Saturday, June 4, 2011

MIKALOJUS KONSTANTINAS ČIURLIONIS

Πόσο ανέμελα ολισθαίνουν οι σκέψεις
Πάνω στα σύρματα των ημερών, και

Τόσο ανεπαίσθητα που γλιστράει ένας
Αιώνας φεύγοντας μέσ' από τις φούχτες

των ακινητοποιημένων νεκρών

στην λιθουανή νύχτα

σαν

Άμμος που χέεται σε μια καινούργια
Λήκυθο αθανασίας την οπού δεν ορά

άλλος κανείς

πάρεξ του ζωγράφου, του συνθέτη,

του ποιητή,

Και ένας ορίζοντας ζητάει να απλωθεί
Ακόμα μια φορά στα ηλιοβασιλέματα

των σφαλισμένων οφθαλμών,

Μα εγώ σου λέγω Σοφίγια

Πως

Η τέχνη δεν είναι τίποτε περισσότερο
Από μιαν υπενθύμιση της ζωής όταν

αυτή ξενυχτάει

άγρυπνη

Στα κοιμητήρια των ονείρων εμμένοντας
Για άλλην μια φορά στην παλινόρθωση

της ρακένδυτης ύπαρξης

έναντι του αστερισμού του χρόνου,

Έλεγε ο άνθρωπος με την αετίσια φωλέα
Στο μυαλό του και την ισχυοφάνεια στο

βλέμμα

Στην νεαρή γυναίκα που στεκόταν στο
Κατώφλι του σπιτιού του σαν οπτασία

μιας πανανθρώπινης μνήμης·

Τίποτε δεν πρόκειται να μείνει από τον
Τόσο συνωστισμό μπροστά στην πυρά

της ζωής

Εκτός ίσως από μια χρυσαφένια θράκα·
Εξ αυτής λογίζουμε το Πνεύμα, Σοφίγια,

συνέχιζε να της λέει

ενώ ζωγράφιζε

Ένα τοπίο που κοιμόταν και έβλεπε όνειρα·
Και εκ των σπινθήρων αυτής της μάζας των

οραμάτων

που απομένει στη θέση

της φωτιάς

Λογίζουμε ακόμα, ακριβή μου Σοφίγια, και
Το βεληνεκές της ρίψεως ενός στίχου μέσα

στο ασάλευτο έλος της ψυχής,

Ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ο χαρωπός
Συνοδός της δικής του μοναξιάς και μόνον

Και ένας άταφος νεκρός που ξέμεινε πάνω
Στην επιφάνεια της γης και περπατάει από

συνήθεια

Περιμένοντας όχι ακριβώς την ανάσταση,
Αλλά μιαν ακόμη γιορτή θνητότητας στα

Έρημα κλιμακοστάσια του αιώνα του· όσο
Και αν προσπαθήσει να κρυφτεί κανείς απ'

την παλίρροια

της επιθυμίας

Αυτή θα τον ανακαθορίζει πάντοτε ως ένα
Μάγιστρον όλων των πιθανών εαυτών του

Που μπορεί ανά κάθε στιγμή να φανούν
Στην οικουμένη ως ενθύμια μέλλοντος σε

ένα

σκοτεινότερο

παρελθόν,

Της έλεγε ενώ συμπλήρωνε τις τελευταίες
Του πινελιές στον πίνακα καθώς η γυναίκα

είχε ήδη

ξαπλώσει στο κρεβάτι

και τον περίμενε·

Είναι άρρηκτος ο κύκλος του χρόνου και
Των παραισθήσεών του, ακουγόταν πάλι

η φωνή ανθρώπου

Που ολοένα κι αντιφέγγιζε το άπειρο της
Νύχτας μέσα στην κάμαρα, και ο μόνος

που μπορεί

να τον απορρυθμίσει

Μέσα

Στην τόση οργανωμένη τρέλλα του θεού
Είναι ένας νέος κύκλος φωσφόρου ζωής

Που υπνορραγεί ακόμη στα κτερίσματα
Της τέχνης και του θανάτου και σε όλα

τα σιγηλά εγκεφαλικά μάρμαρα του

ανθρώπου

Όταν πια δεν χρειάζεται ουρανό και γη,
Φως και λήθη για να ζήσει ει μη μόνον

το κάλλος της Στιγμής,

έλεγε

Και πρόσεξε καλύτερα το τοπίο που
Μόλις είχε τελειώσει, αφήνοντας την

παλέττα πλάι του

τόσο απαλά σαν πνοή ανέμου

σε έρημη είσοδο σπιτιού·

Η δε ζωγραφιά που κοιμόταν και
Έβλεπε όνειρα φάνταζε τώρα πως

είχε ξυπνήσει

Και μάλιστα, αυτό το παρατήρησε και
Η νεαρή γυναίκα που περίμενε γυμνή

στην ερωτική κλίνη·

Και οι δυο προς στιγμήν κοιτούσαν το
Τοπίο τόσο απορροφημένοι που κάποια

στιγμή συνειδητοποίησαν

πως ευρίσκονταν ήδη εντός του

και όχι πλέον μέσα στην κάμαρα,

Μην νοιώθοντας την ανάγκη ακόμα,
Είναι αλήθεια, να ζητήσουν καμμία

έξοδο

προς τον γνωστό εξωτερικό

κόσμο τους,

Χωρίς ωστόσο αυτό να εγγυάται πως και
Οι ίδιοι μετείχαν σε μια εξ ίσου αφύπνιση

όπως και ο πίνακας,

Αν και

Σαφώς εξελάμβαναν τους εαυτούς τους
Ως μη υπνώττοντες και ονειρευόμενους

διόλου,

εν τούτοις

Η έκπληξη δεν ζωγραφιζόταν καθαρά
Πάνω στα πρόσωπά τους· μάλιστα με

την ίδια οικειότητα και σιγουριά

σφιχταγκαλιαστήκαν σε άκρατο πόθο

όπως πάντοτε

Πάνω από το ήδη ολάνοιχτο και χαίνον,
Νέο βάραθρο των ημερών·