Tuesday, November 30, 2010

DIE UNSTERBLICHE GELIEBTE

Λούντβιχ, ο άνεμος φυσά πάνω από
Την στέγη σαν νεκρός που ξύπνησε

απότομα

Και πέφτει πάνω στις πολιτείες μην
Μπορώντας ν' αποξεχάσει τ' όνειρο

της ζωής,

Έλεγε από το βάθος της κάμαρας η
Γυναικεία σκιά, ενώ στην προβολή

της

στο ημίφως

Φαινόταν καθαρά το βελό της που
Κυμάτιζε πολύ απαλά σαν χάδι του

φεγγαριού πάνω

στον κόσμο,

Και εσύ Λούντβιχ, έχεις γείρει πάνω
Στο πιάνο σου όπως κλίνει η γη τόσο

ευλαβικά

σε ένα σοφότερο σκοτάδι

Την ισχνή θλίψη των θνητών ποτέ μην
Επιχειρώντας να δυναμώσει σε θάνατο

Και τρόμο αφανισμού, αλλά τους κρατεί
Εκεί σε απόμαχη ελπίδα τον ούριο χρόνο

καλώντας

Στα νεαρά φώτα μιας ασκεπούς ημέρας
Όπου υπάρχουν πάντοτε ένας νεκρός και

ένας

ζωντανός,

Και οι δύο είσαι εσύ, Λούντβιχ, χαμένος
Σε μια κρυστάλλινη ομίχλη την καθαρή

ιδέα

Μηδέποτε ρυπαίνοντας με ανθρώπινα
Άχθη, είναι τόσα, όσα και η μία φωτιά

που καίει

μέσα στα μυαλά τους

Την δίψα για ζωή μεταμορφώνοντας σε
Πανικό θηρίων καθώς αλληλοκτείνονται,

Και είναι ακόμα τόσα, όσα και ο ένας
Κοινός σκοπός που τους χωρίζει όλους

μεταξύ τους,

Όμως εσύ θέλησες να τους αναπροκύψεις
Αδελφούς σε μια νέα πάλλουσα θεογονία

στους καιρούς σου,

Μα πόσο άσπλαγχνα πέφτει το φως σου
Στην ανθρωπότητα, Λούντβιχ, και πόσο

Είσαι όμηρος ακόμα μιας μοίρας που σε
Στέφει βασιλιά σε ένα κρατητήριο ακοής·

Του έλεγε η σκιά και ακουγόταν αίφνης
Όπως η ίδια η νύχτα στους περαστικούς

Από μια έρημη πλατεία στην οπού μια
Λάμπα κοιμάται αλαφρά με λιγοστό το

φως

δίπλα από ένα γέρικο

σκυλί

Που σωριάζεται σαν πάνω σε οικουμένη
Ολόκληρη, και οι δύο έχοντας αποκάμει

Από τον θόρυβο των ημερών·

Τόσο αραιοκατοικημένες που είναι αυτές
Οι μέρες του αιώνα, και πόσο πνιγηρές οι

φωνές του

Και εμένα, Λούντβιχ, του έλεγε η γυναίκα,
Με αγκάλιασες τρελλά στη μανία μίας και

μόνον

συγχορδίας σου

Την οπτασία από το μυαλό σου μπορώντας
Όπως ο Πυγμαλίων να κάνεις πραγματική

Και ιδού κείμαι μπροστά σου ως σάρκινη
Λεία της φλόγωσής σου, τα σύνορα εκείνα

Που χωρίζουν το μη-ορατό από το ορατό
Κατακρημνίζοντας στις αγριεμένες νότες

σου

που εφορμούν σαν κόσμος

πάνω σε θαλερό πεντάγραμμο·

Είπε η γυναικεία σκιά, ενώ ο άνδρας την
Άκουγε σαν υπνωτισμένος, τον ξαφνικό

Ήχο μιας ζωντανής παρουσίας και όχι
Ενός φαντάσματος, που ξεπρόβαλε από

Την απόμακρη γωνία πιο απαιτητικά στο
Μέσον του δώματος, μην πιστεύοντας σαν

αληθινό ακόμα,

Ενώ από την αναστάτωση είχε ήδη ξυπνήσει
Ο σκύλος στην πλατεία και κοίταζε τον χώρο

γύρω του

με απορία

καθώς

Η λάμπα από πάνω του συνέχιζε να κοιμάται
Το ίδιο ήρεμα·


Sunday, November 28, 2010

O PORTO DA CRIAÇÃO

Και ήταν από νωρίς στο λιμάνι το
Καράβι με τα μπαχαρικά από τις

Ινδίες,

Όμως

Κανείς δεν φαινόταν πάνω του, μήτε
Ο καπετάνιος ούτε το πλήρωμα, οι δε

Στρατιώτες του Φιλίππου κοιτούσαν
Ακινητοποιημένοι σαν αγάλματα απ'

την προβλήτα

Το πράσινο φως που είχε τυλίξει τα
Ιστία του πλοίου και αιωρείτο σαν

σκέψη

Θεού αναπάντεχου, που μαζί με το
Φορτίο κατέφθασε και αυτός από

την Ασία στην Ευρώπη·

Υπάρχει μία φωτιά άγνωστη ακόμα
Για τους ανθρώπους, ακούγανε με

έκπληξη

ξαφνικά

Οι

Στρατιώτες τους ψιθύρους που τους
Προσπερνούσαν και φεύγαν προς τα

Νερά της θάλασσας σαν φλεγόμενα
Bέλη, ότι αυτός ο κόσμος, έλεγαν οι

φωνές,

Είναι ένα αιώνιο λιμάνι με τα πλοία
Να έχουν αγκυροβολήσει πάνω σε

Μια μεγάλη θλίψη, φέροντας από τον
Ουρανό το πολύτιμο φορτίο, το ουδείς

Δύναται ν' αγγίξει πριν από την ώρα
Την ορισμένη από την ανάγκη· και

Υπάρχει ακόμα ένας υλοτόμος στα
Δάση απ' όπου εξέρχονται τα πλοία

Με ένα άστρο στην πρύμνη τους και
Ένας ναυπηγός που τα βαπτίζει στο

Γήινο νέφος και τα στέλνει ανά την
Υδρόγειο σαν λήμματα της σάρκας

Να πλέουν στην θάλασσα της ύπνωσης·
Και ακόμα, σας λέγουμε, υπάρχει όταν

Η θαλασσοταραχή κοπάζει, μόνον μία
Ημέρα και μια νύχτα για κάθε έναν εκ

των ανθρώπων

Και αυτός μονάχα ζει την εσπέρα τους
Ένα κύλινδρο πυρός αναμένοντας να

Τον μαζέψει από την θάλασσα και να
Τον μεταφέρει πίσω στην Εδέμ, ιδού

η λύση,

Τους είπανε, και ακούγανε απορημένοι
Τους ψιθύρους, μην τολμώντας ακόμα

Να ανέβουν στο κατάστρωμα, ότι τους
Ήταν ανεξήγητη η ερημία του πλοίου

Και φοβόνταν, ότι κάποια αρρώστεια
Είχε αποδεκατίσει τον καπετάνιο και

Το πλήρωμα και ανέμενε υπομονετικά
Να απλωθεί στη πόλη, ιδού η λύση, τους

είπαν ξανά οι ψίθυροι,

Όμως ακόμα δεν φαινόταν κάποιος να
Εμφανίζεται, ενώ γύρω από το καράβι

Έφερνε βόλτες το πτερύγιο ενός καρχαρία
Μην τολμώντας και αυτό να ξεφύγει ποτέ

από τον κύκλο του

Και να επιτεθεί,

Και στην όλη προσωρινή ακινητοποίηση
Φάνταζε σαφώς ότι συνηγορούσε ο από

πάνω τους

ανέκαθεν ακλόνητος προς τα γήινα,

ανεπαίσθητος ουρανός·


Friday, November 26, 2010

Η ΠΤΗΣΗ

Ήτανε τόσο χαμηλά ρυθμισμένα τα
Φώτα του παγκόσμιου απογεύματος

Που δεν έγινε καν αντιληπτή η νύχτα
Όταν ήλθε· στις προχωρημένες ώρες

Μπορούσαν να ακουστούν μέσα στο
Σπασμικό σκοτάδι οι καθημερινοί ήχοι

της εργάσιμης ημέρας

καθώς

Τα καταστήματα και οι υπηρεσίες ήταν
Ανοιχτά μόνο την νύχτα· η πλήρης ζωή

Εν γένει διεδραματίζετο μετά την δύση
Του ηλίου, ενώ τα πρωινά όπως επίσης

Και τα μεσημέρια, οι άνθρωποι συνήθως
Κοιμόνταν και στους δρόμους της πόλης

Κυριαρχούσε μια εξώκοσμη πανερημία·
Στο κέντρο δε του όλου κόσμου υπήρχε

Ένας πύργος με πολύ αδύναμο φως που
Φώτιζε μόλις ολίγα τετραγωνικά μέτρα

μπροστά του,

Δεν ξέρουμε ποιος μένει εκεί, είπαν ξανά
Οι άνθρωποι καθώς πιάναν δουλειά κατά

την

Εσπέρα, μπορεί να μένει ο Θεός, μπορεί
Ο Σατανάς, διόλου απίθανο ωστόσο να

Μην υπάρχει άλλος εκεί από τον Ποιητή,
Έλεγαν ενώ ο ουρανός τους σκέπαζε ήδη

Με μια μαβί σκιά που τους υπεμνημάτιζε
Την κοιμισμένη φωτιά της ζωής με όρους

ενός

Κάπως ζωηρότερου

ληθάργου·

Κατά την πρώτη μάλιστα μεταμεσονύχτια
Ώρα στρέφονταν όλοι προς τον πύργο σε

μια παγκόσμια προσευχή·

Είναι τρομερός ο θάνατος, Κύριε, έλεγαν
Προς την ισχνά φωτισμένη πρόσοψη του

κλειστού οικήματος,

Ποιος μπορεί να τον αντέξει, κατέληγαν
Και περιμέναν ένα σημείο απ' αυτόν που

ωστόσο δεν ερχόταν

Και επέστρεφαν στις δουλειές τους· έτσι
Και εκείνο το βράδυ, είναι τρομερός ο

Θάνατος, Κύριε, είπαν αλλά το φως στον
Πύργο παρέμενε ίδιο, φαινόταν να μην

Δίνει σημασία σε τίποτα στο κόσμο πέρα
Από τον εαυτό του· και εκείνοι, ενώ η ώρα

Προχωρούσε, δεν είχαν διόλου αντιληφθεί
Πως πίσω απ' την πλάτη τους αυτή τη φορά

Ο πύργος φώτιζε ήδη

πανίσχυρα

σε όλην την οικουμένη·

Την κατάληψη του κόσμου από το φως
Ωστόσο δεν την εξέλαβαν ως τίποτε άλλο

από την άφιξη ενός ακόμα

πρωινού

Και ετοιμάστηκαν να κοιμηθούν,

Με κάποια, είναι αλήθεια, ανομολόγητη
Υποψία

Να φαίνει τώρα κάπως πιο δυνατά

στα καταβυθισμένα μάτια τους·

Wednesday, November 24, 2010

IGOR STRAVINSKY: Rite of Spring

Ο Valery Gergiev διευθύνει την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου, στο Barbican Centre, 2007.





Saturday, November 20, 2010

ΦΕΡΟΕΣ

Χγιάλμαρ, ο ωκεανός είναι τόσο λυτός
Όσο και μια σκέψη ανθρώπου που δεν

γνωρίζει όρια

Που ίπταται, και καθιζάνει, που αναρρέει
Και είναι η ίδια που επισωρεύει σε σωρούς

γεγονότων

Την αθανασία στο εορταστικό χείλος του
Θεού· κι ένα μεγαλείο που διαφανερώνει

Η ζωή προς την ζωή μονάχα και ποτέ προς
Τον θάνατο, μα είναι τόσο κραταιά αυτή η

σκέψη

όσο και το

Μέγα τείχος της εσπέρας από λαζουλίτη
Στα ανοιχτά της Νορβηγικής Θάλασσας,

Έλεγε

Το πράσινο πουλί με το διαμάντι ανάμεσα
Στα μάτια του που είχε ανακαθήσει στην

κουπαστή

Του αλιευτικού πλοιαρίου που επέστρεφε
Στις Φερόες, ο δε ψαράς το κοίταζε με μια

έντρομη

Απορία όχι τόση όμως που θα τον ανάγκαζε
Να το αποδιώξει μακριά στον ουρανό, και

εσύ, Χγιάλμαρ,

Είσαι τόσο αρχαίος όσο και μια θλίψη και
Τόσο νέος όσο και μια χαρά· πόσος χρόνος

Πέρασε από τότε που υπήρχες χωρίς να έχεις
Γεννηθεί ακόμα, Χγιάλμαρ, έτη, αιώνες ή

αχανείς ενιαυτοί,

Είσαι πάντοτε ο ίδιος αλιεύς στο μέσον της
Σιωπηλότερης θαλάσσης τον εαυτό σου και

μόνον

αλιεύοντας,

Του έλεγε το πράσινο πουλί με το διαμάντι
Στα μάτια και τον κοίταζε σαν άνθρωπος,

Σε λένε Χέλγι, του είπε τότε ο ψαράς, είσαι
Μια βαρειά κληρονομιά για τους ανθρώπους

Κι ένα αιώνιο μέρισμα στα δώματα των θεών·
Αν είσαι το παρελθόν ή το μέλλον του καθενός,

Χέλγι,

εγώ δεν το γνωρίζω,

Και αν ακόμα είσαι το μάτι της Άσγκαρ ή της
Χελλ, και αυτό ακόμα, Χέλγι, θα μπορούσε

Να είναι ένα ερώτημα που το παίρνουν τα νερά
Του ωκεανού και το αναβυθίζουν στη γνώση

Και το οδηγούν ξανά έξω στην ετυμηγορία του
Φωτός· όμως εγώ μαζί με το πλοιάριό μου, άλλο

Δεν είμαι παρά ένα σημείο ανάπαυσης όλης
Της οικουμένης από τον θόρυβο της σκέψης·

Είμαι το αιώνιο παρόν, Χγιάλμαρ, του είπε
Τότε ο φτερωτός επισκέπτης, μηδέ το μέλλον

Μήτε και το παρελθόν του ανθρώπου, μονάχα
Αυτό, το ωκεάνειο, ατέλειωτο παρόν του, ο που

με βλέπει

δεν γεννήθηκε, δεν πέθανε ποτέ

Ο που δεν με βλέπει, αφανίζεται πιο εύκολα
Και από το κύμα, έλεγε το πράσινο πουλί με

το στίγμα πάνω του,

Και ολοένα βάθαινε η φωνή του σαν βάραθρο
Του χρόνου, σαν ίλιγγος που είχε συνεπάρει

Ολόκληρο τον βόρειο ουρανό σε μια καθίζηση
Του ορίζοντά του με όλα τα νέφη και τον ήλιο

Προς ένα άγνωστο ακόμα βυθό του ζην, όπου
Λέγεται, κατοικούν απαρχής του κόσμου μόνο

σκέψεις,

Αδιάκριτο από ποιους, ανεξιχνίαστο περί τίνος
Ευρίσκονταν εκεί ωσάν αόρατες καλλιέργειες

υποθαλασσίων φυτών,

Σκέψεις που ετοιμάζονταν να ξεχυθούν στο φως
Και απειλώντας ανά πάσα στιγμή να εισβάλλουν

σε μιαν ανύποπτη μεν, αλλά ανέκαθεν

διάτρητη από θαύματα

ανθρωπολογική ορατότητα·


Monday, November 15, 2010

L' ÉTERNITÉ PAR LES ASTRES

Ίμμερ, τα σύννεφα καλύπτουν πάντα
Το πρόσωπό σου και η φωτιά που σε

Ορίζει δεν είναι του κόσμου τούτου,
Έλεγε η αινιγματική Λυτόνια, καθώς

Γέμιζε τα ποτήρια με αστρόφωτο λικέρ·
Και είσαι ακόμα ένας λωτός λήθαργος

στον έκπτωτο χρόνο

Ότι μοιάζεις να μην σε νοιάζει μήτε η
Ζωή μηδέ κι ο θάνατος, και όμως εσύ

Ίμμερ,

Είσαι ο άνθρωπος που κρατάς δέσμια
Και τα δυο σε λέξεις κρυσταλλικές που

Κραδαίνονται ως εάν σε άλυσο φωτός
Που κάποτε σωριάζεται στο ανθρώπινο

σκοτάδι,

Κι εγώ, σαν νεύμα μυστικό των θεών που
Αποσύρονται κάθε εσπέρα στα ερέβη των

στοχασμών σου,

Κυμαίνομαι, Ίμμερ, στην δική σου αγκαλιά
Μια νύχτα επιζητώντας για το πύρινο πέπλο

μου

που πέφτει απαλά

στη ζωή

Σαν η αιώνια φύση που πεθαίνει σιγηλά
Και ανασταίνεται στις λέξεις του ποιητή

κάθε αυγή,

Που ο κόσμος παραμένει πάντα νέος και
Τόσο αρχέγονος μαζί, όσο και ο έρως που

Τον οδήγησε στο φως· όμως εσύ Ίμμερ
Αν και ακτινοβολείς, είσαι ο μάγος των

Σκιών που κατευθύνεις στις σκιές, μία νέα
Ύπαρξη λειτουργώντας σ' έναν παγκόσμιο

νου·

Μα δες τις τεράστιες στοές των πληθυσμών
Που ξανοίγονται στο χρόνο αναπέμποντας

Μονάχα μια κραυγή αγωνίας για ένα όνειρο
Πόσο κινούνται οι χιλιάδες των χιλιάδων και

Οι εκατομμύριοι των χιλιομυρίων σαν κούκλες
Αυτόματες, σε σπαστικές ωθήσεις από το μέγα

τραύμα του θεού

στην θνητότητα

Και εσύ Ίμμερ να παραμένεις πάντα ο μεσάζων
Όχι ανάμεσα σε γη και ουρανό αλλά στον πηλό

και το όνειρο ανάμεσα

Προμηθεύς Λυόμενος, Δεσμώτης Κόσμος·
Πόσο μπορείς Ίμμερ, να ξαναφτιάξεις τον

κόσμο

Όχι από την αρχή, αλλά από το τέλος του
Και πόσο ακόμα δύνασαι να τον λύσεις σε

μία μόνον λέξη,

ελευθερία,

Ότι ακόμα και ο παράδεισος των αγγέλων
Δεν είναι επιθυμητός χωρίς τον έρωτα των

σωμάτων

Και μοναχή της η κατάρα της σάρκας θα
Φτιάχνει νόμους λίθινους στα παλαιότερα

κάστρα

Μιας εποχής ξεχασμένης από τον θεό, στις
Νοτισμένες κοιλάδες της πλησμονής και

της ανάκτησης της αθανασίας

μέσα από τον ιδρώτα των κορμιών

καθώς ξαποσταίνουν το ένα πάνω στ' άλλο

Μια πολυώρη μάχη ηδονής προς ηδονή
Ακολουθώντας· έλεγε η ευαίσθητη Λυτόνια

πίσω από το θαρραλέο προσωπείο της,

Τόσο πολύ ευαίσθητη που λέγεται ότι και
Η ίδια η Γη σταματούσε το ανεπαίσθητο

σιγοψιθύρισμά της

Όταν

Περπατούσε αυτή η γυναίκα πάνω της, την
Αιώνια κατάφαση των λευκών άστρων στο

πρόσωπό της

μηδέποτε επιθυμώντας να αμφισβητήσει·


Saturday, November 13, 2010

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΜΑΛΕΝ

Η γριά Μαλέν ζούσε στα περίχωρα
Των ανθρώπων, ήταν τόσο άσχημη

Όσο και η σκέψη της που ήταν μια
Νύχτα ατέλειωτη χωρίς αίμα, και

Tόσο επίβουλη όσο κι η άδεια ζωή της
Που την ανάγκαζε να γυρνάει όλη την

ημέρα

από

σπίτι σε σπίτι

Και να μασουλάει μυστικά ξόρκια
Και κατάρες έξω από τις πόρτες ,


Θα γίνει κάποτε αυτό που θέλω εγώ,
Έλεγε η γριά Μαλέν, μπορεί να μην

Συμβεί αμέσως αλλά κάποτε, είτε ο
Θεός είτε ο Σατανάς θα με λυπηθούν,

Και στο κάτω κάτω ίσως φταίνε τα
Ξόρκια,
μα θα μπω και θα ζητήσω

άλλα,


Παραμιλούσε μόνη της έξω απ' έναν
Σκοτεινό πύργο που ήταν κλειστός

από αιώνες·

-δεν είναι κανείς εδώ;

Ζητώ τον αφέντη αυτού του πύργου,
Φώναξε με όση δύναμη θυμόταν πως

είχε κάποτε,

Όμως δεν έπαιρνε απάντηση

και κίνησε

Να φύγει θλιμμένη, ενώ διόλου δεν
Είχε προσέξει τις φλόγες που τηνε

Παρακολουθούσαν σιγοπερπατώντας
Σαν ζωντανοί άνθρωποι απ'την πρώτη

στιγμή·

Εδώ

Δεν είναι ο οίκος του θεού, πρόλαβε να
Ουρλιάξει καθώς την ζύγωνε η πρώτη

Φλόγα, για ποιο λόγο να πεθάνω εγώ
Που 'μαι ήδη νεκρή και όχι οι άλλοι

Που είναι ζωντανοί ακόμα; και το κρίμα
Το δικό μου ποιο; κι η τιμωρία τόση!

Κύριε του πύργου, πόσο άδικα σε μένα
Θάνατο θες να ορίσεις, ενώ δεν έστερξες

Ποτέ σου μία χαρά να μου την δώσεις,
'Οτι σαν εμέ γριά ζωή μόνο με θάνατο

Χορταίνει και όχι με ζωή, και ό,τι είναι
Ζωντανό προς την ζωή κινείται, μα ό,τι

Θα μπορούσε νεκρό να είναι και ακόμα
Ζει χωρίς να με υπολογίζει, μόνον προς

εμένα θα 'πρεπε να τείνει πάλι·

Μαλέν, Μαλέν, της έλεγαν οι φλόγες
Καθώς την κυκλώναν με αηδία, είσαι

τόσο άσχημη

Που ο Θεός μπορεί να σε συγχωρήσει
Για την μοχθηρή μιζέρια σου, όχι όμως

και ο Σατανάς,

της ανακοίνωσαν,

Αυτός όμως όχι,

Αλλά δεν πρόκειται να σε κάψουμε, της
Είπαν, εσύ Μαλέν θα φλέγεσαι χωρίς να

καίγεσαι ποτέ εις τον Αιώνα·

Η καρδιά και η ψυχή σου θα γίνουνε
Νεανικές, όμως κλεισμένες θα μένουν

στην ίδια πάντοτε γραίας μορφή·

Μηδέποτε ο ίμερος που θα σε φλέγει
Μέλλει να σε εκπυρώσει και ποτέ σου

δεν θα ησυχάσεις, Μαλέν,

μήτε απ' τον ζωντανό θάνατο
μηδέ κι απ' τη θανάσιμη ζωή·

Έλεγαν στην μισολιπόθυμη Μαλέν οι
Φλόγες και ήδη έφευγαν πιο βιαστικά

Απ'όσο ήλθαν, με μεγάλη ταχύτητα
Προς ένα κτίσμα σάρκινο αυτή τη

Φορά, ακόμη αρχαιότερο και απ' τον
Πύργο απ' όπου ξεπηδήσαν· σαν μια

κρυμμένη σκέψη

ανθρώπου

Που για λίγο βγήκε απ' τον κρόταφό του
Και επέστρεφε απ' ένα είδος ζωής σε ένα

άλλο,

Στα βαθύτατα σπήλαια της κεφαλής του
Από την νυχτερινή εκείνη έξοδό της στον

απτό κόσμο

Πιο σκοτεινό ακόμα·


Thursday, November 11, 2010

CHOPIN, Études

Η άφθαστη τέχνη της Valentina Lisitsa πάνω στις Σπουδές του Σοπέν.




Tuesday, November 2, 2010

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ

Ώστε είσ' ακόμα ζωντανός Βελλεροφόντη,
Του έλεγε η Νύκτα μέσ' απ' το αρχαιότερο

παλάτι του ουρανού,

Μηδέ ο θάνατος, μηδέ και η ζωή κατόρθωσαν
Να σε σκοτώσουν, και βάλθηκες για τα καλά

Να τραβάς από το πρόσωπο του καθενός μια
Μάσκα από χρόνο και ανάγκη, μικρή καρδιά

Έχουν οι θνητοί Βελλεροφόντη, μα μεγάλα
Είν' ωστόσο τα όνειρα κι οι προσμονές τους

Και μόνοι τους σαν απομείνουνε στο έλεος του
Χρόνου, μ' άδειο βλέμμα τότε οπισθοχωρούν

Στην αιέν αδάμαστη Χίμαιρα η που με φλόγινη
Ανάσα από μπροστά τους ξεφυσάει την εικόνα

μιας καρποφόρου ζωής,

Το ότι αυτή

Συνήθως πραγματώνεται Βελλεροφόντη, τούτο
Ας μην λογίζεις έλλειψη του θείου τέρατος αλλά

Σαν την χαλύβδινη παγίδα και επιτυχία του, ό,τι
Υπάρχει στο κόσμο δεν είναι παρά το ίχνος αυτής

της

Πρώτης κατάρας της Δημιουργίας, η Χίμαιρα,
Βελλεροφόντη, είναι η ουσία τόσο της ζωής όσο

Και του θανάτου, είναι πολύ πραγματικότερη της
Κάθε αλήθειας και ασύγκριτα πιο δραστική από

το ψεύδος,

Σαν τα πανιά των πλοίων που κυματίζουνε στον
Άνεμο πάνω σε διασειόμενα ιστία, ούτω οι βροτοί

Κινούν για τον λιμένα της θαλπωρής, εκεί όπου τα
Άγρια κήτη του χρόνου φτιάξανε στις ράχες τους

Μια αχανή στεριά στην οπού άνθρωποι βαδίζουν,
Αγαπούν, πεθαίνουνε και ξαναζούν ωσάν οψάρια

της γης·

Όμως πες μου, εσύ του Βέλλερου φονέα,

τώρα τι

Ζητάς κυνηγημένος σε αυτή την ερημιά; εδώ
Μονάχα ο ήλιος ημπορεί να φαίνεται και άλλο

Όχι, ότι ο άνθρωπος με τόσο το φως το λιγοστό
Του, δεν είναι παρα περιττός, ιδού κείται μέσα

στις λεόντειες πτέρυγες του Υπερίωνος

Ένα σκοτεινότερο για τους αιώνες μυστικό:
Μηδείς ο έσχατος , ο πρώτος ουδείς, ει μη

μόνον

Ο μέσος άνθρωπος, αυτός εκλήθη ο ζων έως
Άρτι, αυτός και μέλλεται ταχύπτωτη ζωή και

χοϊκό τον θάνατο ν' αναβιώσει

Σε μια χορεία φρικωδών ονείρων και αγγελιών
Που του ρημάζουν κάθε μέρα την βεβαίωση

πως ίσως τούτη τη φορά απέβη

λίγο περισσότερο από τον εαυτό του,

Μα σ' αυτή τη γη ο βίος

Άχρηστος θε να' ναι για τους αετούς του Κενού
Μυστηρίου, ότι αυτοί φροντίσανε από νωρίς

Εντός τους να τον αφανίσουν, ζώντας πάντοτε
Στην όψη σκοτεινή της σελήνης, αθέατοι από

Τους θνητούς η που τον νου αυτών ανασαλεύει
Δόξα, θεά στους ανθρώπους ανάμεσα, μα βροτή

καταμεσής των θεών

Και ένα κρίμα ερωτεύσιμο για τον ποιητή· όμως
Εσύ Βελλεροφόντη, το κάλεσμα απ' τους θεούς

Αθάνατος να γίνεις αψηφώντας το προσπέρασες
Και είσαι στο μέσον της ανθρώπινης ιλύος ακόμα

μια

Χρυσή Εποχή για γη και ουρανό να προφητεύεις·
Σαν τα νερά της βροχής που απαλά γλιστρούν από

Τον κέραμο της στέγης προς το χώμα, πέπλο το εν
Λυμένης στον αέρα σκέψης επιφέροντας ανάλαφρα

Ωσεί υγρό τειχίον της ζωής που την ζωή επικρύπτει
Έτσι και οι μύριες σκέψεις σου φυγορροούν ενός

Αγνώστου κόσμου τούτον τον κόσμο ξαναχέοντας
Σε αίγλη ποθητή· είπε η Νύκτα και το ολιγόπνοο

Σάλεμά της μέσα στο παλάτι αντιληπτό κατέγινε
Απ' τ' άστρα και τον ήλιο σαν σεισμός αιώνων επί

ενός δευτερολέπτου·

Τα λόγια σου είναι σαν λαμπάδα πάνω από τον
Ωκεανό, της είπε τότε ο ισόθεος Βελλεροφόντης,

Που το είδωλό της ταξιδεύει μαζί με τα κύματα
Πέρα ως τις εσχατιές της θλίψεως και της χαράς

Όμως εγώ σου λέγω, πως μηδέ ανθρώπου λόγος
Μήτε θεού ορμήνεια, μα και της θείας φύσης ο

Γλυκός αναπαμός στα φώτα της ημέρας δεν θα
Μπορούσαν να με αποσπάσουνε από την βαθεία

νύχτα μου

Μηδέ κι εσύ η Νύκτα·

Ότι τα βάραθρά σου είναι ιλιγγιώδη κι αυτός
Ο βαθύγονος παλμός σου στις πλαγιές του

χάους

γητεύων και πειστικός,

όμως εγώ,

Νύκτα σκοτία και μήποτε αστραία, αναζητώ
Μονάχα μια στιγμή θνητής χαράς ανάμεσα

στους αθανάτους

Έναν Όλυμπο από την Στύγα να προβάλλω
Και ένα κλέος από τις στάχτες του υστάτου

ζήτη της ομορφιάς,

Ειπέ μου Νύκτα, μην και κανείς γνωρίζει πόσα
Τα ναι και τα όχι αυτού του κόσμου πόσα; και

όμως

Ζω για ένα αιώνιο ναι, ζω μονάχα για ό,τι θα
Είναι πραγματικά δικό μου και του χρόνου η

λεία μήποτε

Είμαι η κατάρα του φθαρτού και η ατημέλητη
Ευλογία του παντοτινού, εγώ Νύκτα, γύρισα από

τους νεκρούς

όχι σαν ζωντανός

αλλά σαν φάντασμα θεού, ανθρώπου όχι,

Το να μου πάρει κάποιος τη ζωή, μηδαμώς με
Απασχολεί, το να μου πάρει όμως την Φωτιά

Το μόνο που θα καταφέρει θα 'ναι να καεί·
Ότι δεν είναι όλοι οι άνθρωποι για όλους και

Τα του Ουρανού δεν ημπορούν οι πάντες να
Χειρίζονται χωρίς ανθρώπων όλων να φανούν

οι χείριστοι·

Θέλησες να τους τραβήξεις βίαια τη μάσκα,
Του είπε τότε η Νύκτα, αδιαφορώντας αν θα

Μπορούσανε μετά να ζήσουν· μην και θαρρείς
Ότι 'ναι δυνατόν το ψάρι να ζήσει στον αέρα ή

Ο αετός να συχνάζει εκεί που μόνον οι γαλές
Αναθαρρεύουν ίχνη μιας γενεάς ξεπεσμένης;

Κι εγώ σου λέγω, Βελλεροφόντη, πως είσαι η
Βαρύτερη κατάρα για τους συνανθρώπους σου

Ότι δεν νοιάστηκες ποτέ για το έδαφός τους
Παρά μονάχα για το ύψος τους, και τούτο θα

Ήταν απάνθρωπο αν δεν ήταν κάτι πολύ πιο
Τρομερό: η αλήθεια, αναβάτη του Πηγάσου,

Η αλήθεια είναι θάνατος που παραμονεύει
Τον άφρονα που δεν φοράει τη μάσκα του

Ως ο δύτης που καταβαίνει μέσ' απ' τα νερά·
Κι αυτή τη μάσκα εξεχέρσωσες από το δέρμα

Του ανθρώπου ταχέως τόσο, όσο ταχύτατα
Κατέπεσε ο Ίκαρος από τα βέλη του ηλίου

χτυπημένος σε μεγάλη δόξα

από δόξα στο στερέωμα

ακόμα μεγαλύτερη·

Δεν είχα χρόνο, της απάντησε ο Βελλεροφόντης,
Όλα τα των θεών καλό είναι να γίνονται ταχύ

Όμως τα των ανθρώπων είτε λάμπουνε σε μια
Στιγμή είτε ποτέ· δεν είναι ώριμο το μήλο που

Την νύκτα καταπίπτει από τον κλάδο του ξύλου
Αλλά εκείνο που σείσθηκε από άνεμο βιαστικό,

Δύο είναι οι προσόψεις της ζωής και ενδιάμεση
Όχι άλλη, είτε τ' ανώριμο είτε το σαπισμένο, και

Εγώ, έλεγε ο Βελλεροφόντης με ισχύ φωνής που
Φάνταζε πως αμφισβητούσε ο,τιδήποτε ελέχθη

Ως τις μέρες του, εγώ είμαι εκείνος που όταν οι
Άνθρωποι λυγίζουν απ' τους σιδερένιους ανέμους

Της μοίρας τους, θα τους πω, φύγετε από την ζωή
Και από τον θάνατο μακρύτερα ακόμη! Το πού

Ακριβώς θα πατήσουνε μετά, αυτό 'ναι η συνθήκη
Του ονείρου με την σκληρή τραγική απτότητα του

κόσμου·

Ο που θα περάσει ζωντανός μέσα από τις πέτρες
Συμπληγάδες , είναι ένας νικητής, εκείνος όμως

Που θα περιφρονήσει τόσο την επιβίωσή του όσο
Και τον θάνατο και δεν θα καταδεχθεί μήτε εν ζωή

Και μήτε νεκρός να συνεχίσει, αυτός είναι κάτι
Περισσότερο από νικητής: ένας άγιος της έπαρσης

Που παραμένει ωστόσο με την αγιότητα ένας ξένος
Και με την έπαρση ξεινότερος ακόμα· ότι οι λέξεις

του κόσμου

Κάποτε δεν είναι φτωχές για να πούνε το ισχύον
Αλλά αρκετά πλούσιες για να μην το φανερώνουν

Ότι η κτίση ολόκληρη δεν είναι παρά φωτιά και
Ο λόγος άλλο όχι από τον πάγο της· είπε και ευθύς

Κοίταξε μέσα στα βάραθρα της Νύκτας και νόμισε
Πως δεν έβλεπε άλλο τι από το πρόσωπο του θεού·

Και όμως, εσύ που θα μπορούσες το Χρόνο σε μια
Στιγμή να τον νικήσεις, το απέφυγες έως τώρα, του

Είπε τότε η Νύκτα, και την θνητή σου φύση δεν
Ηθέλησες να αλλάξεις σε χρυσό του Ολύμπου, εσύ

Βελλεροφόντη

Είσαι ένας προδότης των αθανάτων και ένας ξένος
Ανάμεσα στους ανθρώπους, όμως είσαι ακόμα και

Ένας μάρτυρας της αγάπης· δεν έχεις να πας αλλού
Βελλεροφόντη, ει μη στη γυναίκα εκείνη που θα σε

Κάνει να ξεχάσεις την κατάρα που θεόθεν φέρνεις,
Ότι για σένα, μία θνητή, άνθρωπος ένας μπορεί να

σε νοήσει

και άλλος κανείς

Είσαι ένας για έναν, μια λάμψη για μια άλλη λάμψη
Ότι οι λοιποί μπορούνε να σε θαυμάσουν μόνο, όχι

Όμως και να σου το συγχωρήσουν· ότι μπορούν να
Σε δοξάσουν, όχι όμως γι αυτό και να σ' αφήσουνε

ατιμώρητο·

του είπε τότε

η Νύκτα,

Δόξα από ανθρώπους είναι σαν ένα πρωινό που δεν
Φιλοδοξεί ποτέ του απόγευμα να γίνει, που δεν θα

Φύεται ποτέ σαν σπέρμα για τον εαυτό του, και ό,τι
Ακίνητο θα μείνει από μόνο του κάτι άλλο τότε θα

Κινείται για λογαριασμό του· της απάντησε ξανά ο
Βελλεροφόντης και άρχισε να νοιώθει ζάλη μεγάλη,

Ζαλίζεσαι Βελλεροφόντη; τον ρώτησε τότε η Νύκτα
Και σε ζαλίζει τι; το ύψος ή η έλλειψή του; το βάθος

Ή η επιφάνεια; είναι η ζάλη σου μια ευλογία, ισχυρέ,
Για τους υπόλοιπους ή ένα ανάθεμα που άξιος να το

δεχθεί ουδείς αναδεικνύεται;

Είσαι τι; πες μου εσύ, Βελλεροφόντη,

Ένας πύργος του τρόμου ή μια καλύβα της χαράς;
Ένας παράφρων θεός ή ένας πανέξυπνος θνητός;

Είσαι τι Βελλεροφόντη, πες μου,

Ένας λύχνος φωτός στα σκοτάδια ή ένα σκότος
Ατέλειωτο στους μακρείς ημερήσιους λειμώνες;

Και ακόμα πες μου, είσαι ποιος Βελλεροφόντη!
Ένας άνεμος ονείρου στην σειόμενη στεριά της

πραγματικότητας

ή ένας βράχος εννοιών

στ' ανοιχτά του ονειρεμένου πελάγους;

Ο μόνος κληρονόμος σου θα είναι η μάσκα σου
Ετούτη τη φορά η δική σου και όχι των άλλων,

Και όποιος την φορέσει, χίλιες φορές καλύτερο
Θα ήταν να πεθάνει παρά να την ανθέξει έστω

και για μία στιγμή·

Ζαλίζομαι, είπε ο Βελλεροφόντης, όχι γιατί ο
Κόσμος γυρίζει ενώπιόν μου, αλλά γιατί εγώ

Είμαι ακίνητος στους αιώνες ενώπιόν του, εδώ
Είμαι από πάντα, Νύκτα, περιμένοντας μήτε το

χρόνο

Μήτε την στιγμή, ζω ακόμα γιατί απλώς αντέχω
Περισσότερο από κάποιον άλλον, και χαίρομαι

Ακόμα επειδή η χαρά είναι μια κάποια ευεργεσία
Του μηδενός στο κάτι· δεν επιθυμώ να λυτρώσω

Κανέναν μήτε τον εαυτό μου, το μόνο που ζητώ
Είναι μια κάποια περισσότερη ανεμελιά του είναι·

Μια υψηλότερη φάρσα του τραγικού και μια πιο
Βαθεία έννοια της κωμωδίας, επιζητώ ένα γόνιμο

περιττό

και ένα άγονο χρήσιμο·

Μια φωλέα για τον αέρα και έναν δρόμο ανοιχτό
Να περάσει ο κίονας· εγώ, Νύκτα, είμαι ο άγγελος

της επανάστασης

Όχι κατά τυρράνων όμως, αλλά κατά του κόσμου
Ως κόσμου, αγαπώντας βαθιά τον κόσμο ωστόσο·

Και όμως Βελλεροφόντη, εσύ δεν πίστεψες ποτέ
Στο μέλλον, παρά μόνο στο παρόν του ανθρώπου,

του αντέτεινε τότε η Νύκτα,

Το Μέλλον είναι η Χίμαιρα, της απάντησε αυτός,
Νύκτα, ότι είναι το παρελθόν για το παρόν δεν

Πρόκειται ποτέ να είναι το μέλλον, ότι στη γωνία
Του χρόνου λυσσομανάει η επιστροφή των όντων

Στην εικόνα, σαν μέσα σε όνειρο οι ψυχές και σαν
Πουλιά αποδημητικά μεταβαίνουν από πλάνη σε

Πλάνη, τόσο ανυπόμονα που φτερακίζουν στον
Αέρα! Με ένα κρυμμένο μάτι σαν κρατήρας στο

Μέσον των επουρανίων συνάξεών των, μάτι της
Χίμαιρας, τρελλό μάτι που ορά σαν ανατολή της

Μνήμης τον ανύποπτο κόσμο, άγριος οκτάπους
Μιας μη ορατής φωτιάς που σιγά σιγά καταπίνει

Τα ορατά και τ' αποδίδει πίσω στην γήινη σκηνή
Σαν τους καρπούς ονείρων που εξέπεσαν τυφλά

σε μια πραγματικότητα,

Όμως εσύ Βελλεροφόντη φονιάς της Χίμαιρας
Μεν αξιώθηκες να γίνεις, αλλά το κενό της στο

Κόσμο δεν μπόρεσες να το επικαλύψεις, και ιδού
Ο υφήλιος θρόνος είναι άδειος, μηδέ στον χρόνο

Δύνανται οι άνθρωποι να επιστρέψουνε μα μήτε
Και στην αθανασία· και παραπαίουν σαν νύχτες

σε γραμμικό σκοτάδι·

ανταπάντησε η Νύκτα ,

Ναι, της είπε τότε ο Βελλεροφόντης, ο θρόνος
Πλέον δεν πληρούται από θνητού την παρουσία

Ή θεού,

Όμως μια Χρυσή Εποχή μέλλεται να ισχύσει σε
Γήινα και ουράνια, μια εποχή που θα μιλήσει

το ανείπωτο

και θα αποσιωπήσει

το μιλημένο,

Εποχή εκείνη που θα φανερώσει τ'αδιαπέραστο
Και θ' αποπερατώσει το αφημένο, που έναν ναό

Θα χτίσει για το ήδη γνωστό και όχι το άγνωστο·
Που στη φωτιά της θα πυρώσει κάθε έννοια με

Την λάμψη της αιωνιότητας, ομιλώ για την εποχή
Που οι άνθρωποι χωρίς θεοί να είναι ακόμα, δεν

Θα είναι πλέον η ιστορία τους αλλά ένα βασίλειο
Από μόνος του ο καθένας χωρίς χρόνο· εκείνη την

εποχή

Όπου ό,τι έγινε έως τότε θα πραγματωθεί και ό,τι
Ειπώθηκε θα διατυπωθεί· ιδού, Νύκτα, λειψά και

Ημιτελή κείνται τα έργα και οι ημέρες των θνητών
Και η Ιστορία τους μια μάζα τρόμου ανώφελη σαν

ένα σύννεφο χωρίς ουρανό,

Ποιος ο κύριος και ο δούλος ποιος, δύσκολο να το
Πεις, τα πάντα δέσμια λύθηκαν σε μιαν επίπλαστη

ελευθερία

Χωρίς την αιώνια δρόσο του οριστικού· ότι ο φόβος
Τίποτα καλύτερο από τον εαυτό του δεν μπορεί να

περιμένει

Και η ψυχή από το σώμα τίποτε το προσκαιρότερο
Δεν ημπορεί να τρέμει· όμως η πλάση μέλλεται να

αποκατασταθεί

σε

Μια ξαφνική ριπή αληθείας στον αργόσυρτο Μύθο,
Ότι πάντα τα κτιστά δεν είναι παρά χυτευμένα στο

Καλούπι ενός ψεύδους που το σχήμα του όμως είναι
Αληθινό, ω Νύξ αιθεροπρόσωπη και αιώνια όπως ο

Λόγος μόνον είναι·

Είπε ο λαμπρός Βελλεροφόντης και κατέπαυσε να
Ομιλεί αγναντεύοντας το πρώτο φως της αυγής

στον αρχαίο ορίζοντα

που διέσχιζε μια παλαιά άγνοια

στον κόσμο,

Ενώ η Νύκτα εδώ και ώρα αποσυρόταν ελαφρά
Στο παλάτι της, το φως του Ζέφυρου αφήνοντας

ωστόσο

Σαν ενθύμιο μελλουμένης εποχής που μπορούσε
Να χωρέσει μ' όλα τα γεγονότα και την ιστορία της

μέσα σε αυτήν

ακόμα

την μία μόνον ημέρα ζωής·