποντή ουδόλως εμποδίζοντας να

φθάνουν

ως αμφίβολο αγίασμα

σε μια διψώσα για Ιστορία γη·