Monday, November 15, 2010

L' ÉTERNITÉ PAR LES ASTRES

Ίμμερ, τα σύννεφα καλύπτουν πάντα
Το πρόσωπό σου και η φωτιά που σε

Ορίζει δεν είναι του κόσμου τούτου,
Έλεγε η αινιγματική Λυτόνια, καθώς

Γέμιζε τα ποτήρια με αστρόφωτο λικέρ·
Και είσαι ακόμα ένας λωτός λήθαργος

στον έκπτωτο χρόνο

Ότι μοιάζεις να μην σε νοιάζει μήτε η
Ζωή μηδέ κι ο θάνατος, και όμως εσύ

Ίμμερ,

Είσαι ο άνθρωπος που κρατάς δέσμια
Και τα δυο σε λέξεις κρυσταλλικές που

Κραδαίνονται ως εάν σε άλυσο φωτός
Που κάποτε σωριάζεται στο ανθρώπινο

σκοτάδι,

Κι εγώ, σαν νεύμα μυστικό των θεών που
Αποσύρονται κάθε εσπέρα στα ερέβη των

στοχασμών σου,

Κυμαίνομαι, Ίμμερ, στην δική σου αγκαλιά
Μια νύχτα επιζητώντας για το πύρινο πέπλο

μου

που πέφτει απαλά

στη ζωή

Σαν η αιώνια φύση που πεθαίνει σιγηλά
Και ανασταίνεται στις λέξεις του ποιητή

κάθε αυγή,

Που ο κόσμος παραμένει πάντα νέος και
Τόσο αρχέγονος μαζί, όσο και ο έρως που

Τον οδήγησε στο φως· όμως εσύ Ίμμερ
Αν και ακτινοβολείς, είσαι ο μάγος των

Σκιών που κατευθύνεις στις σκιές, μία νέα
Ύπαρξη λειτουργώντας σ' έναν παγκόσμιο

νου·

Μα δες τις τεράστιες στοές των πληθυσμών
Που ξανοίγονται στο χρόνο αναπέμποντας

Μονάχα μια κραυγή αγωνίας για ένα όνειρο
Πόσο κινούνται οι χιλιάδες των χιλιάδων και

Οι εκατομμύριοι των χιλιομυρίων σαν κούκλες
Αυτόματες, σε σπαστικές ωθήσεις από το μέγα

τραύμα του θεού

στην θνητότητα

Και εσύ Ίμμερ να παραμένεις πάντα ο μεσάζων
Όχι ανάμεσα σε γη και ουρανό αλλά στον πηλό

και το όνειρο ανάμεσα

Προμηθεύς Λυόμενος, Δεσμώτης Κόσμος·
Πόσο μπορείς Ίμμερ, να ξαναφτιάξεις τον

κόσμο

Όχι από την αρχή, αλλά από το τέλος του
Και πόσο ακόμα δύνασαι να τον λύσεις σε

μία μόνον λέξη,

ελευθερία,

Ότι ακόμα και ο παράδεισος των αγγέλων
Δεν είναι επιθυμητός χωρίς τον έρωτα των

σωμάτων

Και μοναχή της η κατάρα της σάρκας θα
Φτιάχνει νόμους λίθινους στα παλαιότερα

κάστρα

Μιας εποχής ξεχασμένης από τον θεό, στις
Νοτισμένες κοιλάδες της πλησμονής και

της ανάκτησης της αθανασίας

μέσα από τον ιδρώτα των κορμιών

καθώς ξαποσταίνουν το ένα πάνω στ' άλλο

Μια πολυώρη μάχη ηδονής προς ηδονή
Ακολουθώντας· έλεγε η ευαίσθητη Λυτόνια

πίσω από το θαρραλέο προσωπείο της,

Τόσο πολύ ευαίσθητη που λέγεται ότι και
Η ίδια η Γη σταματούσε το ανεπαίσθητο

σιγοψιθύρισμά της

Όταν

Περπατούσε αυτή η γυναίκα πάνω της, την
Αιώνια κατάφαση των λευκών άστρων στο

πρόσωπό της

μηδέποτε επιθυμώντας να αμφισβητήσει·