Friday, April 22, 2011

ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

Στις πύλες της Πολιτείας αιωρείτο
Μονάχα ένα χρυσό φως σαν ήλιος

στην έρημο,

ενώ οι

Πληθυσμοί στον χρόνο έβγαιναν
Σιγά σιγά από τα καταφύγια να

Παρουσιαστούν ενώπιον εκείνης
Της Μεγάλης Καταγραφής η που

θρυλείτο από αιώνες·

Πόσοι

Οι ζωντανοί, ψιθυρίζαν μεταξύ τους,
Πρόκειται να το μάθουμε τώρα, και

ακόμα

Οι νεκροί πόσοι, αυτό δεν πρόκειται
Να μας γνωστοποιηθεί μάλλον ποτέ,

Έλεγαν και κοιτάζανε ο ένας τον άλλον
Με κεκαλυμμένη δυσπιστία και ανοχή·

Περάστε από εδώ, τους έλεγαν ξανά οι
Απρόσιτες φωνές, και ωθούνταν ανά

Ομάδες προς το ωκεάνειο στάδιο·
Εκεί ανέμεναν κάτι· μια είδηση, μια

Προτροπή ή τον ίδιο τον θεό να τους
Μιλήσει, ωστόσο το μόνο που υπήρχε

ήταν ένα κυκλώπειο μεγάφωνο

που σιωπούσε·

Ας μιλήσει επιτέλους, φώναξαν αίφνης
Οι συγκεντρωμένοι, ας πει κάτι, έχουμε

Την εντύπωση πως παρευρεθήκαμε σε
Μια δεύτερη παρουσία και μηδαμώς

Σε μια πιο δεύτερη, πολλώ δε μάλλον σε
Μια νέα απουσία, έλεγαν με ντροπαλή

διαμαρτυρία,

Έως άρτι, μας ελέχθη ότι είμασταν οι
Απουσιάζοντες, και ιδού με νέα στολή

Και

Ένδυμα περίπου λευκό αν όχι καθόλου
Είπαμε εν τέλει να συμπαρουσιασθούμε·

Όμως

Ακόμα ενώπιον μας δεν εφάνη ούτος,
Ο οικοδεσπότης του σύμπαντος, έλεγαν

ελαφρότερα αναστατωμένοι

Δίχως να λαμβάνουν διόλου απόκριση εκ
Νέου, το δε μεταμεσονύχτιο χρυσό φως

της πύλης

Παρέμενε και αυτό ασάλευτο σαν την
Σιωπή των αιώνων που προηγήθηκε,

Με κάτι στη λάμψη του ωστόσο να μην
Συνηγορεί απόλυτα σε μια εγγύηση από

τον ουρανό

για τα φερόμενα ως υπεσχημένα,

Όμως αυτό δεν σήμαινε ότι δεν εφώτιζε
Κιόλας

Ούτε βέβαια πως δεν υπήρχε· κάθε άλλο,
Υπάρχει επιτέλους, έλεγαν, το βλέπουμε

καθαρά, ξανάλεγαν,

Όσο ακριβώς, -δεν συμπλήρωνε κανείς
Ωστόσο-,

Θα χρειαζόταν να μην λείψει
Αν όχι το φως,

τουλάχιστον

Αυτή η πανταχού παρούσα-απούσα

Σκιά

Ακόμα και από τον πλέον πιστοποιημένο
Παράδεισο ανάμεσα στους εκκρεμούντες·