Saturday, November 13, 2010

ΝΥΧΤΑ ΤΗΣ ΜΑΛΕΝ

Η γριά Μαλέν ζούσε στα περίχωρα
Των ανθρώπων, ήταν τόσο άσχημη

Όσο και η σκέψη της που ήταν μια
Νύχτα ατέλειωτη χωρίς αίμα, και

Tόσο επίβουλη όσο κι η άδεια ζωή της
Που την ανάγκαζε να γυρνάει όλη την

ημέρα

από

σπίτι σε σπίτι

Και να μασουλάει μυστικά ξόρκια
Και κατάρες έξω από τις πόρτες ,


Θα γίνει κάποτε αυτό που θέλω εγώ,
Έλεγε η γριά Μαλέν, μπορεί να μην

Συμβεί αμέσως αλλά κάποτε, είτε ο
Θεός είτε ο Σατανάς θα με λυπηθούν,

Και στο κάτω κάτω ίσως φταίνε τα
Ξόρκια,
μα θα μπω και θα ζητήσω

άλλα,


Παραμιλούσε μόνη της έξω απ' έναν
Σκοτεινό πύργο που ήταν κλειστός

από αιώνες·

-δεν είναι κανείς εδώ;

Ζητώ τον αφέντη αυτού του πύργου,
Φώναξε με όση δύναμη θυμόταν πως

είχε κάποτε,

Όμως δεν έπαιρνε απάντηση

και κίνησε

Να φύγει θλιμμένη, ενώ διόλου δεν
Είχε προσέξει τις φλόγες που τηνε

Παρακολουθούσαν σιγοπερπατώντας
Σαν ζωντανοί άνθρωποι απ'την πρώτη

στιγμή·

Εδώ

Δεν είναι ο οίκος του θεού, πρόλαβε να
Ουρλιάξει καθώς την ζύγωνε η πρώτη

Φλόγα, για ποιο λόγο να πεθάνω εγώ
Που 'μαι ήδη νεκρή και όχι οι άλλοι

Που είναι ζωντανοί ακόμα; και το κρίμα
Το δικό μου ποιο; κι η τιμωρία τόση!

Κύριε του πύργου, πόσο άδικα σε μένα
Θάνατο θες να ορίσεις, ενώ δεν έστερξες

Ποτέ σου μία χαρά να μου την δώσεις,
'Οτι σαν εμέ γριά ζωή μόνο με θάνατο

Χορταίνει και όχι με ζωή, και ό,τι είναι
Ζωντανό προς την ζωή κινείται, μα ό,τι

Θα μπορούσε νεκρό να είναι και ακόμα
Ζει χωρίς να με υπολογίζει, μόνον προς

εμένα θα 'πρεπε να τείνει πάλι·

Μαλέν, Μαλέν, της έλεγαν οι φλόγες
Καθώς την κυκλώναν με αηδία, είσαι

τόσο άσχημη

Που ο Θεός μπορεί να σε συγχωρήσει
Για την μοχθηρή μιζέρια σου, όχι όμως

και ο Σατανάς,

της ανακοίνωσαν,

Αυτός όμως όχι,

Αλλά δεν πρόκειται να σε κάψουμε, της
Είπαν, εσύ Μαλέν θα φλέγεσαι χωρίς να

καίγεσαι ποτέ εις τον Αιώνα·

Η καρδιά και η ψυχή σου θα γίνουνε
Νεανικές, όμως κλεισμένες θα μένουν

στην ίδια πάντοτε γραίας μορφή·

Μηδέποτε ο ίμερος που θα σε φλέγει
Μέλλει να σε εκπυρώσει και ποτέ σου

δεν θα ησυχάσεις, Μαλέν,

μήτε απ' τον ζωντανό θάνατο
μηδέ κι απ' τη θανάσιμη ζωή·

Έλεγαν στην μισολιπόθυμη Μαλέν οι
Φλόγες και ήδη έφευγαν πιο βιαστικά

Απ'όσο ήλθαν, με μεγάλη ταχύτητα
Προς ένα κτίσμα σάρκινο αυτή τη

Φορά, ακόμη αρχαιότερο και απ' τον
Πύργο απ' όπου ξεπηδήσαν· σαν μια

κρυμμένη σκέψη

ανθρώπου

Που για λίγο βγήκε απ' τον κρόταφό του
Και επέστρεφε απ' ένα είδος ζωής σε ένα

άλλο,

Στα βαθύτατα σπήλαια της κεφαλής του
Από την νυχτερινή εκείνη έξοδό της στον

απτό κόσμο

Πιο σκοτεινό ακόμα·