Sunday, April 3, 2011

ΑΙΩΝ

Ώστε, Πάρσεκ, είσαι εσύ που αποπνέεις
Έναν ουρανό αιφνίδιο μες στη καλύβα

σου

στο κέντρο του νυκτερινού δάσους,

Και κάθε πρωί η νεαρή αγάπη σου σε
Ξυπνάει με χάδια και φιλιά καταμεσής

Ενός ζωντανού ονείρου που είναι τόσο
Πειστικό όσο και αυτό το σύμπαν, το

αλύγιστο, Πάρσεκ,

Το οπού πάν' από την άσκαπτη Ιστορία
Εμμένει θρυλούμενο στις καπνοδόχους

των λέξεων

Και

Όχι σε μια πλατεία απτή στη νωχέλεια
Των περαστικών· έλεγε ο ταχυδρόμος

Καθώς έψαχνε βιαστικά την τσάντα του
Να παραδώσει την αλληλογραφία στον

Άνδρα που μόλις είχε αναξυπνήσει μ' ένα
Σκοτεινό άστρο στο μάτι του· ο δε καφές

Που σιγοέβραζε δίπλα του ήταν η μόνη
Ισταμένη ομιλία του ακόμα ενώπιον ενός

Επισκέπτη τακτικού σε βιογραφία άτακτη·
Κι εσύ, Πάρσεκ, μάλλον φαντάζεις όχι ως το

Κείμενο αλλά ως η στίξη του θεού επ' αυτού,
Και είναι αλήθεια πως κάποτε επιμένεις τόσο

Άρρητος προς την ζωή, ώστε κανένας δεν θα
Θα μπορούσε να σε ιστορήσει σε έναν τύμβο

μέλλοντος προτεινομένου·

Μα οι αιώνες που διαφεύγουν τόσο σκεφτικοί
Από την γέφυρα την από παλιά χτισμένη μόνο

από σιωπή και ομιλία,

Πάρσεκ,

Σε

Άφησαν εδώ ως ενέχειρο ζωής στα προάστεια
Του θανάτου· ότι κύματα είναι οι θνητοί και

Όχι ένας βράχος στο πέλαγος από μόνος του ο
Καθένας, και άνθρωπος ουχ ευρέθη πια παρά

μονάχα

Η ανθρωπότητα,

Όσο ακριβέστερα μπορεί, σου λέγω, να υπάρξει
Και ένα σύννεφο πάνω σε μια τροχαλία· όμως

εσύ,

Τι ζητάς, επιτέλους, Πάρσεκ, και τα λύτρα που
Θα εξαργυρώσουν κάποτε μια διαφανέστερη

απάντηση

για τους ζωντανούς και τους νεκρούς

πόσα;

Του κόσμου αυτού αν και δεν είσαι, ωστόσο
Λευκαίνεις τις μήτρες των όντων με σκέψη

Πεισιφώτιστο

Και ερατεινή στρώση καρδίας στα μάτια της
Νεαρής ερωμένης σου όταν ανάβει μέσα σου

Τον πόθο για την βασιλεία στην αιωνιότητα
Και ένα κερί για την ανάσταση των νεκρών·

Είσαι τι; ένας στο καιρό σου πλάνητας των
Μυστηρίων ή ένας σκοτεινός βασιλιάς του

δικού μας μέλλοντος;

Μα ιδού, κι αυτό μονάχα εσύ μπορείς να
Μου το βεβαιώσεις ή διαψεύσεις! για σένα

Λένε πως κατέχεις ένα σπάνιο μυστικό που
Ανά πάσα στιγμή μπορεί να μετατρέψει τον

Κόσμο

σε

Ιδέα

Και την ιδέα σε κόσμο, τόσο εύκολα όσο
Δύσκολα μπορεί να γράφεται στις μέρες

μας

Ο άζωτος λόγος·

Όμως σε ξέρω καλά, Πάρσεκ, έλεγε ο
Ταχυδρόμος και ήταν φανερό πως δεν

ήθελε να καθήσει άλλο,

Κατά βάθος περιφρονείς την εποχή σου
Και το πνεύμα στις μέρες σου δεν είναι

Παρά κονιορτός που δεν αποφασίζει να
Ανακαθήσει στη γη ει μη σε τυπωμένες

σελίδες μόνον·

Στην πραγματικότητα είσαι ένας τρελλός
Ήλιος τόσο φωτεινός όσο και η σκιά του

ανθρώπου στα υπόστεγα της αγάπης

Και μία τάφρος ύπαρξης τόσο αδιαφανής
Όσο κι αυτή η πρωινή λεπτόθραυστη αύρα

Στους υαλοκαθαριστήρες των αυτοκινήτων·
Έλεγε ο ταχυδρόμος και κινούσε να φύγει,

Δεν έχω να σου παραδώσω κανένα γράμμα,
Πάρσεκ, σήμερα, του είπε, και του πρότεινε

Έναν άδειο φάκελο,

Κανένα, εσύ έχεις την λέξη, όχι εγώ, εσύ,

βάλε την εδώ μέσα, δικιά σου είναι,

Του δήλωσε σχεδόν πανικόβλητος και με
Τρόπο τέτοιο μάλιστα, που φάνταζε σαν

ο ίδιος να

Αποποιείται κάποια ανομολόγητη ευθύνη για
Την ανθρωπότητα· ο δε άνδρας από την άλλη

Άκρη του δώματος τον κοίταξε μάλλον ήσυχα
Και επέστρεψε στους γνώριμους πεσσούς της

σκακιέρας του,

Που επί της τραπέζης έδειχναν και πάλι έτοιμοι
Για μια νέα εφόρμηση στα όμματα των κατοίκων

του δάσους απαρχής σκότους·

Και με την άψυχη ετοιμότητά τους να συνηγορεί
Όπως πάντα σε μια πολυαναμενόμενη επέμβαση,

-θρυλείτο πως ήταν καιρός πλέον-,

ενός θνητού ετούτη τη φορά

Στις χιλιοσκονισμένες από τους χρόνους σάλες
Όλων των αμήχανων θεών ισοβίως·