Tuesday, April 26, 2011

DIE MORGENRÖTE IM AUFGANG

Εσύ ο ίδιος Γιάκομπ, είσαι μια νύχτα
Προς την υφήλιο, και το μοναδικό σου

φως,

το μοναδιαίο,

Δεν είναι παρά ο ένας λύχνος ιάσεως
Της ανθρωπότητας που ταλαντούται

πάνω από την άβυσσο

του ίδιου του θεού,

Όμως αυτό το φως, Γιάκομπ,

Φρόντισες να το εξαργυρώσεις μ' έναν
Ιμάντα γραφής τρόμου για όλους τους

σοφούς εκτιμητές της έννοιας,

Έλεγε

Ο γιατρός Βάλτερ στον φίλο του Μπαίμε,
Ο οποίος εκείνη την στιγμή επιδιόρθωνε

Ένα

Άθλιο ζεύγος ξενυχτισμένων παπουτσιών
Στο χαμηλοφώτιστο τσαγκαράδικό του,

Και ιδού έρχεσαι τόσο νωρίς σε έναν αιώνα
Που αποστέργει τα σκοτάδια για το σφύζον

φως της τέχνης και της φιλοσοφίας,

Και εσύ καλείς τους ανθρώπους πάλι στο
Δικό σου σκοτάδι αυτή τη φορά, από το

Οποίο είναι φανερό πως δεν μπορείς ακόμα
Να βγεις χωρίς να παρασύρεις και όλον τον

κόσμο

προς το άγνωστο ξέφωτο μιας απόκοσμης

αποκάλυψης,

Όπου μπορεί να παραμονεύει ο θεός, μπορεί
Και ο διάβολος, Γιάκομπ, ότι αυτός ο ουρανός

Από πάνω μας δεν κάνει διάκριση ανάμεσα
Στο Καλό και το Κακό, και το ίδιο σκέπει και

τα δυο,

Αν είναι τελικά δύο, άκουσε τότε ο γιατρός
Ξαφνικά την φωνή του φίλου του από την

Άλλη άκρη του ημίφωτος· τι εννοείς, Γιάκομπ,
Τον αντερώτησε ο Βάλτερ, τι κοινό μπορεί να

έχουν μεταξύ τους

Και ένα να είναι πώς, όταν η ευλογία του ενός
Είναι κατάρα για το άλλο, κι όταν το σύμπαν

Ολόκληρο φωτοσκιάζει την περιούσια πάλη τους
Γύρω από μια ουσία που κάποτε αδράχνει με το

νόημά της

μονάχα το κενό, Γιάκομπ,

Εκείνο το που με δίχως θεμέλιο θεμελιώνει την
Κτίση με έναν ακόρεστο ίλιγγο ύπαρξης από τα

ταπεινότερα

Μυρμήγκια έως τα αιώνια άστρα στο στερέωμα
Μέχρι, λέγω, και αυτόν τον αδυσώπητο νυμφώνα

όπου παντρεύεται

Η ψυχή με τον απτότατο άνθρωπο, και όπου σε
Μορφή μία αναγκάζονται και ζουν μαζί χιλιάδες

σκέψεις·

Και όμως, του αντείπε τότε ο τσαγκάρης, έχουν
Κοινό τους το πλέον πολύτιμο όλων, την Αρχή,

Και πέταξε το ζευγάρι των παπουτσιών στην άκρη
Σα να ήταν το περίττωμα της Δημιουργίας κι ευθύς

σηκώθηκε να ανοίξει το παράθυρο

προς τον σιωπηλό ήλιο των ανθρώπων·

Ο Βαλτάσαρ Βάλτερ άκουσε τότε την λέξη Αρχή
Με κοινοτάτη την ακουστική υποδοχή· του εφάνη

Πως ο φίλος του απλά δεν τον παρακολουθούσε
Και του απάντησε όλως τυχαίως και χωρίς ειρμό,

Η Αρχή, Βαλτάσαρ, άκουγε τη φωνή του να λέει
Ξανά από πολύ μακριά, ενώ έσχε την εντύπωση

αστραπιαίως

Πως ο κόσμος

Δεν μπορούσε παρά να οπισθογυρίζει συνεχώς
Προς τον εαυτό του, όπως το φως της ημέρας

λοξοδρομεί

πίσω πάλι

προς

Την ακατέργαστη ακόμα και αβυσσαλέα πρωία
Ενός εσπερινού άστρου που μην επιθυμώντας

εξ αρχής πλάσεως

να εγκαταλείψει

τη νύχτα

Επιφέρει πάντοτε μια αυγή αναπόφευκτη·