Saturday, November 20, 2010

ΦΕΡΟΕΣ

Χγιάλμαρ, ο ωκεανός είναι τόσο λυτός
Όσο και μια σκέψη ανθρώπου που δεν

γνωρίζει όρια

Που ίπταται, και καθιζάνει, που αναρρέει
Και είναι η ίδια που επισωρεύει σε σωρούς

γεγονότων

Την αθανασία στο εορταστικό χείλος του
Θεού· κι ένα μεγαλείο που διαφανερώνει

Η ζωή προς την ζωή μονάχα και ποτέ προς
Τον θάνατο, μα είναι τόσο κραταιά αυτή η

σκέψη

όσο και το

Μέγα τείχος της εσπέρας από λαζουλίτη
Στα ανοιχτά της Νορβηγικής Θάλασσας,

Έλεγε

Το πράσινο πουλί με το διαμάντι ανάμεσα
Στα μάτια του που είχε ανακαθήσει στην

κουπαστή

Του αλιευτικού πλοιαρίου που επέστρεφε
Στις Φερόες, ο δε ψαράς το κοίταζε με μια

έντρομη

Απορία όχι τόση όμως που θα τον ανάγκαζε
Να το αποδιώξει μακριά στον ουρανό, και

εσύ, Χγιάλμαρ,

Είσαι τόσο αρχαίος όσο και μια θλίψη και
Τόσο νέος όσο και μια χαρά· πόσος χρόνος

Πέρασε από τότε που υπήρχες χωρίς να έχεις
Γεννηθεί ακόμα, Χγιάλμαρ, έτη, αιώνες ή

αχανείς ενιαυτοί,

Είσαι πάντοτε ο ίδιος αλιεύς στο μέσον της
Σιωπηλότερης θαλάσσης τον εαυτό σου και

μόνον

αλιεύοντας,

Του έλεγε το πράσινο πουλί με το διαμάντι
Στα μάτια και τον κοίταζε σαν άνθρωπος,

Σε λένε Χέλγι, του είπε τότε ο ψαράς, είσαι
Μια βαρειά κληρονομιά για τους ανθρώπους

Κι ένα αιώνιο μέρισμα στα δώματα των θεών·
Αν είσαι το παρελθόν ή το μέλλον του καθενός,

Χέλγι,

εγώ δεν το γνωρίζω,

Και αν ακόμα είσαι το μάτι της Άσγκαρ ή της
Χελλ, και αυτό ακόμα, Χέλγι, θα μπορούσε

Να είναι ένα ερώτημα που το παίρνουν τα νερά
Του ωκεανού και το αναβυθίζουν στη γνώση

Και το οδηγούν ξανά έξω στην ετυμηγορία του
Φωτός· όμως εγώ μαζί με το πλοιάριό μου, άλλο

Δεν είμαι παρά ένα σημείο ανάπαυσης όλης
Της οικουμένης από τον θόρυβο της σκέψης·

Είμαι το αιώνιο παρόν, Χγιάλμαρ, του είπε
Τότε ο φτερωτός επισκέπτης, μηδέ το μέλλον

Μήτε και το παρελθόν του ανθρώπου, μονάχα
Αυτό, το ωκεάνειο, ατέλειωτο παρόν του, ο που

με βλέπει

δεν γεννήθηκε, δεν πέθανε ποτέ

Ο που δεν με βλέπει, αφανίζεται πιο εύκολα
Και από το κύμα, έλεγε το πράσινο πουλί με

το στίγμα πάνω του,

Και ολοένα βάθαινε η φωνή του σαν βάραθρο
Του χρόνου, σαν ίλιγγος που είχε συνεπάρει

Ολόκληρο τον βόρειο ουρανό σε μια καθίζηση
Του ορίζοντά του με όλα τα νέφη και τον ήλιο

Προς ένα άγνωστο ακόμα βυθό του ζην, όπου
Λέγεται, κατοικούν απαρχής του κόσμου μόνο

σκέψεις,

Αδιάκριτο από ποιους, ανεξιχνίαστο περί τίνος
Ευρίσκονταν εκεί ωσάν αόρατες καλλιέργειες

υποθαλασσίων φυτών,

Σκέψεις που ετοιμάζονταν να ξεχυθούν στο φως
Και απειλώντας ανά πάσα στιγμή να εισβάλλουν

σε μιαν ανύποπτη μεν, αλλά ανέκαθεν

διάτρητη από θαύματα

ανθρωπολογική ορατότητα·