Sunday, August 24, 2008
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΟΣ ΧΥΜΟΣ ΡΟΔΑΚΙΝΟΥ
Ορίστε πιείτε το, φώναζαν
Από τις ταράτσες οι κωμικές
φωνές
του πεπρωμένου,
Όμως οι διαβάτες διόλου δεν
Προσέχανε το ύψος, μα και το
Βάθος του κήπου δεν προσέχανε
Στο βάθος του χρόνου, αλήθεια
Ηταν πάντοτε οι επιφανείς σε
Ξεκαθαρισμένη επιφάνεια όχι
όμως γυαλιστερή
-μάλλον έτσι κι έτσι-
Κατευθύνοντο
Με πείσμονα κατάπαυση ύπαρξης
Προς το χαμό, πηγαίναν στις
δουλειές τους
μπαίναν στις τράπεζες
βάζανε πλυντήριο
Κλέβαν το μάτι του θεού, έρχονταν
Για τριήμερο βαρυγκομώντας,
μηνύαν τα σιδηρουργεία
καθαρίζαν τους στάβλους
τρώγανε εισιτήρια βραδιάτικα
Κλέβαν το μάτι του θεού, ξαναφεύγαν
Για τη πόλη σφυρίζοντας, ορίστε πιείτε,
επανελάμβαναν
οι φωνές απ' τις
ταράτσες,
Ενώ εκείνοι συνέχιζαν να είναι
Κονιορτός της ιστορίας, βγαίναν
από το σπίτι βιαστικά
πριν τους αρπάξει ο κόσμος
σε μία και μόνη κατάποση,
Κλέβαν το μάτι του θεού, μονίμως
Ο ποιητής μπροστά τους χωρίς να
τον βλέπουν,
πιείτε το ξανά,
τους έλεγε αυτός
Γυρνούσαν να πάρουν τα κλειδιά
Του αυτοκινήτου που 'χαν φυτευθεί
στη γλάστρα του μπαλκονιού
που τη ποτίζαν
κάθε fin de siècle
Kαι 'βγαζε κλάδους απονενοημένου
Θαύματος τα παιδικά αυτοκινητάκια,
μα
Πιείτε το και ξαναπιείτε, τους λέγαν
Εν χορώ ο ποιητής και οι φωνές
απ' τις ταράτσες
Ο πρώτος είχε γίνει προφήτης
Μες στους υδρατμούς του θεού
κατηφορίζοντας
σε τάφους λέξεων σφηνοειδών
Έχτιζε
Με τα ποιήματά του ένα νοσοκομείο
Κάποτε θρυλείται ότι περιέθαλψε
όλη την ανθρωπότητα εκεί
που παρέστη
δια αντιπροσώπων,
Ορίστε πιείτε, τους έλεγε, μα
Αυτοί κατάκοιτοι μετρούσαν
πια
Σε ποιους μπορέσανε να δώσουνε
Χαρά καθ' όλη τη διάρκεια της
ζωής
τους
Και ολοένα ξαναμετρούσαν
Απελπισμένα με τα δάχτυλα
ανοιχτά
σαν βεντάλια του θανάτου
Ο αντίχειρας κοκκαλιασμένος
Έγερνε ελεεινά στο πάτωμα
Αν και έκανε κρακ
δεν κατέπιπτε
μα ούτε στεκόταν και πολύ
Στα καλά του.