ο μονόλογος της Λευκονόης στο βρόχινο φως
Λέσσινγκτον, οι ηγέτες είναι πια νεκροί,
Μια ταχεία ανάμνηση απο τα παιδικά
χρόνια
της προσδοκίας
Που ακόμα σιγοφλέγεται στη χλωροφύλλη
Των σβησμένων φυτειών της εποχής,
Λέσσινγκτον,
Δεν μας αρκεί το λίγο, δεν μας πληροί το
Πολύ, μπροστά μας μόνον το αιώνιο
μέγιστο-ελάχιστο
Καθώς περιδινίζεται στο πέταγμα ελαφρύ
Των φυγάδων γλάρων της αναπάντεχης
στιγμής
Πάνω κει τα πτηνά κρώζουν τον θάνατο,
Λέσσινγκτον, κρώζουν το ζώσιμο της ζωής
από ανέστιο φόβο
και ταραχή
Όταν κατά την δωδεκάτη ώρα της νυκτός
Μπορεί η επόμενη ημέρα να μην εισέλθει
κι αντ'αυτής
να γεμίσει με νερά
Το κατάστρωμα του κόσμου
Ώστε τίποτα δεν θα μπορούσε πλέον
Να λογίζεται βέβαιο στην κινούμενη
θλίψη
των ημερών
Καθώς αυτές
Αναδιανέμονται στους ίσκιους μας
Εκτός ίσως από τις φωτογραφίες
των παιδικών μας χρόνων
Λέσσινγκτον,
Λιθοκτυπούν οι χτισμένοι στο νου μας
Εαυτοί, μα δες τώρα το πλήθος ψάχνει
για τα χαρούπια
και από πάντα
στίλβουν
οι αδάμαντες
Όμως ακόμα η γη δεν ειναι κήπος και
Η καρδιά του ανθρώπου είναι πένθιμη
σαν κύβος
Και είναι έρκος μυστικό σε λόγια των
Ανθρώπων, δεν βλέπεις πόσο σκληρά
Η προσδοκία διώκει ό,τι ήδη υπάρχει
Ένα οίμοι ακουγόταν πάντα απ' το
διπλανό διαμέρισμα
που κατοικεί ο θεός
Ότι το τόσο εύρος και το φάος εγγενές
Ουδέποτε τολμήσανε να εξομολογηθούν
μα
ούτε
και να σιγήσουν
Α, είν' η ελπίδα ένα παλάτι κραταιό
Με πατώματα πολλά, σε κάθε ένα
Περπατάει και από ένας κλέπτης,
Λέσσινγκτον, το πού θα αποθέσει
τη κλοπιμαία θλίψη του
είναι ζήτημα χωροταξίας
του αιώνα:
Βλέπω από μακριά να έρχονται
Απροσδόκητοι νεκροί, όμως δεν
πρόκειται
για ανάσταση
αλλά για αποκατάσταση,
Και στ'αλήθεια σίγουρο δεν είναι ότι
Υπάρχει αυτό που φαίνεται και ούτε
δεδομένο
ό,τι ισχύει σε αρχή
και εξουσία
Δεν τελειώσαμε ακόμη με το χρόνο
Δεν κατισχύσαμε της ιστορίας, δεν,
Λέσσινγκτον,
Μπορούμε να χτίσουμε ποτέ το σπίτι μας
Σε μια κρεμαστή γέφυρα, με ένα λινόπανο
φαγωμένο απ'τον αέρα
να σύρεται σαν μισάνοιχτο στόμα
στα κράσπεδα των ετών,
Και αν μπορούμε ακόμη να μην πεθαίνουμε
Αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουμε κανέναν
να μας θάψει
επίσημα
ουδείς ο προεξάρχων τάφος,
Μα είναι η εποχή μας ένα σαγόνι ανοιχτό
Που καθυστερεί να δαγκώσει, λανθάνουμε
οσαύτως
των δισταγμών μας
καθώς νομίζουμε
Πως το σαγόνι τούτο επειδή ακόμα δεν
Μας αρπάζει, είναι γι' αυτό κλειστό,
Λέσσινγκτον,
Θα περάσουν χρόνια ώσπου οι άνθρωποι
Να κοιμηθούν ξανά έξω στη χλόη με τις
θύρες του νου
ανοιχτές
Ως τότε το μόνο που μπορούμε να 'χουμε
Δεν είναι άλλο από το σωστό όνομα στη
πόρτα
για να μας βρουν
Εδω βρίσκεται ο αιτών και ο αιτούμενος
Θα γράφει, ουδείς επελήφθη ποτέ της
δίψας των
ει μη η πιο λαμπρή, εορταστική έρημος
που μπορεί σκέψη καν να μη σκεφτεί
ποτέ