Saturday, April 30, 2011

Η ΦΩΤΑΓΩΓΗΣΗ ΤΟΥ JOSEFSTADT

Επιτέλους,Φραντς, παύσε πλέον
Να ανάβεις την φωτιά με αυτά

τα αρνησίτυπα χειρόγραφα,

Ή μην και θαρρείς ότι χρειάζεται
Επιπλέον Λόγο για να βασιλεύσει

καίγοντας

Πέραν εκείνου που ήδη κατέχει απ'
Την αρχή της, έλεγε ο Μαξ Μπροντ

στον άνθρωπο

Με την νύχτα στα μάτια του και την
Ακόμα πιο βαθειά νύχτα στο μυαλό

του,

Μα εμείς, Φραντς,

Ζούμε έτσι κι αλλιώς σε ένα υπόγειο
Του σύμπαντος, και από το υπερώο

Η μόνη είδηση που μας εστάλη έως
Τώρα, ήταν ότι οι κόσμοι πεθαίνουν

Πιο γρήγορα και από τους ανθρώπους
Και το μόνο που αφήνουν οπίσω τους

Είναι μια αμφισβητούμενη κυριαρχία
Των οραμάτων τους επί των επιγόνων

Σαν πολιτεία φάντασμα ανάμεσα στις
Πόλεις της γης που ουδείς την κατοικεί

Πλην της κόνεως που αναταράσσει στον
Αέρα της ο πείσμων νους του συγγραφέα·

Και

Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος μπορεί
Χωρίς την ζωή να ζήσει, όχι όμως δίχως

το όνειρο

Αγνοώντας βέβαια ότι ζει ήδη μέσα σε ένα
Όνειρο· και εσύ Φραντς, βάλθηκες μες στα

υπεριώδη γραπτά σου

Να ανασκαλεύεις με αλλόκοσμο πυρετό
Ένα ολόκληρο σύμπαν δωματίου μήπως

Και ανεύρεις έναν κόκκο σινάπεως και
Μια νέα ετυμηγορία ιάσεως του χρόνου

Και βρήκες έως τώρα τι; ρίξε για λίγο μια
Ματιά έξω στους δρόμους να δεις τι, ιδού

Εγώ σου παρουσιάζω δυόμιση χιλιάδες τα
Χρόνια που πέρασαν από την αθλιότητα σε

Αθλιότητα, και ειλικρινά αγαπητέ μου φίλε,
Μου είναι αδιάφορο αν αυτό οφείλεται σε

μια γραφειοκρατία του θεϊκού

ή του

ανθρώπινου,

Ότι όσες φορές και αν θ'αναποδογυρίσεις
Τον κόσμο όλον, από κάτω δεν πρόκειται

άλλο να εύρεις

ει μη μια λέξη που αρνείται

ακόμα να λεχθεί: ελευθερία,

Φραντς, ελευθερία, ουδέν έτερον απ' ένα
Άδειο κέλυφος χωρίς νεοσσό που κάνει

ωστόσο μυριάδες ανθρώπους να θέλουν

να πετούν σαν τα πτηνά·

Έλεγε ο Μαξ Μπροντ ενώ ο φίλος του
Κατηύθυνε ήδη το βλέμμα του από το

παράθυρο

έξω στο δρόμο,

Η συνοικία κοιμόταν βαρειά· ενώ στο
Λερωμένο απ' τους χαμάληδες καιρούς

της Πράγας

πλακόστρωτο

των παρατεταμένων σκοταδιών

Παραπατούσε ένας μεθυσμένος περαστικός
Που ισχυρίζετο πως ήταν το αιώνιο γκόλεμ

του θεού·

Μπαρούχ, του φώναξε από το παράθυρο
Ο άνθρωπος με τη νύχτα στα μάτια και την

Ακόμα πιο βαθειά νύχτα στο μυαλό του,

Μπαρούχ,

Ολόκληρη η πλάση ζει ακόμα χωρίς άλεφ
Κι εσύ που τα σκορπάς τόσο ανέμελα στο

δρόμο!

Ο περαστικός τότε συνήλθε και άρχισε να
Βαδίζει φυσιολογικά και με ρυθμό πλήρως

ισορροπημένο

σαν κάποιος να τον αναδιέταξε απότομα

στην ύπαρξη·

Άσε τη νύχτα να μας κυριαρχήσει, φίλε μου,
Γύρισε και είπε τότε στον Μπροντ, ενώ έκανε

Νεύμα χαιρετισμού στον πρώην μεθυσμένο,
Και μην παραπονείσαι για το έλλειμμά της,

Η ελπίδα θα είναι πάντοτε όχι το προνόμιο
Των φτωχών, αλλά εκείνων μόνον από τους

νεκρούς

Που κάποτε ξεχνιούνται και κυκλοφορούν
Ανάμεσα στους ζωντανούς, σαν μια αιώνια

υπενθύμιση

Όχι της ζωής, αλλά του χειρογράφου της·
Από συγγραφέα άγνωστο γραμμένο και σε

ένα συρτάρι των άστρων

παραπεταμένο

Για να το αρπάξει μόνον η Φωτιά· ότι αυτή
Την Φωτιά, Μαξ, θα την μάθουμε μόνον

καθώς θα καιγόμαστε,

Έλεγε και φάνταζε σαν να φωταγωγείτο το
Βλέμμα του από άγνωστη θέληση και σκέψη

όχι δικές του,

Ότι αυτή την φωτιά θα την ξέρουμε μονάχα
Όταν δε θα ξέρουμε πλέον τίποτα· είπε και

άνοιξε με πάταγο ακόμα πιο πολύ

Το παράθυρο προς τον θεό και την απρόσιτη
Από αιώνες και ενιαυτούς πανεπικράτειά του

Για να μπει όσο το δυνατόν

Περισσότερη

Από την ετοιμόγεννη νύχτα τους μέσα·


Thursday, April 28, 2011

IMPERIUM

Και ολοένα απομακρυνόμενοι από την
Λάμψη της αιώνιας πυράς διεκδίκησαν

εν τέλει από τον ουρανό

το άστρο της θνητότητας

και

Την μεγίστη ισχύ που ήγειραν επί της
Σιωπηλής γης, υπάρχουμε ξανά, είπαν,

και

Θα είμαστε εδώ για μιαν αιωνιότητα
Πυκνής ύλης στους διαδρόμους του

Εκπεσόντος ηλίου, που για να φαίνει
Πρέπει να υπάρχει σε απτή πλέον θέα

κι όχι σε πνευματική

και

Σε χαοτική βασιλεία στον κόλαφο του
Αστρόλυτου ονείρου· και μπορούμε,

τόνιζαν,

μόνοι μας

Να άρχουμε στον τόπο αυτό και έναν
Οίκο νέο για τους πλήρεις πληθυσμούς

των ασώτων ψυχών

να παραδώσουμε στις γενεές

που είναι να έλθουν·

Κανείς δεν θα είναι ο μεσάζων πλέον
Μεταξύ ημών και των απεριορίστων

ονειρικών εαυτών μας

που πλέουν

στην θάλασσα του κόσμου

Με μιαν ύπαρξη παντοτινή ν' ανέρχεται
Σαν αυγή από το θολό ύδωρ του Νόμου

Και την λυμένη σφόδρα προς όλους τους
Γόνους του Αδάμ ωριαία καθημερινότητα·

η σκιά της ωστόσο

Ας είναι προσωρινή μόνον και ας φυλάττει
Τον ερχομό μιας νέας γενεάς γενναίας που

μέλλει να δημιουργήσει

εκ νέου και αυτό ακόμα το άπειρο

των μορφών·

Μηδείς ο επιβλέπων πλέον εκτός αυτής της
Φθαρτής σαρκός μας και των οφθαλμών

της επιθυμίας μας,

Μα και ουδείς ακόμα

Ο

Λαμβάνων την συγκομιδή της γης πλην
Του Χρόνου· στην τρανή οπτασία αυτού

Ας αναπαυόμαστε και την θλίψη του ζην
Ας αποδιώξουμε στα φώτα μιας λαμπρής

υδρογειακής εσχάρας

αυτοκρατοριών

πάνω σε αυτοκρατορίες·

Ιδού έρχεται η Ημέρα των Ζωντανών, και
Εμείς ας είμαστε οι μη ορατοί τελεστές της,

Οι επιτάσσοντες πάσα την γη και τα εν αυτή
Πάντα, μ' ένα νεύμα απαλό της χειρός πίσω

απ' ένα διαφανές παραπέτασμα·

Έλεγαν με τα βλέμματα δαιμονικά που σαν
Φίδια τινάσσονταν γύρ' από τις στήλες πυρός

Μιας Εστίας του Χρόνου, αιωνίως αναμμένης
Στο απομεμακρυσμένο από τον όχλο άδειο

Μέγαρό τους,

Στ' οπού έμοιαζαν να 'ρχονται οι φωνές τους
Μόνον μέσα από τοίχους πίσω από άλλους

τοίχους

χωρίς να φαίνεται πουθενά

ανθρώπινη παρουσία·

Αυτό το παραπέτασμα, υπενθυμίζαν, ας είναι
Και ο παρθενικός υμένας της Ιστορίας, ότι το

Τοσούτο αίμα χυμένο στις γωνίες των αιώνων,
Η ακμάζουσα πρωία στα μηνίγγια των ιερέων

του μέλλοντος,

Οι φωτεινές προσόψεις των επαναστάσεων
Και η λήθη της ευημερίας, ας είναι η υψίστη

κληρονομιά

Μιας Νυκτός που πρόκειται να αποκαταστήσει
Και αυτήν ακόμα την Εδέμ· ότι ελλιπείς στην

Καχυποψία και τόσο ενθουσιώδεις προς την
Απτότητα οι θνητοί γνωρίζουν να βλέπουν

Μόνον όσα βλέπουν και όχι όσα δεν βλέπουν·

έλεγαν

Και παρακινούσαν τα πλήθη να ζήσουν εν
Ειρήνη και εν πολέμω, εν σκοτία και ημέρα,

Εν χαρά και λύπη, εν θεοίς και ανθρώποις,
Να αυξάνονται και να πληθύνονται και να

Κατακυριεύουνε τους υπολογισμένους από
Πριν αριθμούς·
το θείο δράμα και την θεία

κωμωδία

Στον αργαλειό των γεγονότων απεργαζόμενοι
Καθώς στους δρόμους και στις πλατείες κατά

την διάρκεια των αιώνων

επικρατούσε

μεγάλη αναποφασιστικότητα,

Κανένας δεν εγνώριζε με σαφήνεια σε ποιον
Να προσευχηθεί και τι να περιμένει από τους

δαίμονες και τους αγγέλους,

Ενώ από όχι και τόσο μακριά στο στερέωμα
Το ακύμαντο και σταθερό στην λάμψη του

φως θεού αγνώστου

μέσα στην τόση φήμη του

παρακολουθούσε·

Όχι ευοίωνα, δυσοίωνα ούτε,
Αποστασιοποιημένο σίγουρα

αν και

Με όχι ακόμα επιβεβαιωμένη αδιαφορία·



Tuesday, April 26, 2011

DIE MORGENRÖTE IM AUFGANG

Εσύ ο ίδιος Γιάκομπ, είσαι μια νύχτα
Προς την υφήλιο, και το μοναδικό σου

φως,

το μοναδιαίο,

Δεν είναι παρά ο ένας λύχνος ιάσεως
Της ανθρωπότητας που ταλαντούται

πάνω από την άβυσσο

του ίδιου του θεού,

Όμως αυτό το φως, Γιάκομπ,

Φρόντισες να το εξαργυρώσεις μ' έναν
Ιμάντα γραφής τρόμου για όλους τους

σοφούς εκτιμητές της έννοιας,

Έλεγε

Ο γιατρός Βάλτερ στον φίλο του Μπαίμε,
Ο οποίος εκείνη την στιγμή επιδιόρθωνε

Ένα

Άθλιο ζεύγος ξενυχτισμένων παπουτσιών
Στο χαμηλοφώτιστο τσαγκαράδικό του,

Και ιδού έρχεσαι τόσο νωρίς σε έναν αιώνα
Που αποστέργει τα σκοτάδια για το σφύζον

φως της τέχνης και της φιλοσοφίας,

Και εσύ καλείς τους ανθρώπους πάλι στο
Δικό σου σκοτάδι αυτή τη φορά, από το

Οποίο είναι φανερό πως δεν μπορείς ακόμα
Να βγεις χωρίς να παρασύρεις και όλον τον

κόσμο

προς το άγνωστο ξέφωτο μιας απόκοσμης

αποκάλυψης,

Όπου μπορεί να παραμονεύει ο θεός, μπορεί
Και ο διάβολος, Γιάκομπ, ότι αυτός ο ουρανός

Από πάνω μας δεν κάνει διάκριση ανάμεσα
Στο Καλό και το Κακό, και το ίδιο σκέπει και

τα δυο,

Αν είναι τελικά δύο, άκουσε τότε ο γιατρός
Ξαφνικά την φωνή του φίλου του από την

Άλλη άκρη του ημίφωτος· τι εννοείς, Γιάκομπ,
Τον αντερώτησε ο Βάλτερ, τι κοινό μπορεί να

έχουν μεταξύ τους

Και ένα να είναι πώς, όταν η ευλογία του ενός
Είναι κατάρα για το άλλο, κι όταν το σύμπαν

Ολόκληρο φωτοσκιάζει την περιούσια πάλη τους
Γύρω από μια ουσία που κάποτε αδράχνει με το

νόημά της

μονάχα το κενό, Γιάκομπ,

Εκείνο το που με δίχως θεμέλιο θεμελιώνει την
Κτίση με έναν ακόρεστο ίλιγγο ύπαρξης από τα

ταπεινότερα

Μυρμήγκια έως τα αιώνια άστρα στο στερέωμα
Μέχρι, λέγω, και αυτόν τον αδυσώπητο νυμφώνα

όπου παντρεύεται

Η ψυχή με τον απτότατο άνθρωπο, και όπου σε
Μορφή μία αναγκάζονται και ζουν μαζί χιλιάδες

σκέψεις·

Και όμως, του αντείπε τότε ο τσαγκάρης, έχουν
Κοινό τους το πλέον πολύτιμο όλων, την Αρχή,

Και πέταξε το ζευγάρι των παπουτσιών στην άκρη
Σα να ήταν το περίττωμα της Δημιουργίας κι ευθύς

σηκώθηκε να ανοίξει το παράθυρο

προς τον σιωπηλό ήλιο των ανθρώπων·

Ο Βαλτάσαρ Βάλτερ άκουσε τότε την λέξη Αρχή
Με κοινοτάτη την ακουστική υποδοχή· του εφάνη

Πως ο φίλος του απλά δεν τον παρακολουθούσε
Και του απάντησε όλως τυχαίως και χωρίς ειρμό,

Η Αρχή, Βαλτάσαρ, άκουγε τη φωνή του να λέει
Ξανά από πολύ μακριά, ενώ έσχε την εντύπωση

αστραπιαίως

Πως ο κόσμος

Δεν μπορούσε παρά να οπισθογυρίζει συνεχώς
Προς τον εαυτό του, όπως το φως της ημέρας

λοξοδρομεί

πίσω πάλι

προς

Την ακατέργαστη ακόμα και αβυσσαλέα πρωία
Ενός εσπερινού άστρου που μην επιθυμώντας

εξ αρχής πλάσεως

να εγκαταλείψει

τη νύχτα

Επιφέρει πάντοτε μια αυγή αναπόφευκτη·



Friday, April 22, 2011

ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Στις πύλες της Πολιτείας αιωρείτο
Μονάχα ένα χρυσό φως σαν ήλιος

στην έρημο,

ενώ οι

Πληθυσμοί στον χρόνο έβγαιναν
Σιγά σιγά από τα καταφύγια να

Παρουσιαστούν ενώπιον εκείνης
Της Μεγάλης Καταγραφής η που

θρυλείτο από αιώνες·

Πόσοι

Οι ζωντανοί, ψιθυρίζαν μεταξύ τους,
Πρόκειται να το μάθουμε τώρα, και

ακόμα

Οι νεκροί πόσοι, αυτό δεν πρόκειται
Να μας γνωστοποιηθεί μάλλον ποτέ,

Έλεγαν και κοιτάζανε ο ένας τον άλλον
Με κεκαλυμμένη δυσπιστία και ανοχή·

Περάστε από εδώ, τους έλεγαν ξανά οι
Απρόσιτες φωνές, και ωθούνταν ανά

Ομάδες προς το ωκεάνειο στάδιο·
Εκεί ανέμεναν κάτι· μια είδηση, μια

Προτροπή ή τον ίδιο τον θεό να τους
Μιλήσει, ωστόσο το μόνο που υπήρχε

ήταν ένα κυκλώπειο μεγάφωνο

που σιωπούσε·

Ας μιλήσει επιτέλους, φώναξαν αίφνης
Οι συγκεντρωμένοι, ας πει κάτι, έχουμε

Την εντύπωση πως παρευρεθήκαμε σε
Μια δεύτερη παρουσία και μηδαμώς

Σε μια πιο δεύτερη, πολλώ δε μάλλον σε
Μια νέα απουσία, έλεγαν με ντροπαλή

διαμαρτυρία,

Έως άρτι, μας ελέχθη ότι είμασταν οι
Απουσιάζοντες, και ιδού με νέα στολή

Και

Ένδυμα περίπου λευκό αν όχι καθόλου
Είπαμε εν τέλει να συμπαρουσιασθούμε·

Όμως

Ακόμα ενώπιον μας δεν εφάνη ούτος,
Ο οικοδεσπότης του σύμπαντος, έλεγαν

ελαφρότερα αναστατωμένοι

Δίχως να λαμβάνουν διόλου απόκριση εκ
Νέου, το δε μεταμεσονύχτιο χρυσό φως

της πύλης

Παρέμενε και αυτό ασάλευτο σαν την
Σιωπή των αιώνων που προηγήθηκε,

Με κάτι στη λάμψη του ωστόσο να μην
Συνηγορεί απόλυτα σε μια εγγύηση από

τον ουρανό

για τα φερόμενα ως υπεσχημένα,

Όμως αυτό δεν σήμαινε ότι δεν εφώτιζε
Κιόλας

Ούτε βέβαια πως δεν υπήρχε· κάθε άλλο,
Υπάρχει επιτέλους, έλεγαν, το βλέπουμε

καθαρά, ξανάλεγαν,

Όσο ακριβώς, -δεν συμπλήρωνε κανείς
Ωστόσο-,

Θα χρειαζόταν να μην λείψει
Αν όχι το φως,

τουλάχιστον

Αυτή η πανταχού παρούσα-απούσα

Σκιά

Ακόμα και από τον πλέον πιστοποιημένο
Παράδεισο ανάμεσα στους εκκρεμούντες·

Saturday, April 16, 2011

KARL BÖHM: Mozart, Symphony No.41, "Jupiter"


Κατά την προσωπική μου γνώμη, τις καλύτερες εκτελέσεις πάνω στις Συμφωνίες του Mozart, τις οφείλουμε στον Karl Böhm. Ο μαέστρος πάντα είχε την δική του ξεχωριστή οπτική πάνω στα έργα του Mozart, τέτοια που τον ώθησε κάποτε να μας δώσει π.χ. ένα "Requiem" εντελώς διαφορετικό από κάθε άλλη απόδοση και ερμηνεία.
Το βλέμμα του Böhm είναι πάντα πιο "βαρύ", πιο "αργό", πιο "γερμανικό" αν θα μπορούσε κάποιος να το ορίσει έτσι, και ιδιαίτερα στο "Requiem" η διαφορά του εφηρμοσμένου tempο από τα συνήθη στις έως τότε εκτελέσεις ήταν πολύ σημαντική.
Τα βραδύτερα tempi σπάνια είναι τόσο δημοφιλή όσο τα ταχύτερα πάνω στα ίδια έργα. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι τα δεύτερα δηλούν πάντοτε ή κατ' ανάγκην την καλύτερη εκδοχή πάνω σε μια δημιουργία που μπορεί να αφήνει μια σχετική ελευθερία στο ρυθμό.
Όπως έλεγε και ένας σχολιαστής στο Youtube, αναφερόμενος σε μια μάλλον επιπολάζουσα ερμηνεία μιας Συμφωνίας του Schubert, "This tempo is good for Tom and Jerry, but not for Schubert!"
Πράγμα με το οποίο συμφωνώ απόλυτα και με το τρόπο του μπορεί να δείχνει κάποτε ένα χάσμα διαφοράς αντιλήψεων πάνω στην κλασσική μουσική, και όχι κατ' ανάγκην μόνο ανάμεσα σε πεπειραμένους και πρωτόπειρους ή ευκαιριακούς ακροατές.








Sunday, April 3, 2011

ΑΙΩΝ

Ώστε, Πάρσεκ, είσαι εσύ που αποπνέεις
Έναν ουρανό αιφνίδιο μες στη καλύβα

σου

στο κέντρο του νυκτερινού δάσους,

Και κάθε πρωί η νεαρή αγάπη σου σε
Ξυπνάει με χάδια και φιλιά καταμεσής

Ενός ζωντανού ονείρου που είναι τόσο
Πειστικό όσο και αυτό το σύμπαν, το

αλύγιστο, Πάρσεκ,

Το οπού πάν' από την άσκαπτη Ιστορία
Εμμένει θρυλούμενο στις καπνοδόχους

των λέξεων

Και

Όχι σε μια πλατεία απτή στη νωχέλεια
Των περαστικών· έλεγε ο ταχυδρόμος

Καθώς έψαχνε βιαστικά την τσάντα του
Να παραδώσει την αλληλογραφία στον

Άνδρα που μόλις είχε αναξυπνήσει μ' ένα
Σκοτεινό άστρο στο μάτι του· ο δε καφές

Που σιγοέβραζε δίπλα του ήταν η μόνη
Ισταμένη ομιλία του ακόμα ενώπιον ενός

Επισκέπτη τακτικού σε βιογραφία άτακτη·
Κι εσύ, Πάρσεκ, μάλλον φαντάζεις όχι ως το

Κείμενο αλλά ως η στίξη του θεού επ' αυτού,
Και είναι αλήθεια πως κάποτε επιμένεις τόσο

Άρρητος προς την ζωή, ώστε κανένας δεν θα
Θα μπορούσε να σε ιστορήσει σε έναν τύμβο

μέλλοντος προτεινομένου·

Μα οι αιώνες που διαφεύγουν τόσο σκεφτικοί
Από την γέφυρα την από παλιά χτισμένη μόνο

από σιωπή και ομιλία,

Πάρσεκ,

Σε

Άφησαν εδώ ως ενέχειρο ζωής στα προάστεια
Του θανάτου· ότι κύματα είναι οι θνητοί και

Όχι ένας βράχος στο πέλαγος από μόνος του ο
Καθένας, και άνθρωπος ουχ ευρέθη πια παρά

μονάχα

Η ανθρωπότητα,

Όσο ακριβέστερα μπορεί, σου λέγω, να υπάρξει
Και ένα σύννεφο πάνω σε μια τροχαλία· όμως

εσύ,

Τι ζητάς, επιτέλους, Πάρσεκ, και τα λύτρα που
Θα εξαργυρώσουν κάποτε μια διαφανέστερη

απάντηση

για τους ζωντανούς και τους νεκρούς

πόσα;

Του κόσμου αυτού αν και δεν είσαι, ωστόσο
Λευκαίνεις τις μήτρες των όντων με σκέψη

Πεισιφώτιστο

Και ερατεινή στρώση καρδίας στα μάτια της
Νεαρής ερωμένης σου όταν ανάβει μέσα σου

Τον πόθο για την βασιλεία στην αιωνιότητα
Και ένα κερί για την ανάσταση των νεκρών·

Είσαι τι; ένας στο καιρό σου πλάνητας των
Μυστηρίων ή ένας σκοτεινός βασιλιάς του

δικού μας μέλλοντος;

Μα ιδού, κι αυτό μονάχα εσύ μπορείς να
Μου το βεβαιώσεις ή διαψεύσεις! για σένα

Λένε πως κατέχεις ένα σπάνιο μυστικό που
Ανά πάσα στιγμή μπορεί να μετατρέψει τον

Κόσμο

σε

Ιδέα

Και την ιδέα σε κόσμο, τόσο εύκολα όσο
Δύσκολα μπορεί να γράφεται στις μέρες

μας

Ο άζωτος λόγος·

Όμως σε ξέρω καλά, Πάρσεκ, έλεγε ο
Ταχυδρόμος και ήταν φανερό πως δεν

ήθελε να καθήσει άλλο,

Κατά βάθος περιφρονείς την εποχή σου
Και το πνεύμα στις μέρες σου δεν είναι

Παρά κονιορτός που δεν αποφασίζει να
Ανακαθήσει στη γη ει μη σε τυπωμένες

σελίδες μόνον·

Στην πραγματικότητα είσαι ένας τρελλός
Ήλιος τόσο φωτεινός όσο και η σκιά του

ανθρώπου στα υπόστεγα της αγάπης

Και μία τάφρος ύπαρξης τόσο αδιαφανής
Όσο κι αυτή η πρωινή λεπτόθραυστη αύρα

Στους υαλοκαθαριστήρες των αυτοκινήτων·
Έλεγε ο ταχυδρόμος και κινούσε να φύγει,

Δεν έχω να σου παραδώσω κανένα γράμμα,
Πάρσεκ, σήμερα, του είπε, και του πρότεινε

Έναν άδειο φάκελο,

Κανένα, εσύ έχεις την λέξη, όχι εγώ, εσύ,

βάλε την εδώ μέσα, δικιά σου είναι,

Του δήλωσε σχεδόν πανικόβλητος και με
Τρόπο τέτοιο μάλιστα, που φάνταζε σαν

ο ίδιος να

Αποποιείται κάποια ανομολόγητη ευθύνη για
Την ανθρωπότητα· ο δε άνδρας από την άλλη

Άκρη του δώματος τον κοίταξε μάλλον ήσυχα
Και επέστρεψε στους γνώριμους πεσσούς της

σκακιέρας του,

Που επί της τραπέζης έδειχναν και πάλι έτοιμοι
Για μια νέα εφόρμηση στα όμματα των κατοίκων

του δάσους απαρχής σκότους·

Και με την άψυχη ετοιμότητά τους να συνηγορεί
Όπως πάντα σε μια πολυαναμενόμενη επέμβαση,

-θρυλείτο πως ήταν καιρός πλέον-,

ενός θνητού ετούτη τη φορά

Στις χιλιοσκονισμένες από τους χρόνους σάλες
Όλων των αμήχανων θεών ισοβίως·