Tuesday, November 30, 2010

DIE UNSTERBLICHE GELIEBTE

Λούντβιχ, ο άνεμος φυσά πάνω από
Την στέγη σαν νεκρός που ξύπνησε

απότομα

Και πέφτει πάνω στις πολιτείες μην
Μπορώντας ν' αποξεχάσει τ' όνειρο

της ζωής,

Έλεγε από το βάθος της κάμαρας η
Γυναικεία σκιά, ενώ στην προβολή

της

στο ημίφως

Φαινόταν καθαρά το βελό της που
Κυμάτιζε πολύ απαλά σαν χάδι του

φεγγαριού πάνω

στον κόσμο,

Και εσύ Λούντβιχ, έχεις γείρει πάνω
Στο πιάνο σου όπως κλίνει η γη τόσο

ευλαβικά

σε ένα σοφότερο σκοτάδι

Την ισχνή θλίψη των θνητών ποτέ μην
Επιχειρώντας να δυναμώσει σε θάνατο

Και τρόμο αφανισμού, αλλά τους κρατεί
Εκεί σε απόμαχη ελπίδα τον ούριο χρόνο

καλώντας

Στα νεαρά φώτα μιας ασκεπούς ημέρας
Όπου υπάρχουν πάντοτε ένας νεκρός και

ένας

ζωντανός,

Και οι δύο είσαι εσύ, Λούντβιχ, χαμένος
Σε μια κρυστάλλινη ομίχλη την καθαρή

ιδέα

Μηδέποτε ρυπαίνοντας με ανθρώπινα
Άχθη, είναι τόσα, όσα και η μία φωτιά

που καίει

μέσα στα μυαλά τους

Την δίψα για ζωή μεταμορφώνοντας σε
Πανικό θηρίων καθώς αλληλοκτείνονται,

Και είναι ακόμα τόσα, όσα και ο ένας
Κοινός σκοπός που τους χωρίζει όλους

μεταξύ τους,

Όμως εσύ θέλησες να τους αναπροκύψεις
Αδελφούς σε μια νέα πάλλουσα θεογονία

στους καιρούς σου,

Μα πόσο άσπλαγχνα πέφτει το φως σου
Στην ανθρωπότητα, Λούντβιχ, και πόσο

Είσαι όμηρος ακόμα μιας μοίρας που σε
Στέφει βασιλιά σε ένα κρατητήριο ακοής·

Του έλεγε η σκιά και ακουγόταν αίφνης
Όπως η ίδια η νύχτα στους περαστικούς

Από μια έρημη πλατεία στην οπού μια
Λάμπα κοιμάται αλαφρά με λιγοστό το

φως

δίπλα από ένα γέρικο

σκυλί

Που σωριάζεται σαν πάνω σε οικουμένη
Ολόκληρη, και οι δύο έχοντας αποκάμει

Από τον θόρυβο των ημερών·

Τόσο αραιοκατοικημένες που είναι αυτές
Οι μέρες του αιώνα, και πόσο πνιγηρές οι

φωνές του

Και εμένα, Λούντβιχ, του έλεγε η γυναίκα,
Με αγκάλιασες τρελλά στη μανία μίας και

μόνον

συγχορδίας σου

Την οπτασία από το μυαλό σου μπορώντας
Όπως ο Πυγμαλίων να κάνεις πραγματική

Και ιδού κείμαι μπροστά σου ως σάρκινη
Λεία της φλόγωσής σου, τα σύνορα εκείνα

Που χωρίζουν το μη-ορατό από το ορατό
Κατακρημνίζοντας στις αγριεμένες νότες

σου

που εφορμούν σαν κόσμος

πάνω σε θαλερό πεντάγραμμο·

Είπε η γυναικεία σκιά, ενώ ο άνδρας την
Άκουγε σαν υπνωτισμένος, τον ξαφνικό

Ήχο μιας ζωντανής παρουσίας και όχι
Ενός φαντάσματος, που ξεπρόβαλε από

Την απόμακρη γωνία πιο απαιτητικά στο
Μέσον του δώματος, μην πιστεύοντας σαν

αληθινό ακόμα,

Ενώ από την αναστάτωση είχε ήδη ξυπνήσει
Ο σκύλος στην πλατεία και κοίταζε τον χώρο

γύρω του

με απορία

καθώς

Η λάμπα από πάνω του συνέχιζε να κοιμάται
Το ίδιο ήρεμα·