Monday, August 11, 2008

ΟΡΝΑΝΤΟ ή Η Κατάρα των Κύκλων


Στην απόμερη σιωπή του Νέου Μεξικό
Κοντά στα σύνορα με το μηδέν, υπήρχε

ένας μαύρος βράχος

γύρω του πετούσαν

ημιθανή τα πουλιά

Σε μεγάλους κύκλους πάνω από την κεφαλή
Του φυτευμένου Νώε στην έρημο, τον λένε

Πιέδρο, είναι κοιμισμένος,

συγκατανεύαν οι τρωγλοδύτες

και κάναν νόημα

Στο κάρο με τα λειψά κι ελεεινά κλοπιμαία
Να φύγει από τη περιοχή αφήνοντας τα

Λιγοστά παραπήγματα ακόμα πιο άδεια
Απ'όσο εξ αρχής μοιράστηκαν στο κόσμο

Ενώ οι κρουνοί παρατεταγμένοι στον χαμηλό
Ορίζοντα δεν βγάζαν ούτε μια σταγόνα νερό,

Ματαίως οι στρόφιγγες ανοίγανε και κλείνανε
Στους απροσδιόριστους χρόνους της μεγάλης

αιχμαλωσίας της πλάσης·

Οι ψυχές είχαν ήδη φορεθεί και τ'άδεια σώματα
Υπήρχανε κατά σωρούς στις αποθήκες δίχως

θυμό

Και από παντού σπρώχναν άμμο και κόκκαλα
Σε νεύρα τυχαία, σάρκες πιθανώς ανθρώπινες,

Ορνάντο,

ψιθύρισε ο ταγματάρχης

της ξηρής μεσημβρίας,

Ορνάντο, επιβεβαίωνε ο αχός απ τις πατημασιές
Της δημιουργίας ενός νέου κόσμου πάνω στις

ακαθαρσίες της ελπίδας

Και ολένα στήναν τους ανθρώπους στο μέσον
Της ερήμου, σαν σπασμένες μηχανές σε

απρόσωπο όλεθρο

Προσπαθούσαν να προχωρήσουν,όμως τα
Βήματά τους ήταν πολύ βαρειά τόσο που

τους γκρεμίζαν τελικώς,

Εκεί τους παραστέκαν

κι οι αγαπημένοι τους νεκροί,

Σηκωθείτε, λέγαν οι δεύτεροι, και τους
'Ερριχναν νερό στο πρόσωπο, αφήναν

μια ανάσα

Και παραπατούσαν σε ζάλη, δεν ζείτε,
Είστε απλώς μια φαντασία της ερήμου,

Λέγαν οι συγκεντρωμένοι στους νεκρούς
Που ακούγανε τα λόγια αυτά με χαρωπή

διάθεση και κατανόηση

μάλλον

ανησυχητική

Και προσπαθούσανε να σηκωθούν, χωρίς
Να δίνουν σημασία στις οικείες άνομες

μορφές, στρέφαν το βλέμμα

προς την δική τους ερημία θανάτου

και μόνον,

Σηκωθείτε, περπατείστε, λέγαν χαμογελώντας
Οι νεκροί, οι ολόδικοι νεκροί τους, και τους

ξαναρίχναν

νερό

στο πρόσωπο,

Κινηθείτε γρήγορα, επέτασσαν, για πάντα θα
Κινείστε, κατέληγαν οι ξαναζωντανεμένοι

ελκυστικοί εφιάλτες

Με ένα έμβολο στο στόμα να πηγαίνει
Πέρα δώθε, λέξεις σαν ψόφιους έλικες

αφήνοντας να τρίζουν στα πλευρά τους,

για πάντα θα κινείστε,

τους ξαναλέγαν αινιγματικά

Ενώ από μακριά ο ήχος ζωής
Για τους καταδικασμένους σε

κίνηση

ακόμα δεν ερχόταν,

Ούτε και η βεβαίωση του θανάτου

Μα πάνω απ'όλα
Δεν ήταν η ταυτότητά τους πια

και τόσο δεδομένη

Ούτ' ακριβώς και η διαφορά