Saturday, April 30, 2011

Η ΦΩΤΑΓΩΓΗΣΗ ΤΟΥ JOSEFSTADT

Επιτέλους,Φραντς, παύσε πλέον
Να ανάβεις την φωτιά με αυτά

τα αρνησίτυπα χειρόγραφα,

Ή μην και θαρρείς ότι χρειάζεται
Επιπλέον Λόγο για να βασιλεύσει

καίγοντας

Πέραν εκείνου που ήδη κατέχει απ'
Την αρχή της, έλεγε ο Μαξ Μπροντ

στον άνθρωπο

Με την νύχτα στα μάτια του και την
Ακόμα πιο βαθειά νύχτα στο μυαλό

του,

Μα εμείς, Φραντς,

Ζούμε έτσι κι αλλιώς σε ένα υπόγειο
Του σύμπαντος, και από το υπερώο

Η μόνη είδηση που μας εστάλη έως
Τώρα, ήταν ότι οι κόσμοι πεθαίνουν

Πιο γρήγορα και από τους ανθρώπους
Και το μόνο που αφήνουν οπίσω τους

Είναι μια αμφισβητούμενη κυριαρχία
Των οραμάτων τους επί των επιγόνων

Σαν πολιτεία φάντασμα ανάμεσα στις
Πόλεις της γης που ουδείς την κατοικεί

Πλην της κόνεως που αναταράσσει στον
Αέρα της ο πείσμων νους του συγγραφέα·

Και

Είναι αλήθεια πως ο άνθρωπος μπορεί
Χωρίς την ζωή να ζήσει, όχι όμως δίχως

το όνειρο

Αγνοώντας βέβαια ότι ζει ήδη μέσα σε ένα
Όνειρο· και εσύ Φραντς, βάλθηκες μες στα

υπεριώδη γραπτά σου

Να ανασκαλεύεις με αλλόκοσμο πυρετό
Ένα ολόκληρο σύμπαν δωματίου μήπως

Και ανεύρεις έναν κόκκο σινάπεως και
Μια νέα ετυμηγορία ιάσεως του χρόνου

Και βρήκες έως τώρα τι; ρίξε για λίγο μια
Ματιά έξω στους δρόμους να δεις τι, ιδού

Εγώ σου παρουσιάζω δυόμιση χιλιάδες τα
Χρόνια που πέρασαν από την αθλιότητα σε

Αθλιότητα, και ειλικρινά αγαπητέ μου φίλε,
Μου είναι αδιάφορο αν αυτό οφείλεται σε

μια γραφειοκρατία του θεϊκού

ή του

ανθρώπινου,

Ότι όσες φορές και αν θ'αναποδογυρίσεις
Τον κόσμο όλον, από κάτω δεν πρόκειται

άλλο να εύρεις

ει μη μια λέξη που αρνείται

ακόμα να λεχθεί: ελευθερία,

Φραντς, ελευθερία, ουδέν έτερον απ' ένα
Άδειο κέλυφος χωρίς νεοσσό που κάνει

ωστόσο μυριάδες ανθρώπους να θέλουν

να πετούν σαν τα πτηνά·

Έλεγε ο Μαξ Μπροντ ενώ ο φίλος του
Κατηύθυνε ήδη το βλέμμα του από το

παράθυρο

έξω στο δρόμο,

Η συνοικία κοιμόταν βαρειά· ενώ στο
Λερωμένο απ' τους χαμάληδες καιρούς

της Πράγας

πλακόστρωτο

των παρατεταμένων σκοταδιών

Παραπατούσε ένας μεθυσμένος περαστικός
Που ισχυρίζετο πως ήταν το αιώνιο γκόλεμ

του θεού·

Μπαρούχ, του φώναξε από το παράθυρο
Ο άνθρωπος με τη νύχτα στα μάτια και την

Ακόμα πιο βαθειά νύχτα στο μυαλό του,

Μπαρούχ,

Ολόκληρη η πλάση ζει ακόμα χωρίς άλεφ
Κι εσύ που τα σκορπάς τόσο ανέμελα στο

δρόμο!

Ο περαστικός τότε συνήλθε και άρχισε να
Βαδίζει φυσιολογικά και με ρυθμό πλήρως

ισορροπημένο

σαν κάποιος να τον αναδιέταξε απότομα

στην ύπαρξη·

Άσε τη νύχτα να μας κυριαρχήσει, φίλε μου,
Γύρισε και είπε τότε στον Μπροντ, ενώ έκανε

Νεύμα χαιρετισμού στον πρώην μεθυσμένο,
Και μην παραπονείσαι για το έλλειμμά της,

Η ελπίδα θα είναι πάντοτε όχι το προνόμιο
Των φτωχών, αλλά εκείνων μόνον από τους

νεκρούς

Που κάποτε ξεχνιούνται και κυκλοφορούν
Ανάμεσα στους ζωντανούς, σαν μια αιώνια

υπενθύμιση

Όχι της ζωής, αλλά του χειρογράφου της·
Από συγγραφέα άγνωστο γραμμένο και σε

ένα συρτάρι των άστρων

παραπεταμένο

Για να το αρπάξει μόνον η Φωτιά· ότι αυτή
Την Φωτιά, Μαξ, θα την μάθουμε μόνον

καθώς θα καιγόμαστε,

Έλεγε και φάνταζε σαν να φωταγωγείτο το
Βλέμμα του από άγνωστη θέληση και σκέψη

όχι δικές του,

Ότι αυτή την φωτιά θα την ξέρουμε μονάχα
Όταν δε θα ξέρουμε πλέον τίποτα· είπε και

άνοιξε με πάταγο ακόμα πιο πολύ

Το παράθυρο προς τον θεό και την απρόσιτη
Από αιώνες και ενιαυτούς πανεπικράτειά του

Για να μπει όσο το δυνατόν

Περισσότερη

Από την ετοιμόγεννη νύχτα τους μέσα·