Thursday, August 28, 2008

SURFACEBOOK


Εδώ θα κάτσουμε, είπαν και
Σηκώσαν λίγο τα παράθυρα

για να μπει ο αέρας

αλλά φάνηκε τοίχος

πάλι,

Μέσα στη κάμαρα δεν υπήρχαν
Έπιπλα, μήτε άλλη παρουσία

ανθρώπινη

-μονάχα

το κενό

Στον τοίχο ήταν αραδιασμένα
Πολλά κάδρα φτηνά, δευτέρας

διαλογής

που εικονίζαν

και αυτά

Ανθρώπους που έμπαιναν σε
Ένα άδειο σπίτι και ανοίγαν

τα παράθυρα

Και δίπλα τους, κάδρα στους τοίχους
Αμίλητα που φανερώναν και αυτά με

τη σειρά τους ξανά τα ίδια

σε άπειρη ακολουθία

και αχανή αλληλουχία,

Οι εικόνες αυτές, σκέφτηκαν φωναχτά
Οι άνθρωποι, είναι το μοναδικό

περιουσιακό μας στοιχείο

απ'ό,τι φαίνεται,

αποφαινόμενοι με ελαφρά κατάθλιψη,

Τι άλλο κατέχουμε, τούτο θα μείνει
Σκοτεινό εις τους αιώνες, είμαστε

μάλλον

η πρώτη γενεά

Που απέκτησε τα πάντα χωρίς να
Έχει τίποτα δικό της απολύτως

Δεν είναι σίγουρο καν ότι κατέχουμε
Τους εαυτούς μας, προσπαθούμε

Να το διαπιστώσουμε αυτό κοιτώντας
Μέσα στις μορφές που εικονίζονται σε

τούτα τα θλιμμένα φινιστρίνια

που απο τοίχο

οδηγούν σε τοίχο

Όμως το συμπέρασμα που προκύπτει
Αβιάστως είναι πως οι εικονιζόμενοι

Είναι εξ ίσου κτήτορες όπως κι εμείς
Χωρίς κανένα κτήμα, - ώστε λοιπόν

το θρυλούμενο

απόκτημα

δεν προσεκλήθη ακόμη·

Σε τούτο το Βιβλίο της Ζωής όπου
Eγράφησαν τα ονόματα 'παρχής

Του κόσμου, της δημιουργίας απαρχής,
Εντοπίζεται το όνομά μας πιθανώς

όχι όμως πια εμείς,

Είπαν, και σηκώθηκαν κουρασμένοι
Για να ξανακαθήσουν στο πάτωμα,

όχι πια εμείς,

Είπαν ξανά με ευχαριστημένη λύπη
Κατακαθήσαντες ανέτως ωσεί ίζημα

σε υάλινο σωλήνα εργαστηρίου,

όμως ευτυχώς, ούτε άλλος κανείς





Sunday, August 24, 2008

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΣ ΧΥΜΟΣ ΡΟΔΑΚΙΝΟΥ


Ορίστε πιείτε το, φώναζαν
Από τις ταράτσες οι κωμικές

φωνές

του πεπρωμένου,

Όμως οι διαβάτες διόλου δεν
Προσέχανε το ύψος, μα και το

Βάθος του κήπου δεν προσέχανε
Στο βάθος του χρόνου, αλήθεια

Ηταν πάντοτε οι επιφανείς σε
Ξεκαθαρισμένη επιφάνεια όχι

όμως γυαλιστερή

-μάλλον έτσι κι έτσι-

Κατευθύνοντο

Με πείσμονα κατάπαυση ύπαρξης
Προς το χαμό, πηγαίναν στις

δουλειές τους

μπαίναν στις τράπεζες

βάζανε πλυντήριο

Κλέβαν το μάτι του θεού, έρχονταν
Για τριήμερο βαρυγκομώντας,

μηνύαν τα σιδηρουργεία

καθαρίζαν τους στάβλους

τρώγανε εισιτήρια βραδιάτικα

Κλέβαν το μάτι του θεού, ξαναφεύγαν
Για τη πόλη σφυρίζοντας, ορίστε πιείτε,

επανελάμβαναν

οι φωνές απ' τις

ταράτσες,

Ενώ εκείνοι συνέχιζαν να είναι
Κονιορτός της ιστορίας, βγαίναν

από το σπίτι βιαστικά

πριν τους αρπάξει ο κόσμος

σε μία και μόνη κατάποση,

Κλέβαν το μάτι του θεού, μονίμως
Ο ποιητής μπροστά τους χωρίς να

τον βλέπουν,

πιείτε το ξανά,

τους έλεγε αυτός

Γυρνούσαν να πάρουν τα κλειδιά
Του αυτοκινήτου που 'χαν φυτευθεί

στη γλάστρα του μπαλκονιού

που τη ποτίζαν

κάθε fin de siècle

Kαι 'βγαζε κλάδους απονενοημένου
Θαύματος τα παιδικά αυτοκινητάκια,

μα

Πιείτε το και ξαναπιείτε, τους λέγαν
Εν χορώ ο ποιητής και οι φωνές

απ' τις ταράτσες

Ο πρώτος είχε γίνει προφήτης
Μες στους υδρατμούς του θεού

κατηφορίζοντας

σε τάφους λέξεων σφηνοειδών

Έχτιζε

Με τα ποιήματά του ένα νοσοκομείο
Κάποτε θρυλείται ότι περιέθαλψε

όλη την ανθρωπότητα εκεί

που παρέστη

δια αντιπροσώπων,

Ορίστε πιείτε, τους έλεγε, μα
Αυτοί κατάκοιτοι μετρούσαν

πια

Σε ποιους μπορέσανε να δώσουνε
Χαρά καθ' όλη τη διάρκεια της

ζωής

τους

Και ολοένα ξαναμετρούσαν
Απελπισμένα με τα δάχτυλα

ανοιχτά

σαν βεντάλια του θανάτου

Ο αντίχειρας κοκκαλιασμένος
Έγερνε ελεεινά στο πάτωμα

Αν και έκανε κρακ

δεν κατέπιπτε

μα ούτε στεκόταν και πολύ

Στα καλά του.

Tuesday, August 19, 2008

ΛΕΣΣΙΝΓΚΤΟΝ V

ο μονόλογος της Λευκονόης στο βρόχινο φως


Λέσσινγκτον, οι ηγέτες είναι πια νεκροί,
Μια ταχεία ανάμνηση απο τα παιδικά

χρόνια

της προσδοκίας

Που ακόμα σιγοφλέγεται στη χλωροφύλλη
Των σβησμένων φυτειών της εποχής,

Λέσσινγκτον,

Δεν μας αρκεί το λίγο, δεν μας πληροί το
Πολύ, μπροστά μας μόνον το αιώνιο

μέγιστο-ελάχιστο

Καθώς περιδινίζεται στο πέταγμα ελαφρύ
Των φυγάδων γλάρων της αναπάντεχης

στιγμής

Πάνω κει τα πτηνά κρώζουν τον θάνατο,
Λέσσινγκτον, κρώζουν το ζώσιμο της ζωής

από ανέστιο φόβο

και ταραχή

Όταν κατά την δωδεκάτη ώρα της νυκτός
Μπορεί η επόμενη ημέρα να μην εισέλθει

κι αντ'αυτής

να γεμίσει με νερά

Το κατάστρωμα του κόσμου

Ώστε τίποτα δεν θα μπορούσε πλέον
Να λογίζεται βέβαιο στην κινούμενη

θλίψη

των ημερών

Καθώς αυτές

Αναδιανέμονται στους ίσκιους μας
Εκτός ίσως από τις φωτογραφίες

των παιδικών μας χρόνων

Λέσσινγκτον,

Λιθοκτυπούν οι χτισμένοι στο νου μας
Εαυτοί, μα δες τώρα το πλήθος ψάχνει

για τα χαρούπια

και από πάντα

στίλβουν

οι αδάμαντες

Όμως ακόμα η γη δεν ειναι κήπος και
Η καρδιά του ανθρώπου είναι πένθιμη

σαν κύβος

Και είναι έρκος μυστικό σε λόγια των
Ανθρώπων, δεν βλέπεις πόσο σκληρά

Η προσδοκία διώκει ό,τι ήδη υπάρχει
Ένα οίμοι ακουγόταν πάντα απ' το

διπλανό διαμέρισμα

που κατοικεί ο θεός

Ότι το τόσο εύρος και το φάος εγγενές
Ουδέποτε τολμήσανε να εξομολογηθούν

μα

ούτε

και να σιγήσουν

Α, είν' η ελπίδα ένα παλάτι κραταιό
Με πατώματα πολλά, σε κάθε ένα

Περπατάει και από ένας κλέπτης,
Λέσσινγκτον, το πού θα αποθέσει

τη κλοπιμαία θλίψη του

είναι ζήτημα χωροταξίας

του αιώνα:

Βλέπω από μακριά να έρχονται
Απροσδόκητοι νεκροί, όμως δεν

πρόκειται

για ανάσταση

αλλά για αποκατάσταση,

Και στ'αλήθεια σίγουρο δεν είναι ότι
Υπάρχει αυτό που φαίνεται και ούτε

δεδομένο

ό,τι ισχύει σε αρχή

και εξουσία

Δεν τελειώσαμε ακόμη με το χρόνο
Δεν κατισχύσαμε της ιστορίας, δεν,

Λέσσινγκτον,

Μπορούμε να χτίσουμε ποτέ το σπίτι μας
Σε μια κρεμαστή γέφυρα, με ένα λινόπανο

φαγωμένο απ'τον αέρα

να σύρεται σαν μισάνοιχτο στόμα

στα κράσπεδα των ετών,

Και αν μπορούμε ακόμη να μην πεθαίνουμε
Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουμε κανέναν

να μας θάψει

επίσημα

ουδείς ο προεξάρχων τάφος,

Μα είναι η εποχή μας ένα σαγόνι ανοιχτό
Που καθυστερεί να δαγκώσει, λανθάνουμε

οσαύτως

των δισταγμών μας

καθώς νομίζουμε

Πως το σαγόνι τούτο επειδή ακόμα δεν
Μας αρπάζει, είναι γι' αυτό κλειστό,

Λέσσινγκτον,

Θα περάσουν χρόνια ώσπου οι άνθρωποι
Να κοιμηθούν ξανά έξω στη χλόη με τις

θύρες του νου

ανοιχτές

Ως τότε το μόνο που μπορούμε να 'χουμε
Δεν είναι άλλο από το σωστό όνομα στη

πόρτα

για να μας βρουν

Εδω βρίσκεται ο αιτών και ο αιτούμενος
Θα γράφει, ουδείς επελήφθη ποτέ της

δίψας των

ει μη η πιο λαμπρή, εορταστική έρημος

που μπορεί σκέψη καν να μη σκεφτεί

ποτέ


Friday, August 15, 2008

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΜΕΝΗ ΜΟΙΡΑ


Λέγεται ότι ο Τρότσκι είναι στα Ουράλια
Αυτή τη στιγμή, είπε ο Λάμα καθώς

Παρακολουθούσε από το μοναστήρι του
Τις μάχες έξω από τα τείχη της Κρονστάνδης,

Και λέγεται ακόμη πως αφέθηκε εν λευκώ
Ο απλοποιημένος Τζερζίνσκυ να πράξει

όπως κρίνει

Τούτο σημαίνει φυσικά πως ό,τι θάλλει
Αργά ή γρήγορα θαμπώνει προς μια

Κατηφόρα της οπτικής της ψυχής, αλήθεια,
Έχεις σκεφθεί ποτέ σε πόσους ηλίθιους

θέλοντας και μη

στηρίζεται μια επανάσταση;

Ρώτησε ο Λάμα τον εξεγερμένο ναύτη που
Εκείνη τη στιγμή κοιμόταν μέσα σ' ένα

πολυβολείο,

Παράξενα πάντως μιλάς για Λάμα, είπε,
Καθώς ανοιγόκλεινε τα μάτια του, μισό

λεπτό

να σηκωθώ,

Μην με αποκαλείς έτσι, του είπε τότε ο
Θιβετιανός, ουδόλως προσδιορίζομαι

αν αυτό γινόταν

θα ήμουν κι εγώ ηλίθιος

όπως ο Τζερζίνσκυ

Μια δορυφορία της νύχτας γύρω από
Αμήχανους ήλιους· ο άνθρωπος ακόμα

δεν βρήκε

μέσα στους αιώνες

την χρυσή ισορροπία

Ανάμεσα στο φως και τους φωτιζομένους
Είναι μια σχέση πάντοτε στο τρόμο

ρυθμιζόμενη

Πιθανώς τόσο σοφά για να σκουριάζουν όλα
Κι έτσι ποτέ να μην εγείρονται οι αξιώσεις

του αιωνίου

επί του φθαρτού της γης,

Θέλεις να πεις λοιπόν,του είπε τότε ο
Ναύτης της Κρονστάνδης, πως είναι

η παρακμή

μιας επανάστασης

ένα γεωφυσικό φαινόμενο;

Μπορεί, του απάντησε ο θιβετιανός, δες
Μονάχα πόσο ξεπέφτει υποδειγματικά

στην πιο έγκυρη λάμψη της,

Εσύ πώς τα ξέρεις αυτά; πετάχτηκε ο
Ναύτης, μην και οι Λάμα υπήρξανε

ποτέ

σε

φωτεινά μπουντρούμια

όπως τα δικά μας;

Σου είπα, μην μου αποδίδεις κανένα
Τίτλο, είπε ο θιβετιανός και ξαφνικά

Άρχισε να φωνάζει -

Και φάνταζε η φωνή του σα να 'ρχοταν
Από απείρως μακριά και απείρως κοντά,

Είμαι εσύ, είμαι εσύ,

επανελάμβανε,

Είμαι η πιο βαθειά απελπισία σου
Κι η βιαστική σου έξοδος από την

Ιστορία

φευ σε Ιστορία πάλι

Είμαι η άχρονη σκιά σου σε χρόνο
Και αυτή καταδικασμένη, δες με,

Λες και με παράτησαν εδώ οι αιώνες
Στα υψίπεδα των αετών, οπού μπορώ

μονάχα

να περιμένω πότε

θα πετάξω

Ενώ εσύ το μόνο που περιμένεις δίχως
Να μπορείς αλλιώς να κάνεις, είναι η

πτώση

από τα υψίπεδα

του Τζερζίνσκυ,

Και κάγχασε ειρωνικά· αντιδρομούμε
Την κοινή της αναμονής μοίρα μην

υποφέροντας

πραγματικά,

Κατέληξε και χτύπησε με δύναμη το
Γκονγκ του μοναστηριού σα να 'θελε

Μ' αυτή τη κίνηση τέλος στο χρόνο
Να βάλει μια για πάντα,

Λάμα! του είπε ο εξεγερμένος, ένα
Φωτεινό δευτερόλεπτο αξίζει κατά

πολύ περισσότερο

από αιώνια αχανή δευτερολέπτα

μέσα στο φως!

Για να προσθέσει με κάποια δυσθυμία:
Όμως να χαρείς μην βαράς το γκονγκ

τόσο πρωί

άσε με να κοιμηθώ λιγάκι ακόμα,

Κι έγειρε ξανά στο πλάι, τους ήχους
Των αεροπλάνων που 'ταν δυνατότεροι

μηδόλως

προσέχοντας



Monday, August 11, 2008

ΟΡΝΑΝΤΟ ή Η Κατάρα των Κύκλων


Στην απόμερη σιωπή του Νέου Μεξικό
Κοντά στα σύνορα με το μηδέν, υπήρχε

ένας μαύρος βράχος

γύρω του πετούσαν

ημιθανή τα πουλιά

Σε μεγάλους κύκλους πάνω από την κεφαλή
Του φυτευμένου Νώε στην έρημο, τον λένε

Πιέδρο, είναι κοιμισμένος,

συγκατανεύαν οι τρωγλοδύτες

και κάναν νόημα

Στο κάρο με τα λειψά κι ελεεινά κλοπιμαία
Να φύγει από τη περιοχή αφήνοντας τα

Λιγοστά παραπήγματα ακόμα πιο άδεια
Απ'όσο εξ αρχής μοιράστηκαν στο κόσμο

Ενώ οι κρουνοί παρατεταγμένοι στον χαμηλό
Ορίζοντα δεν βγάζαν ούτε μια σταγόνα νερό,

Ματαίως οι στρόφιγγες ανοίγανε και κλείνανε
Στους απροσδιόριστους χρόνους της μεγάλης

αιχμαλωσίας της πλάσης·

Οι ψυχές είχαν ήδη φορεθεί και τ'άδεια σώματα
Υπήρχανε κατά σωρούς στις αποθήκες δίχως

θυμό

Και από παντού σπρώχναν άμμο και κόκκαλα
Σε νεύρα τυχαία, σάρκες πιθανώς ανθρώπινες,

Ορνάντο,

ψιθύρισε ο ταγματάρχης

της ξηρής μεσημβρίας,

Ορνάντο, επιβεβαίωνε ο αχός απ τις πατημασιές
Της δημιουργίας ενός νέου κόσμου πάνω στις

ακαθαρσίες της ελπίδας

Και ολένα στήναν τους ανθρώπους στο μέσον
Της ερήμου, σαν σπασμένες μηχανές σε

απρόσωπο όλεθρο

Προσπαθούσαν να προχωρήσουν,όμως τα
Βήματά τους ήταν πολύ βαρειά τόσο που

τους γκρεμίζαν τελικώς,

Εκεί τους παραστέκαν

κι οι αγαπημένοι τους νεκροί,

Σηκωθείτε, λέγαν οι δεύτεροι, και τους
'Ερριχναν νερό στο πρόσωπο, αφήναν

μια ανάσα

Και παραπατούσαν σε ζάλη, δεν ζείτε,
Είστε απλώς μια φαντασία της ερήμου,

Λέγαν οι συγκεντρωμένοι στους νεκρούς
Που ακούγανε τα λόγια αυτά με χαρωπή

διάθεση και κατανόηση

μάλλον

ανησυχητική

Και προσπαθούσανε να σηκωθούν, χωρίς
Να δίνουν σημασία στις οικείες άνομες

μορφές, στρέφαν το βλέμμα

προς την δική τους ερημία θανάτου

και μόνον,

Σηκωθείτε, περπατείστε, λέγαν χαμογελώντας
Οι νεκροί, οι ολόδικοι νεκροί τους, και τους

ξαναρίχναν

νερό

στο πρόσωπο,

Κινηθείτε γρήγορα, επέτασσαν, για πάντα θα
Κινείστε, κατέληγαν οι ξαναζωντανεμένοι

ελκυστικοί εφιάλτες

Με ένα έμβολο στο στόμα να πηγαίνει
Πέρα δώθε, λέξεις σαν ψόφιους έλικες

αφήνοντας να τρίζουν στα πλευρά τους,

για πάντα θα κινείστε,

τους ξαναλέγαν αινιγματικά

Ενώ από μακριά ο ήχος ζωής
Για τους καταδικασμένους σε

κίνηση

ακόμα δεν ερχόταν,

Ούτε και η βεβαίωση του θανάτου

Μα πάνω απ'όλα
Δεν ήταν η ταυτότητά τους πια

και τόσο δεδομένη

Ούτ' ακριβώς και η διαφορά



Thursday, August 7, 2008

ΤΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΑΡΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Αγαμέμνων, τον ρώτησε άξαφνα
Ο νεκροθάφτης, ο κόσμος είναι

εν μέρει

ή

εξ ολοκλήρου;

Διατυπώνω το ερώτημα τούτο
Γιατί θαρρώ πως σε αυτό

εγκλείονται

οι συμφορές

και οι ευτυχίες μας,

Είπε και αμέσως άρχισε να ετοιμάζει
Το φέρετρο της ημέρας, πρόσεξε,

Αγαμέμνων,

αναθάρρησε ο λόγος του ξαφνικά,

Ειτε οι νεκροί βλέπουν το όλο είτε
Όχι, είναι ωστόσο μέσα σε αυτό

αναντιρρήτως

Συνεπώς η ζωή είναι μια τοπική
Εκδήλωση, ο επαρχιωτισμός του

ουρανού

λέγω,

Ό,τι έχει το προνόμιο της εμφάνισης
Έχει ταυτόχρονα και την παρενέργεια

του θανάτου

Και ό,τι έχει το προνόμιο της ομιλίας
Σύρει ως κατάρα απάνω του τη

φθορά

Τα πράγματα είναι πάντα ενεστώτα
Με μια αλήθεια ωστόσο μάλλον

πτητική,-

Και τότε ποιος ο λόγος που τελικά
Εμφανιζόμαστε και δεν αποσύρθηκαμε

εξαρχής

απ'τη ζωή;

Γιατί δεν φύγαμε πριν καν έλθουμε εδώ;

Ρώτησε μάλλον αδιάφορα ο Αγαμέμνων
Ενώ ήταν προφανές πως ήθελε να φύγει

κοιτούσε το ρολόι του συνέχεια,

Φύγε Αγαμέμνων, του απάντησε ξαφνικά
Ο νεκροθάφτης, φύγε, μην σε κρατάω

περισσότερο,

Και φαινόταν σα να έντυνε με μια μυστήρια
Απόχρωση την προτροπή του, φύγε, του

έλεγε,

Αλλά εκεί ο Αγαμέμνων, δεν μπορούσε
Να καταλάβει αν βαριόταν να σηκωθεί

να φύγει

ή ήταν κάτι άλλο

Δεν το κουνούσε ρούπι από τη θέση του
Δεν τολμούσε καν να μιλήσει



Sunday, August 3, 2008

Η ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ


Κατά τις πέντε το πρωί οδήγησαν
Ολόκληρη την ανθρωπότητα με

ένα περιπολικό

στον τόπο του εγκλήματος,

Ορίστε, τους παρότρυναν, πείτε μας
Για τη ζωή σας, εμπρός, όπως έγιναν

τα πράγματα

ακριβώς,

Σας είπαμε, δεν το θέλαμε, ήταν σαφώς
Ατύχημα

δεν φταίγαμε εμείς,

αντέτειναν

και κραδαίναν τις ταυτότητές τους

Αρνούμενοι να τις χρησιμοποιήσουν
Ως τα φονικά όπλα για την επείγουσα

αναπαράσταση,

Σας το λέμε

και τώρα

Ούτε που καταλάβαμε πώς συνέβησαν
Όλα και πόσο γρήγορα τελειώσαν

Ούτε καν προλάβαμε να δούμε το θύμα
Μόνο για λίγο, -θα παίρναμε όρκο-,

νομίσαμε

πως είχε το πρόσωπό μας,

Μόνο για λίγο

Ναι, είχε τη μορφή μας , όμως σας
Επαναλαμβάνουμε, μην προσπαθείτε

να μας πείσετε

ότι 'μασταν εμείς οι ίδιοι

μην,

Λέγαν και κοιτούσαν πάνω έντονα
Μην και είχε ανατείλει ο ήλιος ήδη

όμως φως δεν ερχόταν,

Είναι κάτι που δεν το αποκλείουμε
Όμως να το δεχθούμε κιόλας η

Βιάση δεν υπάρχει, ίσως έχουμε
Χρόνια πολλά να ζήσουμε ακόμη

ίσως,

-προσπαθείστε να

μας καταλάβετε

Δεν φαίνονται όλα πάντα τόσο
Καθαρά, άλλωστε η ζωή από

μόνη της

ευδιάκριτη δεν είναι,

-πήραν βαθειά ανάσα-,

Φύγαμε γρήγορα έτσι κι αλλιώς
Δεν είμασταν εκεί να δούμε όλο

το τέλος,

Kαι χλωμιάσαν ξαφνικά
Πιθανώς από κάποια μάλλον

άκαιρη

συνειδητοποίηση,

Μα ίσως δεν είμασταν
Καν στην αρχή, ξεστόμισαν

σκοτεινιασμένοι

Ενώ ο ήλιος ακόμη
Δεν φαινόταν,

Εκεί δεν είμασταν ίσως
Ποτέ

ποτέ

Είπαν τρεμάμενοι και οδηγήθηκαν
Γρήγορα

πίσω

στο περιπολικό