Friday, November 26, 2010

Η ΠΤΗΣΗ

Ήτανε τόσο χαμηλά ρυθμισμένα τα
Φώτα του παγκόσμιου απογεύματος

Που δεν έγινε καν αντιληπτή η νύχτα
Όταν ήλθε· στις προχωρημένες ώρες

Μπορούσαν να ακουστούν μέσα στο
Σπασμικό σκοτάδι οι καθημερινοί ήχοι

της εργάσιμης ημέρας

καθώς

Τα καταστήματα και οι υπηρεσίες ήταν
Ανοιχτά μόνο την νύχτα· η πλήρης ζωή

Εν γένει διεδραματίζετο μετά την δύση
Του ηλίου, ενώ τα πρωινά όπως επίσης

Και τα μεσημέρια, οι άνθρωποι συνήθως
Κοιμόνταν και στους δρόμους της πόλης

Κυριαρχούσε μια εξώκοσμη πανερημία·
Στο κέντρο δε του όλου κόσμου υπήρχε

Ένας πύργος με πολύ αδύναμο φως που
Φώτιζε μόλις ολίγα τετραγωνικά μέτρα

μπροστά του,

Δεν ξέρουμε ποιος μένει εκεί, είπαν ξανά
Οι άνθρωποι καθώς πιάναν δουλειά κατά

την

Εσπέρα, μπορεί να μένει ο Θεός, μπορεί
Ο Σατανάς, διόλου απίθανο ωστόσο να

Μην υπάρχει άλλος εκεί από τον Ποιητή,
Έλεγαν ενώ ο ουρανός τους σκέπαζε ήδη

Με μια μαβί σκιά που τους υπεμνημάτιζε
Την κοιμισμένη φωτιά της ζωής με όρους

ενός

Κάπως ζωηρότερου

ληθάργου·

Κατά την πρώτη μάλιστα μεταμεσονύχτια
Ώρα στρέφονταν όλοι προς τον πύργο σε

μια παγκόσμια προσευχή·

Είναι τρομερός ο θάνατος, Κύριε, έλεγαν
Προς την ισχνά φωτισμένη πρόσοψη του

κλειστού οικήματος,

Ποιος μπορεί να τον αντέξει, κατέληγαν
Και περιμέναν ένα σημείο απ' αυτόν που

ωστόσο δεν ερχόταν

Και επέστρεφαν στις δουλειές τους· έτσι
Και εκείνο το βράδυ, είναι τρομερός ο

Θάνατος, Κύριε, είπαν αλλά το φως στον
Πύργο παρέμενε ίδιο, φαινόταν να μην

Δίνει σημασία σε τίποτα στο κόσμο πέρα
Από τον εαυτό του· και εκείνοι, ενώ η ώρα

Προχωρούσε, δεν είχαν διόλου αντιληφθεί
Πως πίσω απ' την πλάτη τους αυτή τη φορά

Ο πύργος φώτιζε ήδη

πανίσχυρα

σε όλην την οικουμένη·

Την κατάληψη του κόσμου από το φως
Ωστόσο δεν την εξέλαβαν ως τίποτε άλλο

από την άφιξη ενός ακόμα

πρωινού

Και ετοιμάστηκαν να κοιμηθούν,

Με κάποια, είναι αλήθεια, ανομολόγητη
Υποψία

Να φαίνει τώρα κάπως πιο δυνατά

στα καταβυθισμένα μάτια τους·