Friday, October 30, 2009

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ BAYREUTH



Οραματίσου μιαν υδρόγειο εσαεί στην
Διάσταση ενός παγκόσμιου θεάτρου,

Είπε ξαφνικά ο ναύτης της Κρονστάνδης
Στον Λάμα, καθώς παρακολουθούσαν

από τα θεωρεία

τους

Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης

Να εκτυλίσσονται στη σκηνή του Μπάιροϊτ,
Και ακόμα φαντάσου τον κόσμο να συρρέει

Από τις τέσσερεις γωνιές όχι της γης, αλλά
Της αιώνιας νιότης του, κι η αυτοκρατορία

της

Ιστορίας

Τίποτε άλλο πλέον από στάση οικουμένης
Στο ξέφωτο μιας θυμικής φυλακής όπως η

Νύχτα που εξουδετερώνεται από τις πάντοτε
Νεαρές φωταψίες της προπατορικής αυγής

Έτσι και η συσκοτισμένη, άδεια σκηνή όλων
Των γεγονότων να λάμπει σε μια τυφλή άρση

του πέπλου

του

χρόνου

Σαν μια κατατονία αιώνων που λήγει αίφνης
Με ένα εγέρθητι προφερόμενο από τα χείλη

μιας

Ολόλευκης ανάγκης που μοιράζει τα ληστρικά
Χαμόγελα στο ξηραμένο παρελθόν και παύει

ακόμα

Και το αδηφάγο μέλλον, ναι, ως οι ολόφωτες
Σφύρες του μυαλού που κατορθώνουν κάποτε

Ν' ακινητοποιήσουν την γη σε στιγμιότυπο
Αναθρόνισης του Σίλλερ αποθρονίζοντάς τον

'die Weltgeschichte ist das Weltgericht',

όχι πλέον

εις τον αιώνα,

die Weltgeschichte ist das Weltgedicht

αποπλέον την κάθε στιγμή

Στα κύτταρα του ενός εκάστου που ακόμα
Συλλαβίζει την ελευθερία με τόσα σύμφωνα

στη γλώσσα του

που μπερδεύεται

τελικώς

Και φτιάχνει συνθήκες με τους δισταγμούς
Του ατημέλητου χρόνου καθώς παραπατάει

στην άναστρη

νύχτα

του εύθυμου ζόφου της ζωής,

Συμπλήρωσε ο εξεγερμένος όντας βέβαιος
Ότι προκάλεσε
εύρυθμα τον ήρεμο Λάμα,

Οι άνθρωποι μπορεί να είναι οι ηθοποιοί
Που στέκονται στη σκηνή με μάσκες που

λειώνουν

σαν το λυπημένο κερί

στην θέρμη της νοσταλγίας

Όμως η σκηνή του θεάτρου τους έως τώρα
Δεν ήταν άλλη από ένα πανδοχείο χωρίς τα

δώματα·

Όλοι περιμέναν στην σάλα της άφιξης μιαν
Επιταγή υπογεγραμμένη από τον θεό και

ελάμβαναν

μόνον

τους

Απλήρωτους λογαριασμούς μιας τρυφηλής
Διανυκτέρευσης που δεν θυμόταν κανείς το

πότε

και

αν έγινε αλήθεια,

Είπε τότε ο Λάμα στον ναύτη της Κρονστάνδης,
Η ψυχή θα είναι δέσμια της καλά σμιλεμένης

απάτης

Όσο ο νους δεν αποφασίζει να μην αντικαθιστά
Μια πλάνη από άλλη πιο βιώσιμη, αλλά οριστικά

Από την

φυγή

στα απόμακρα βασίλεια των λευκών αετών

Ότι κάθε βασιλεία επί της γης είναι ένα πεταμένο
Σκύβαλο ευτυχίας που αναδιανέμεται κατόπιν ως

χίλιες

δυστυχίες

στα ελεεινά συσσίτια των δευτερολέπτων,

Κατέληξε διαφωνώντας κι έκανε νόημα στο ναύτη
Να κοιτάξει τον Φάιτ Πόγκνερ επί σκηνής καθώς

Εκήρυττε διαγωνισμό στους αρχιτραγουδιστές·
Και η Εύα; του ψιθύρισε ακόμα ο Λάμα, μήπως

θαρρείς

πως θα 'ταν κάτι διαφορετικό από

το έπαθλο του νικητή;

Η Εύα του κόσμου είναι η αναμονή του κόσμου,
Είπε τότε ο ναύτης, και η φωνή του υψώθηκε

απότομα

σαν

αποπνιχτική αλήθεια,

Όμως η Εύα Πόγκνερ; επέμεινε τότε ο Λάμα,
Η Εύα Πόγκνερ είναι η αναμονή ενός μόνον

ανθρώπου,

αγαπητέ μου

Λάμα,

Απάντησε ο ναύτης με ετοιμόλεκτη φυγή,
Ό,τι αναμένει ο κόσμος και ό,τι προσμονεί

ένας

άνθρωπος

στη λίθινη εποχή της ψυχής του

Δεν ταυτίζονται κατ'ανάγκην, και ας είναι
Το ίδιο ένα στην εξίσωση του χρόνου με

την

αιωνιότητα,

Σαν σελίδες σκονισμένου βιβλίου που τόσο
Γρήγορα γυρίζουν λες και είναι ο μύλος της

λήθης

Έτσι και οι καταφυγές του ανθρώπου στις
Σκοτεινές εσπέρες των επιθυμιών του, ξανά

Περιστρέφονται στα άδεια μάτια ενός ηλίου
Επόπτη στα λεκανοπέδια της ξηράς θλίψης,

που απλά αναμένει

και αυτός

Όπως όλοι,

Το σύνολο χάος γυρεύοντας σε μια συνθήκη
Αναβολής ενός ακόμα ενιαυτού πριν από τη

παρωδιακή

καταρροή

του σύμπαντος

Σε θρίμματα ψωμιού στο τραπέζι του επαίτη
Και ψέκασμα δακρύων στους οφθαλμούς ενός

αγάλματος

Που διερωτάται περί της ακινησίας της ροής
Στο κέντρο μιας πλατείας που αργά ολισθαίνει

Στην παύση κάθε ζωής μέσα από τους κρότους
Των ποτηριών και των φλυτζανιών που έρχονται

νυσταγμένοι

από τα ιερά άδυτα

των γύρω καφέ,

Και ο Bάλτερ της ανθρωπότητας ποιος είναι;
Ρώτησε περιπαικτικά τότε ο Λάμα τον ναύτη

της

Κρονστάνδης

Ωθώντας τον σε ισχυρότερη αντίφαση ζωής
Σε μια λυτή χρυσοθηρία της απόδρασής του

από το

ον της υπονόμου αναγκαιότητας

σε ον της υψικαμίνου ελευθερίας,

Ο Bάλτερ ποιος; ξαναρώτησε ο Λάμα, σίγουρος
Ακόμα ότι το σύμπαν θα 'πεφτε εκ νέου σε έναν

μακάβριο

ύπνο

Παρά τα θαμβογόνα τέλη της κουβέντας στα
Θεωρεία, όμως ο εξεγερμένος δεν αποκρίθηκε,

Έβγαλε το ναυτικό πηλίκιό του και σαν ύστατη
Διαφυγή από τα κιγκλιδώματα κάθε ερώτησης

που θα μπορούσε

να διατυπωθεί ποτέ στο κόσμο

Το πέταξε στους θεατές,

Οι οποίοι μόλις και μετά βίας το αντιλήφθηκαν
Να προσγειώνεται χαλαρά ανάμεσα τους ωσάν

απαλή ηδεία νύχτα

μιας σιωπηλής Εύας-Αλήθειας

ερωμένης

ολόκληρης της ανθρωπότητας


Saturday, October 24, 2009

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΕΧΝΗ



Εκείνη τη νύχτα ο Μόρφυ είδε ξανά στο
Όνειρό του, πως ήταν στο μέσον του

αναβράζοντος

κοχλίου

κόσμου

Και από παντού άκουγε τις οιμωγές
Των ανθρώπων για απελευθέρωση

από

την ίδια

τη ζωή,

Ο Μόρφυ κοιτούσε προς τον ουρανό που
Είχε ήδη μεταμορφωθεί σε ένα μεγάλο

χάσμα

Απ'όπου προέβαλε ο χρόνος με τη μορφή
Ενός παιδιού χωρίς μάτια που κοιτούσε

το καθόλου·

τις Δέκα Εντολές χωρίς καμμία εντολή

αναγεγραμμένη επ'αυτών

Ενώ ολόκληρη η γη ήταν μια ατέλειωτη
Κοιλάδα του Ιωσαφάτ όπου συνωθούντο

σε μάχες οδυνηρές

οι γενεές

μετά των πτερωτών αρμάτων

της επιθυμίας,

Τα πλήθη συνέρεαν στον έσχατο πόλεμο
Ασταμάτητα ωσεί αρπακτική πυρκαγιά

σε

δάση

ανθρώπων

Και οι κραυγές τους ήταν μαινόμενες ως εάν
Σπασμικός κλονισμός του ίδιου του κέντρου

της

θέλησης:

μια λύση ωμής νύχτας μέσα στο αίμα,

Είναι η εσχάτη συνέπεια του κόσμου, άκουσε
Μια φωνή από δίπλα του να του λέει, όλα τα

πράγματα

κάποτε

καταρρέουν

Στην πρώτη αρχή τους και στην μία ασάλευτη
Μονάδα, τίποτε εκ των πολλών που δεν λήγει

σε

ένα μονάχα

φως

Εκ των πολλαπλών μηδέν που δεν ωθείται ξανά
Στο φρέαρ της αβύσσου το που δεν είναι παρά η

πίσω πόρτα

του παραδείσου

Και μηδείς ο πλούτος που δεν απλοποιείται σε
Ένα μπαλωμένο φτερό των αγγέλων στη στέγη

της λησμονιάς·

Ο Μόρφυ κοίταξε τότε έκπληκτος να του μιλάει
Από δίπλα του ο άνθρωπος χωρίς μορφή, με ένα

στέμμα

να λάμπει σαν ήλιος

επί της κεφαλής του·

Δεν έχεις καμμία μορφή, του είπε τότε, αλλά
Φαντάζεις να μιλάς εξ ονόματος των πάντων

Σα να είσαι πράγματι εσύ ο ίδιος τα πάντα·
Αν είσαι θεός ή θνητός δεν το γνωρίζω, όμως

Σίγουρα δεν είσαι μέρος αυτού του κόσμου,
Και αν ακόμα έργο του διαβόλου είσαι, τότε

Από μένα τίποτε μην καρτεράς, είμαι απλά
Ο άνθρωπος των τετραγώνων, όχι όμως το

τετράγωνο

Το κύμα μέσα στη θάλασσα όχι όμως η
Ίδια η θάλασσα και τέλος, όταν κάποιος

στρέφεται

με αγωνία

προς τον ουρανό ή τη γη

Δεν είμαι η αγωνία του, αλλά ο συνοδός της,
Δεν έχεις συνεπώς να λάβεις τίποτε από την

έκπληξή μου

Ότι είμαι μοναχά το στίγμα του απείρου που
Σκέπτεται, και έως τώρα η καθαρή σκέψη

Προβαίνει στη καλύτερη χειρονομία της όταν
Ξέρει που να σταματήσει και όρια ανάμεσα

στο γνωστό

και το άγνωστο

να επιθέτει,

Είμαι ο εαυτός σου και άλλος κανείς, του είπε
Τότε απότομα ο άνθρωπος χωρίς μορφή, είμαι

εσύ

χωρίς χρόνο

και χωρίς αίμα

Και ακόμα είμαι το ένα βασίλειο στο οποίο
Η ψυχή ανθρώπου καταλήγει, η επιστροφή

Μόρφυ,

του είπε,

Κάθε μορφή τελειώνει σαν ένα άδειο όνειρο
Και κάθε θέληση λειώνει σαν το κερί στον

βωμό

της βασιλικής

τέχνης·

Ουδείς εκ των ανθρώπων που δύναται να
Ξερριζώσει έως σήμερα μια θύελλα από τη

κοίτη της

Και μια πλήρη έννοια

από τη λέξη της,

Σαν μια οπτασία άξαφνα ο κόσμος λύεται
Στην αφύπνιση του ενός και μόνον γιατί

ένας

άνθρωπος

Είναι τα πάντα και όλα εγείρονται από το
Δικό του όνειρο, όπως ακριβώς οι μύριες

λέξεις

Συρρέουν στο νου από μία και μόνη λέξη:
Φως, Μόρφυ, του είπε, φως, ότι λάμψη

είναι

η αρχή

Και ως συσκότιση περατούται μέχρι να
Ξαναλάμψει· και ιδού το τέλος των γενεών

Μπροστά σου

Εξαπλούται

Ωσάν πέπλο που αρπάζει φωτιά σε μία
Στιγμή μοναχικής θλίψεως· μία είναι η

πραγματική

τέχνη

του ανθρώπου

Μόρφυ, να αναμένει, τίποτε άλλο, και
Κάθε ζωή δεν είναι τίποτε περισσότερο

Από μια πρόφαση αναμονής της καθαρής
Συντέλειας, έλεγε και η φωνή του βάθυνε

απότομα

Κι έμοιαζε να ερχόταν από χιλιάδες σπήλαια
Της ίδιας της τρέλλας της δημιουργίας, εγώ

ειμί

ο

παρερχόμενος,

Του είπε ακόμα γελώντας, τα πάντα είναι
Προορισμένα να απολυθούν σε μια φυσική

κωμωδία,

Δεν είσαι παρά όνειρο, αναθάρρησε ξαφνικά
Ο Μόρφυ, ονειρεύομαι αυτό είναι όλο, μόλις

ξυπνήσω

Θα εξαφανιστούν και εσύ και η κοιλάδα του
Ιωσαφάτ, και μπροστά μου θα αναφανεί η

ηρεμία

της απρόσκοπτης

ημέρας,

'Ωστε κοιμάσαι, Μόρφυ, κοιμάσαι, του είπε
Τότε η φωνή, και ακόμα, ονειρεύεσαι, του

τόνισε

περιπαικτικά,

Και ο Μόρφυ δεν μπορούσε να καταλάβει
Του φάνταζε έτι αδιανόητο να προσχωρεί

στο αμφίμαχο

των λέξεων,

Ναι, κοιμάμαι και ονειρεύομαι, απάντησε
Στον άνθρωπο χωρίς μορφή, είσαι μόνον

Το τυχαίο προϊόν ενός ακόμα πιο τυχαίου
Ονείρου, μόλις ανοίξουν οι οφθαλμοί μου

Σαν τα παράθυρα ενός σκοτεινιασμένου
Κτιρίου, η ακεραιότητα της πλάσης θα

μου παραδοθεί

ξανά

στην ίδια έτοιμη χρήση της,

Εκτός αν, τον διέκοψε τότε απότομα η φωνή,
Το κτίριο είναι το ίδιο το όνειρό σου, και τα

παράθυρα των ματιών σου

οι στρόφιγγες απ'όπου σε καταπίνει

ο θεός,

Ο Μόρφυ δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε
Άλλο, αναρρίγησε από φρίκη στο άκουσμα

Των τελευταίων λέξεων του ανθρώπου χωρίς
Μορφή, και ετοιμαζόταν να ξυπνήσει οριστικά·

Ιδού επανέρχομαι στη ζωή,

είπε

σα μεθυσμένος

Τόσο αυτοματικά που αμφέβαλε αν ήταν δικά
Του τα λόγια και δική του η φωνή που μιλούσε,

Έρχομαι ξανά στη ζωή,

Επανέλαβε,

Και όλα έδειχναν

Στην ολίγη αναμονή των δευτερολέπτων τους
Ότι το όνειρό του, το τόσο ακαριαία πραγματικό

στον ύπνο του,

Θα ήταν εκείνο που θα αναγκαζόταν

να πει την τελευταία λέξη πάνω σ' αυτό·



Tuesday, October 20, 2009

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ



a tribute to the ghosts

Είναι ωραία εδώ στη σάλα αναμονής
Του μέλλοντος, λέγανε και ολοένα

κοιτούσαν

Προς τη πόρτα να δούνε ποιος ήταν
Αυτός που έμπαινε κάθε φορά, ενώ

Σε κάθε χτύπημα του κουδουνιού
Αίφνης αναθαρρούσαν και έτρεχαν

ν' ανοίξουν,

Ακόμα πιο ωραία, συνέχιζαν να λένε,
Όσο σκεφτόμαστε πως τίποτε δεν μας

κουνάει από εδώ

Ούτε καν αυτό το μέλλον που λέγεται
Ότι θα μας οδηγήσει σε μια όσο να' ναι

παλαιότερη εποχή

από την κατοπινότερή του,

Μας αρκεί η αναμονή,

δηλώναν,

Και μια σταυρώναν τα χέρια τους και
Μια χτυπούσαν δυνατά τα γόνατά τους,

Παριστάνοντας δήθεν ότι θα φύγουν,
Όμως όχι, δεν είμαστε εμείς για τέτοια,

ξεφύσησαν

κάποια στιγμή,

για τέτοια δεν είμασταν ποτέ,

Και έως τώρα διατηρούμε την εντύπωση
Πως η αυριανή ημέρα μας αρκεί, όσο και

η σημερινή

Ότι εντός εικοσιτετραώρου έχουμε μιαν
Πλήρη περιφορά της γης γύρω από τον

εαυτό της

Και των καθημερινών συμβάντων γύρω
Από τα ίδια και πάντοτε αναμενόμενα

Μας είναι δε δύσκολο να εννοήσουμε το
Πώς ο κόσμος προχωράει προς τα μπρος

Εφ'όσον στριφογυρίζει στον εαυτό του
Πάντα, μα ιδού μία σβούρα, διεπίστωναν

Και κοιτούσαν ένα παιδί στην άκρη του
Διαδρόμου που έπαιζε με μία σβούρα,

Στις περιστροφές της φάνταζε να τυλίγει
Τα βλέμματα όλων σε έναν οφθαλμικό

χυλό

εντός του οποίου

σχεδόν υπνωτισμένη η

Πάσα διαφοροποιημένη σκέψη κατέληγε,
Έτσι είναι και η υδρόγειος, είπαν τότε με

φωναχτή

σκέψη,

Στην ενδοπεριστροφή της πάσα ζωή κείται
Ωμού με τις άλλες σε μία κοινή ζωή, μα πιο

κοινή

δεν γίνεται,

Και ευθύς πρόσεξαν το φωτισμό της σάλας
Που είχε ένα κάπως κοκκινωπό χρωματισμό

στην

δεσπόζουσα

ανταύγειά του επί του χώρου

Και συνεχίζαν να παρακολουθούν τη σβούρα
Μέχρι που κατέπιπτε στο πάτωμα νεκρή· ενώ

ανάμεσά τους

ήταν

ολίγοι

Που τυπώναν και μοιράζαν βιβλιδάρια με
Στίχους και δοκίμιά των σε όλους όσους

ευρίσκονταν εκεί

να περιμένουν

το μέλλον

Αυτοί έμοιαζαν ιδιαιτέρως εχθρικοί προς
Κάθε ξένον που ανεφαίνετο στην πόρτα,

Όχι, είπαν και αυτοί κάποια στιγμή, εμείς
Εξ όλων των συγκεντρωμένων στη σάλα

Έχουμε χρέος ανεξακρίβωτο το μέλλον μας
Έναντι παρεισάκτων να φυλάττουμε, και

Συνέχιζαν να χλευάζουν μυστικώς ο ένας
Τον άλλον και να παραδίδουν τα λειψά

Βιβλιδάριά τους με εγκάρδιες αφιερώσεις
Στην βιβλιοθήκη του χώρου, απ' όπου τα

Παρελάμβανε ένας από αυτούς και πρόθυμα
Τα διένεμε στους άλλους, ιδού ο άζυμος άρτος

του

θεάματος,

κήρυττε,

Μην τον αγγίξετε όμως , τους έλεγε καθώς
Τους προέτεινε τα έντυπα με σκυθρωπό

ύφος,

δεν είναι για σας

αλλά

για το μέλλον,

Και πού είναι το μέλλον, τον ρωτούσαν,
Εκεί ή εδώ, μπροστά ή πίσω μας, δεξιά

ή αριστερά μας;

Και κοιτούσαν αμήχανα προς τα κάτω
Αλλά έβλεπαν μόνο το γηραιό ξύλινο

πάτωμα,

Αλήθεια,

ρωτούσαν,

τι υπάρχει από κάτω μας,

Ο προηγούμενος όροφος του κτιρίου,
Ερχόταν η απάντηση, και ποιος μένει

εκεί;

Όμως δεν ήξεραν τι να τους απαντήσουν,
Σας ξαναρωτάμε, έλεγαν οι μεν, ποιος μένει

στον

κάτω

όροφο;

Δεν γνωρίζουμε, τους είπαν τελικώς, - είναι
Μήπως πιθανόν να βρίσκεται από κάτω μας

το παρελθόν μας;

Δεν το ξέρουμε αυτό, τους απάντησαν,

κάποιος πάντως μένει από κάτω,

Και από πάνω μας ποιοι μένουν; και όλοι
Μαζί κοιτάξαν προς την αμέτοχη οροφή,

Από πάνω

είναι

Μόνον η ταράτσα, τους καθησύχασαν,
Άλλος όροφος δεν υπάρχει, εδώ κάπου

πρέπει

συνεπώς

να έλθει το μέλλον,

Και φάνηκαν όλοι τότε κάπως να ηρεμούν,
Ενώ γινόταν ολοένα και πιο καθαρό πως

Οι ήχοι από το κάτω πάτωμα δεν είχαν
Τίποτε το απειλητικό μέσα στους πνιχτούς

θορύβους

και

ψιθύρους των

Που φαντάζαν πράγματι παρακείμενοι
Και αδιάφοροι χωρίς νύξη σχολιασμού

για ό,τι λάμβανε

χώρα

ένα μόλις πάτωμα πάνω·

Η αντιστοίχιση των ήχων και του κάτωθεν
Υποφερτού σάλου σε πιθανολογούμενες

αιτίες

Δεν κατέστη δυνατή, η δε συνύπαρξη δύο
Ορόφων με ένα είδος ζωής ο καθείς εντός

του

Μπορεί, είπαν, και να είναι μοιραία, στο
Βαθμό που κανείς από τους δυο δεν θα

ήταν εκείνος

Που θα τολμούσε να εκβάλλει μια ζωή
Οριστικά στην εγκαταλελειμμένη από

καιρό

άδεια

οικοδομή·


********************************************************************
Και με αυτό το ποίημα ολοκληρώνεται μια εσωτερική τριλογία μέσα στην ενότητα "Θέατρο Σκιών", με τα προηγούμενα δύο, "Η Ατομική Εποχή του Λίθου" και "Η Ηλεκτρονική Εποχή των Πάγων (a tribute to fecesbook)" ήδη ανηρτημένα.

Saturday, October 17, 2009

ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ



Θα υπάρχει κάποιος τρόπος, έλεγε
Ο πρωτότοκος στον σωσία του, να

Απασφαλίζονται εγκαίρως τα έθνη
Τα πεπαλαιωμένα και με οριστική

θέληση

Να αποδεσμεύονται πλέον από την
Ιστορία· τα ανάκτορα της Ευρώπης,

Ντράγκο,

Σαπίσαν πλέον στην βροχή που έως
Σήμερα ασταμάτητα πέφτει από τους

ουράνιους

κρουνούς

μιας άδοξης δόξας,

Οι ωκεάνειες εκτάσεις της Ασίας δεν
Εκβάλλουν πλέον τον μάργαρο της

αληθείας

Αλλά ένα φτηνό εξάρτημα θυμού
Ανταλλακτικό· και οι εφημερίδες

της

Νέας Υόρκης

Είναι η επιτομή του χαμένου χρόνου
Που δεν αναζητείται πλέον· η μάλιστα

Αυστραλία

παραμένει

η χαμένη ήπειρος,

Εις μάτην Ντράγκο, εις μάτην η συνέχεια
Χωρίς συνέχεια σε κρανία αδειασμένα από

Ψύχα ανθρώπου με ένα κόκκινο φωτάκι
Στην παρεγκεφαλίδα τους να εκλιπαρούν

λίγη

λάμψη

στα ορνιθοτροφεία της φήμης

Τους βλέπω να γίνονται περισσότερους
Στους καιρούς που έρχονται μέσα σε μία

και

μόνον

ημέρα

Ότι ο χρόνος εγγύς και εντός μίας στιγμής
Πληρούται πλέον· και ο άνθρωπος δεν είναι

άλλο

Παρά η φτηνή ετυμηγορία του κενού που
Πάνω σε κενό θησαυρίζει λύπη χρωματιστή

Και τα χρώματα αυτής η ώχρα του θανάτου
Ότι ζωντανοί μεν αποκαλούνται αλλά μόνο

τον

τάφο τους

Επιμελώς ετοίμασαν έως σήμερα,
και ένα
Συμφωνητικό γονικής παροχής μιας ρηχής

θάλασσας

Σε λεκάνες άδειες με τα λίγα λοιπόνερά τους
Να ψήνονται στον ήλιο της αρπαγής και του

στρήνους

Ας ήταν όμως το αίμα του χρόνου παρθένο
Ακόμα, και ο ορίζοντας ολόγυρά του η μία

νήσος

της

κάθαρσης

Η νήσος όπου τα όνειρα δεν είναι φυλακές
Φτιαγμένες από καθρέπτες του πολιτισμού,

μήτε ένα

Σπασμένο κόκκαλο για χιλιάδες οπτασίες
Του Νάρκισσου που ως ο ουροβόρις όφις

κατατρώγει

την δική του

ουρά του πλήθους,

Λέγω πως όχι πλέον η Ιερουσαλήμ μηδέ η
Ακροπόλις των Αθηνών αλλά το πρόχειρο

βότσαλο

της άμμου

Μηδέ οι βυζαντινοί τρούλοι που εγείρουν
Μια λάμψη του αυτοκράτορα στα ύψη

Της παντοτινής κατατονίας, αλλά τα
Αειθαλή πυρίτια των ακροθαλασσών

Καθώς δίνουν σήμα ισχύος της αχρονίας
Από την καύση του γιγαντόσωμου ηλίου

Εντός της ελαχίστης οντότητάς των· μηδέ
Η διαστολή των Αψβούργων στα παλάτια

όπου κρατείτο

έγκλειστη η Ευρώπη

μετά την απαγωγή της από τον Δία,

Αλλά οι ανιστόρητοι βράχοι που γνωρίζουν
Να μιλάνε τόσο επαρκώς την διάλεκτο του

θεού

Ούτε τα ανάκτορα των Βερσαλλιών, χλωμό
Αντίκρυσμα των πηγών της Βηθεσδά αλλά

τα φύκια

Ντράγκο,

τα φύκια

Καθώς επισύρονται σε μεγάλα καραβάνια
Αλμύρας και ιωδίου στην υποθαλάσσια

αυγή

του ανθρώπου

Με δύο ακτίνες ηλίου να καταπίπτουν επί
Του κορμού του, η μία λέγεται η άφεσις

και η άλλη

καλείται

η αποκατάστασις,

Και καθόλου τα χειμερινά ανάκτορα έστω
Και αν έγιναν κάποτε θερινά· αρκεί προς

τούτο

το ίδιο

το θέρος

Από μόνο του· και ακόμα διόλου δεν αρκεί
Ο προφήτης, χρειάζεται ακόμα και η ορθή

προφητεία,

Σαν ασκός φουσκωμένος από αέρα μόνον
Ολισθαίνει η υδρόγειος από βραδύτητα σε

βραδύτητα

Για τούτο όλα θάλλουνε εν ελαχίστω και
Ως αστήρ διάττων που ποτέ του αστήρ δεν

υπήρξε

Ει μη μόνον μια κούπα επαίτη στο άκυρο
Συμπόσιο των επιθυμιών, είναι η εποχή

του

κενού

Που προσποιείται πια όχι το πλήρες για
Να ζήσει, αλλά το ίδιο το κενό αν θέλει

Να είναι αποδεκτό, ωσάν όρμος όπου τα
Αδέξια πλοία της ανθρωπότητας ποτέ δεν

βρίσκουν

καταφύγιο

και ποτέ δεν

Παύουν να κατασυντρίβονται στα ολίγα
Νερά που με ένα άγριο μάτι του ονείρου

κολλημένο

Στον λειψό πυθμένα τους προκαλούν την
Θύελλα από δέσμες ασθενικών πνοών μιας

ανάξιας φιλοδοξίας

Έτσι και οι ζωντανοί ένας προς έναν

παραδίδονται

στο κάλλος του ρηχού θανάτου·

Όμως εμείς, Ντράγκο, χρεία έχουμε κενού
Ουσιαστικού και όχι εκείνου των καιρών

Και μια εκκένωση θνησιμότητας από τα
Βαλμένα σε σειρά προτεραιότητας νυκτός

έθνη,

Η Μαδαγασκάρη, Ντράγκο, ας είναι η
Φωτιά στα μέλη μας και στα μυαλά μας

που

αρχίζει

από τώρα

Από το σημείο μηδέν της Ιστορίας, από
Το πρώτο έτος μετά δυστοπίαν προς τις


ερημιές

της

πλήρωσης

Και μια αποικία της Εδέμ ας φέρουμε σε
Φως καυτού ηλίου που θα πυρπολεί τα

περιττά

αιώνων και αιώνων

Που έως σήμερα συσσώρευσαν μόνον
Τον άνθρακα επί του θησαυρού που

ακόμα

παραμένει

χαμένος,

Βλέπω στο πνεύμα μου, Ντράγκο, όλη
Την γενεαλογία του ανθρώπου να ομιλεί

με ήχους

μιας γλώσσας άγνωστης

ακόμα

Ωσάν το καθαρότερο κρύσταλλο που θα
Μπορούσε ποτέ εξ υαλοπραξίας των θεών

να γεννάται στον ουρανό

του Παρθενώνος,

Μήτε πια οι σανσκριτικές επιχωματώσεις
Της αληθείας, μηδέ οι περσικές φλογώσεις

των ιερότερων αδύτων

της ανθρωπότητας

Ούτε ακόμα

Οι ορεσίβιοι άγγελοι του αιωνικού Καυκάσου
Καθώς κυκλώνουν το λιπόθυμο κορμό του

Προμηθέως·

Μήποτε η ιερογλυφία της Αιγύπτου στο έως
Τώρα διαμελισμένο στερέωμα του Όσιρι, μα

ούτε

Και ο προορισμός του μέλλοντος αιώνος για
Τα παιδιά του Αβραάμ· όχι οι χωλές στέππες

Των αγαθών Τατάρων και καθόλου, λέγω, τα
Απέραντα βουστάσια θαυμάτων στα υψίπεδα

του

Θιβέτ,

Μηδέ η έρημος της Νέας Γης· και ιδού κείται
Παυμένη στο χείλος του χρόνου η σπασμική

καλλονή

Ευρώπη

Κανένα κάστρο σκωτικό και μηδεμία σάλα
Της Βιέννης δεν ημπορούν να υποδεχθούν

την παλιά αλήθεια:

Μόνες και ισχύουσες οι λυμένες πύλες της
Βαβυλώνος αφήνουν να ξεχυθεί από εντός

η οριστική

νήσος του ανθρώπου

Που σαν πόρος διαφυγής στο άπειρο θα
Εγείρεται πάντοτε την καθόλου κρίσιμη

ώρα

Ενώ πάνω από τα ιστία των πλοίων των
Πληθών που θα καταφθάνουν έστω και

αν

μόνον

ένας

Θα είναι εκείνος που θα ορμάται στη γη
Της επαγγελίας, τα άλμπατρος θα ψάλλουν

τροπικά

ωσαννά

Εν τω μέσω μιας θαλάσσης από συντρίμμια
Αγαλμάτων και κατεδαφιζομένων αψίδων

Εν τω μέσω

Του πουθενά του τυφλού οφθαλμού του
Κύκλωπος που δεν ημπορεί να ανεύρει τον

Οδυσσέα

πλέον

εντός της επικρατείας του

Και μόνος συνεχίζει την μάταιη επιστασία
Στις σπηλιές της φρίκης και της ελπίδας,

Είπε ο πρωτότοκος και γύρισε για να κοιτάξει
Τον Ντράγκο που καθόταν δίπλα του, όμως

δεν

είδε

Κανέναν,

Μόνο μια καρέκλα που 'χε γείρει από χέρι
Βιαστικό προς το τραπέζι με τα δυο πόδια

της

αιωρούμενα

στο κενό

Το οποίο φάνταζαν να μην αναγνωρίζουν
Ως τέτοιο· η τάση τους για μια εκ νέου

καθίζηση

στο ανθρώπινο έδαφος

ήταν σχεδόν φανερή·


Sunday, October 11, 2009

Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΥΓΕΙΑΣ



Βρεθήκαμε πάλι εδώ Βελλεροφόντη,
Έλεγε η Χρυσαύγεια καθώς ο ήλιος

είχε αρχίσει

να κατεβαίνει

πολύ κοντά στη γη,

Σαν στρόβιλοι του χάους σε ανοίκειο
Περιβάλλον την μία επιθυμία λέγοντας

θαρρετά

ενώπιον

του θρόνου του θεού,

Σαν βολίδες φωτός, ριπές της πρώτης
Φλόγας που εμφανίστηκε στην αυγή

του

νωπού ακόμα

κόσμου

Τον ένα νόμο καταργώντας και την βοή
Του θανάτου να απέχει μόλις μιαν ανάσα

αγάπης

Από τα πήλινα πεπρωμένα μας που
Σιγαλά σμιλεύονταν στα τυφλά από

Ζήλο δαιμόνων καλώς κεκρυμμένων
Στην φωτεινή συσκότισή μας, εμείς

Που με μια απόφαση ανταρσίας τόσες
Φορές κολυμπήσαμε στις ζωηρές νύχτες

των γεγονότων

Και τις λάμψεις των φωτισμένων από
Μέσα κεφαλών του πλήθους κρατώντας

σε

αιώνια

ισχύ

Μα ήταν ξανά η ζωή, και το φως τώρα
Πλέον τις ουράνιες πολιτείες δεν θα έλυε

Στην ακύμαντη αίγλη τους, αλλά μόνο
Αυτήν την γη, την γη του όρκου και της

εξορίας

Την παύση κάθε μνήμης της τελειότητας
Οριστικά απαιτώντας, και τον ιδρώτα του

έρωτα

Διεκδικώντας έναντι του χρυσέως κορμού
Της αθανασίας, μας ελέχθη, μείνετε εδώ

και φύγαμε

προτού

καν έλθουμε

Μας ελέχθη, φύγετε από εδώ μα έως τώρα
Δεν προσήλθαμε καν, είμασταν στο ελεήμον

σκότος

του νεκρού

Φαέθοντος

Και γύρω μας έλαμπαν δέκα χιλιάδες ήλιοι
Της σάρκας, στα υπόγεια της ζωής είμασταν

Και από παντού μιλούσαν τα υπερώα της
Άγνωστης ακόμα νίκης των ανθρώπων επί

της λύπης

του αργού

χρόνου

Που καταρρέει σε σωριασμένες φιγούρες
Πάνω στα κυριακάτικα τραπέζια να λένε

μοναχά

τη λέξη

'έως'

Ότι εμείς μονάχα την κατάφαση της ψυχής
Αποτολμήσαμε σε μια λίμνη φωτιάς, θνητοί

Σε κόσμο θνητό να βασιλεύουμε τυχοδιώκτες,
Και έναν παράδεισο αφήνοντας για πάντα

πίσω

σε

άδεια μάτια,

Μα αν η πλάση είναι το φανερό τότε η ψυχή
Είναι το διπλά φανερό, Βελλεροφόντη, είναι

η αγάπη

Ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που
Δεν αφήνει να επιστρέψει ο κόσμος στο φως

των

αγγέλων

Είναι η θλίψη των απογευματινών λιμνών
Καθώς ασάλευτες καθρεφτίζουν την νηνεμία

του τετελεσμένου

Και όλες οι μπάρες συρθήκαν βαρειά πάνω
Στις πύλες της ζωής και εμείς νεκροί ανάμεσα

σε

νεκρούς

Αφήσαμε πίσω κάθε σώμα θεϊκό την τριβή
Και την φθαρτότητα βασιλείς κηρύσσοντας

σε βασίλειο

μεταφερόμενο

από ψυχή σε ψυχή

Από ελπίδα σ' ελπίδα κι από απάτη του νου
Σε φυλακή οράσεως σπιλωμένης να βλέπει

το ίδιο πράγμα

κάθε φορά,

την Πτώση,

Έλεγε η Χρυσαύγεια καθώς άφηνε απαλά
Τα ξανθά μαλλιά της να σκεπάζουν όλο

τον κόσμο

Σαν μια φωτεινή αυλαία δυνάμεως που
Φάνταζε πως ήλθε για να λύσει τον έρωτα

επί των ανθρώπων

Το δε σκήπτρο της εκείνη τη στιγμή ήταν
Ο ίδιος ο ήλιος χαμηλωμένος στον εξώστη

της εσπέρας

της γης

Ενώ το στέμμα της τα διακριτικά ουράνια
Φώτα της Αφροδίτης και του Δία καθώς

Υποσχόνταν στο στερέωμα μια νέα ημέρα
Μετά την διάλυση κάθε ορατού μέσα στη

νύχτα·

Το δε δάσος που έφθινε σιγά σιγά έως το
Κοίλο του ορίζοντα επιτρέποντας ένα μόνο

ευγενικό

ίχνος του

Να αγγίζει την κατωφέρεια του κόκκινου
Ήλιου που σχεδόν ακουμπούσε στην απαλή

επιφάνεια

Της αφημένης σε λήθαργο ονείρου πλάσης
Είχε φωταγωγηθεί από άκρη σε άκρη από

δένδρο σε δένδρο

και φυλλωσιά σε φυλλωσιά

την

Μυστική λάμψη ενός κόσμου θαυμάτων επί
Του πραγματικού να αφήνει να διαρρέει σαν

υπόσχεση

κρατημένη

από τον ίδιο το θεό

Δύο επικράτειες συνεργάζονταν αρμονικά
Για να αφήσουν να περάσει μέσα από το

χείλος τους

Ένας παλμός ανασυγκρότησης της φύσης
Σε μη γνωστά ακόμη θεμέλια του λόγου

Ενός λόγου που φανερά δεν εκκινήθηκε
Ποτέ με το γεννηθήτω αλλά με το αφιέτω

Μια κρυμμένη συστάδα οράματος στα
Λυμένα παιδικά μαντήλια της θνητότητας

Που απορροφούσε την βλάστηση, τα ζώα,
Και την μακρινή βασιλεία που έλαμπε στα

Μάτια των δύο εραστών σε έναν στέφανο
Ήρεμης συντέλειας καθώς οι τελευταίες

ακτίνες

του Υπερίωνος

Kυκλοτερώς αστράπτανε ωσάν λαβή θόλου
Μεγίστη επί των καταλαγιασμένων μορφών

στα χαμηλά

της προσμονής

για το σκοτάδι,

Οι μέρες σου ήταν πάντα δικές μου και οι
Νύχτες σου Χρυσαύγεια, ένας κολοφώνας

δόξας

Πάνω στο δυνατό κορμό μου που λύγιζε από
Την φλόγα των χειλιών σου και μόνον, ένας

ναός

Χτισμένος από σάρκα και ιδρώτα ήταν τα
Σώματά μας σε καθαρπαγή άγριας φύσης

Από φύση αγριότερη η που τα μέλη μας
Δονούσε σε χτυπήματα οριστικής ηδονής

Και λύση ενός ωκεανού γενετήσιας λάβας
Επί των ριγμένων σε σκοτεινά πεπρωμένα

ανθρώπων,

Της απάντησε τότε ο Βελλεροφόντης ενώ
Έχτιζε με τα χέρια του έναν οίκο όπου θα

κατοικούσε

ολόκληρη

η ανθρωπότητα

Τουτέστιν, αυτοί οι δύο μονάχα,

Και εσύ, σαν κύμα κυμάτων ροής σε ροές
Ασπίλου πόθου δημιουργούσες έναν κόσμο

Από κάθε μια ανάσα σου και στεναγμό, μια
Χυμένη πολιτεία στα καλούπια ενός θηλυκού

Άδη

που

το μυστήριό του

Κρατούσε σφιχτά απλωμένο στον κόσμο, ενώ
Οι περαστικοί το μόνο που αντικρύζαν ήταν

ένας

λίθος

ακρογωνιαίος

Ο που εσύναξε θησαυρούς και θησαυρούς
Από κάθε μεριά του γνωστού κόσμου, ήταν

η πρώτη και τελευταία

εντολή

που ακούστηκε,

Λύσατε τη κτίση, ότι αυτή επληρώθη εντός
Μιας νύχτας πυρός που φώτισε τις στέγες

της

επιθυμίας

για πάντα

Λύσατε τη δημιουργία, ότι αυτή ετελέσθη
Στη βρώση ενός μήλου που κρέμεται από

δένδρο φτιαγμένο από

κρύσταλλο καθρέφτη

και οσμή γυναίκας

Και στις σχισμές του λεπτού υάλου του
Φωταγωγείται σε ετοιμότητα γενέσεως

και από μια εποχή,

Μα πότε είμασταν στις φωλέες του Ολύμπου
Χρυσόπαλμα πτηνά που την μία ευκαιρία

αναζητούσαν

Το χρυσίο αυτό με σίδερο και ατσάλι της γης
Να αλλάξουν· την σιγαλή θέρμη που τόσο

Ήπια ζέσταινε τις οράσεις μας στην αιώνια
Χώρα με μια φωτιά πηλού και το μεγαλείο

ενός ψεύτικου κόσμου

να εξαργυρώσουμε

Φυγάδες είμασταν και παραβάτες, και όμως
Ποτέ άλλοτε δεν ήταν τόσο βέβαιο ότι νόμος

Για τους ανθρώπους μόνον απ'τα δικά μας
Χέρια θα ήταν δυνατός και απ'τη θέληση

άλλου

ανθρώπου ή θεού

όχι·

Μεγάρα κτιστά και πολιτείες σωριασμένες
Σε ερείπια του χρόνου!, εσείς υπήρξατε το

αίμα

το αλάθευτο

της αλήθειας

Και όχι η υπόσχεση του παραδείσου στα λειψά
Μάτια της ανάγνωσης, ω τύμβοι φτιαγμένοι

από μάρμαρο και νύχτα!

Ποιος ήθελε της δικής σας μεγαλοπρεπείας να
Αψηφήσει δώρα ευπειθή σαρκός και ολέθρου

Και

Με μιαν αταραξία καθαρού φωτός ηγεμόνα θεού
Να αλλάξει; ας ήταν τα πεδία των φονευμένων

Πολυπληθέστερα των άστρων, ας ήταν η μνήμη
Αιχμηρότερη της ωμής λέξεως στα λυτά πλευρά

της προσδοκίας

θνητού από θνητού

Μόνη και ωραία η κτίση της πτώσης και του
Μεγάλου θανάτου θα σύρει παντοτινά επί της

γης

Τους ύψιστους δαίμονες που επί άκμωνος δεν
'Επαψαν ως σήμερα την πλήξη να σκοτώνουν

Σφυρηλατώντας σε μαύρο μέταλλο σχισμένης
Οργής και σε λεπίδια ομιλίας έναν Καύκασο και

μια

πεταλούδα

Μονάχη να παραπετάει ανάμεσα σε συντριβάνια
Οράματος που χρυσά καταβρέχονται στον ήλιο της

εσώτερης

εκ πηλού

αμβροσίας,

Σε θεούς και ανθρώπους την είσοδο στα Ηλύσια
Πεδία του νου αειθαλούς του επιτρέποντας σε

μια κόψη ευχής

και

αράς ευκλεούς

Απολύοντας σε μία στιγμή ευτυχίας κορμού
Σε κορμό, προσώπου σε πρόσωπο, στήθους

σε στήθος

Φωτιάς σε φωτιά ανάπαυση της οικουμένης·
Ίδε η μία αλήθεια όπου αναπαύονται λέξεις

και ορισμοί

Ίδε ο άνθρωπος κι η σκιά μηδεμιά· και ουδείς
Ο πυλών που θ' απέτρεπε την είσοδο στο φως,

Είπε ο Βελλεροφόντης και συνέχιζε να φέρει
Λίθους επί λιθών να σωρεύει στα θεμέλια της

νεότητας

του κόσμου,

Και όμως, εσύ ήσουν πάντα που θήρευσες
Εκείνη τη Χίμαιρα χωρίς την οποία ακόμα

και η σφοδρή ένωσή μας

δυνατή δεν θα'ταν

Βελλεροφόντη,

Του αντείπε η Χρυσαύγεια και φάνηκε για
Μια στιγμή πως ο ήλιος είχε διαλυθεί στο

δάσος

Αφήνοντας μοναχά ένα ξέφωτο στο κέντρο
Του ορίζοντα σαν ακινητοποιημένη έκρηξη

Ενώ η νύχτα άρχιζε σιγά σιγά να τολμάει να
Καλύπτει ολόκληρη την επικράτεια, ευγενικά

Ωθώντας το ελάχιστο φως που είχε απομείνει
Στη πλάση, πίσω πάλι προς τις μυστικές κοίτες

της δημιουργίας,

Σαν πέλεκυς που κατέπεφτε όλη νύχτα έξω από
Τα τείχη της Τιρύνθου και της Κορίνθου, και σαν

Άνεμος που άρπαζε φωτιά από έναν και μόνον
Λόγο σου, Βελλεροφόντη, ωρμούσες πάνω στο


Απλωμένο σαν όνειρο επί της γης σώμα της και
Το κατέρριπτες μέσα σε μια ισχυρή λαβή ομιλίας

Και φάνταζες η ίδια η ζωή στο πιο ιερό μένος της
Όταν επιθυμεί ν'αποτινάξει από πάνω της κάθε

Άλλη ζωή που έπαψε προ πολλού να είναι τέτοια,
Και φάνταζες ο ίδιος ο θάνατος όταν έρχεται η

στιγμή

Τα άδεια κελύφη των ανθρώπων και του χρόνου
Ξανά με νέα ορμή προς τη κόλαση να επανδρώσει,

Ένας εικονοκλάστης υπήρξες Βελλεροφόντη, και
Ακόμα περισσότερο ένας βασιλιάς ανάμεσα στους

Βασιλιάδες, κανένα βασίλειο μην έχοντας ,τα όλα
Βασίλεια του κόσμου επισύροντας σε καθυποταγή

λέξεων

πιο ισχυρών ακόμα

και από τη δύναμη της ζωής,

Μα ποτέ δεν έστερξες τη δίψα των θνητών για μια
Ακόμη ραστώνη στις άδειες κοιλάδες των πόθων

και των

μοναχικών

θελήσεών τους

Που άλλος ουδείς να γνωρίζει δεν δύναται, ει μη
Ο παγωμένος μύλος π' άφησε ως κατάλοιπό της

στο Χρόνο

η Αιωνιότητα

Η μία Χίμαιρα

Που στις ατέρμονες περιστροφές της μέσα στο νου
Κάθε βροτού τα μύρια σήματα μίας θολής μορφής

ξανά αληθεύοντας

Και το όνομα αυτής

Η αγάπη

Βελλεροφόντη, η αγάπη που σαν κομμένο ιστίο
Από τα πανιά πλοίου κατέπεφτε στο πέλαγος και

Ένα βουνό από πεινώντα κύματα ορθώνοντας
Στην άκρη του ανυποψίαστου βλέμματος του

περαστικού

κολυμβητή


Και μια καταρροή φλογισμένου σιδήρου στα
Απαλά μαργαριτάρια της έκτοτε χαμένης έως

το τέλος

των καιρών

παιδικότητας,

Η Χίμαιρα υπήρξε η μία και μόνη σφραγίδα
Του κόσμου, είπε τότε ο Βελλεροφόντης στην

ξανθόφωτη

Χρυσαύγεια

Καθώς η φωνή του πλέον έρχοταν μέσα από
Τον φωτεινό κορμό ενός δένδρου που έμοιαζε

Πως φιλοξενούσε εντός του ακόμα όλες τις
Πολιτείες και τα φθαρτά επιτεύγματα των

ανθρώπων

στην ιστορία τους,

Και από ψηλά ήδη έσταζε το ψιλόβροχο του
Ουρανού, αθέατο πλήρως μέσα στο ευλαβικό

σκοτάδι,

Δεν ήμουν

Εγώ εκείνος που θέλησε να την σκοτώσει, αλλά
Ο ίδιος ο χρόνος στην αποκάλυψη ενός λιθίσκου

ενώπιον

ενός ασάλευτου μεγαβράχου

ανάμεσα στα κύματα

Και ο μεν πρώτος λέγεται ζωή ο δε δεύτερος θα
Αποκληθεί ξανά η βασιλεία· ότι πηλός μεν είναι

Ο κόσμος, σε πηλό όμως δεν θα μπορέσει να
Επιστρέψει ποτέ, ότι θάνατος είναι η κάθε ζωή

Σε θάνατο όμως να καταλήξει δεν θα'ταν ποτέ
Δυνατό,
ότι όλα τα πράγματα όνειρο είναι και

Σε πηγή ονείρου θα απορροφηθούν ξανά ως
Το νερό στη δίνη του· ότι ένας ύπνος είναι η

Μυστική υπόσταση του κάθε όντος και σε μία
Αφύπνιση τα πάντα οφείλουν να περιέλθουν

Ότι στη σκιά ενός θεϊκού ειδύλλιου αναβράζουν
Πάντα τα ορατά και ως τους δύο μόνον εραστές

Οφείλουν κάποια στιγμή τις μορφές αυτών να
Απεκδυθούν, στην εσχάτη απλότητα και δεινό

μεγαλείο

απολήγοντας

Δύο αετών που πετούν μοναχιασμένοι πάνω
Απ'τις χαράδρες των αιώνων σαν σε πανόραμα

Θεώμενοι τα γεγονότα ξανά, και από πάνω τους
Ωσεί αδάμας σε αδαμάντινο ουρανό ο νεαρός

ήλιος

Όπως υπήρξε εκατοντάδες και χιλιάδες αιώνων
Πριν, και από κάτω τους ωσεί νωπός κέραμος

Επί κεράμω κτισμένος, οι πρώτες οικήσεις των
Εκπεσόντων αγγέλων επί της γης, και γύρω τους

Στον ορίζοντα οι διαφανείς υδρόβιοι σωλήνες
Της παρθένου βλαστήσεως των πρώτων σκέψεων

Και στοχασμών που έλαμψαν σε συνείδηση σαρκός
Οι δε υάλινοι καρποί των φυτών έσταζαν ξανά την

λευκότητα

των

θεών

Σε απαλές νύξεις δρόσου επί της χαμηλής φωτιάς
Των συναθροιζομένων σε αγωνίας ομάδες που από

τότε

δεν έπαψαν να κυνηγάνε εν σε πολλά·

την Χίμαιρα, Χρυσαύγεια, την Χίμαιρα,

Χωρίς την οποία μηδεμιά θνητού ανάσα δεν θα
Θάμπωνε το γυαλί του ιδίου πεπρωμένου του

Μα και καμμία όπλων κλαγγή δεν θα 'σκιζε την
Κοιλάδα του χρόνου όπως ακριβώς το κλάμα

του

νεογέννητου

που σχίζει τα σκοτάδια της μήτρας·

Κι εγώ Βελλεροφόντη, είμαι απλά η αναμονή
Έως ότου τελεσθεί η ειρκτή και ειμαρμένη του

κόσμου,

είπε τότε με μια ανάσα θλίψεως

η λευκόθυμη Χρυσαύγεια,

Όμως

Ήμουν εγώ που φύσηξα τη Χίμαιρα μέσα
Σ' έναν αδρό ύαλο ονείρων και εγώ που την

έσυρα

έξω

Από τη φιάλη του πρώτου θυμού της προς
Τις εστίες φωτιάς των συγκεντρωμένων εν

απλότητι

ελπίδας και τρόμου μαζί

Η πρώτη αυγή της ιστορίας του κόσμου
Ήταν και η πρώτη νύχτα που σκέπασε τα

όμματα

του

πλήθους,

Βελλεροφόντη,

Καθώς θα ήταν καταδικασμένο πια να
Σύρεται ως δαίμων αλύτρωτος στα ελεεινά

Πατώματα των μυχίων σπηλαίων της ιδικής
Του καρδιάς, και ένας όφις γενεσιουργός

πάντων

των ορατών

Που έκτοτε μόνο αόρατα θα τα ένοιωθαν οι
Άνθρωποι δίπλα τους, από κατωφέρεια σε

κατωφέρεια

Κινήθηκε η ανθρωπότητα

Βελλεροφόντη,

Και από λήψη ύδατος ζωής σε λήψη ενός
Άδειου κάδου ζωής όπου όλοι έρριχναν τα

απορρίματά τους

Και τις σχισμένες σε χίλια κόμματια στον
Αγέρα ήσυχες προσδοκίες των, οίμοι, οι

πλάνητες

των παθών τους

Οίμοι, η πασιθόη φυγή της χιλιετίας στο
Πουθενά της επιθυμίας γενεών και γενεών

Που ακόμα είναι σταματημένες στη γωνία
Την μία γοή απωλείας αναμένοντας, όμως

δεν θα είναι

Την μία ιαχή της νίκης νυχτοποθώντας όμως
Δεν θα είναι· τα κάτεργα του θανάτου μήπως

κάποτε

ανακαινίσουν σε κτίσματα

λαμπρότερα των ακροπόλεών τους

Όμως δεν θα είναι·

Ότι εγώ παραδίδομαι πια στη νύχτα σου
Που της ιδικής μου σκοτεινότερη είναι·

Και σε θρόνους σμιλεμένους από αίμα και
Γέλιο ιλαρό, έρωτα και μίσος λατρευτικό

Θέρμη αγκάλης και πάγο του νου, πτέρυγες
Σε πτερύγια υψών στα καταβάραθρα των

προσμονών

μίας

εποχής οριστικής

Ας καθήσουμε, τους γάμους ανάμεσα στα
Απρόσιτα βάθη ανδρός δεινού και τις αθώες

ακόμα

επιφάνειες

κόρης λαξευμένης στο άπειρο

Ας επικυρώσουμε,

Είπε η Χρυσαύγεια και ευθύς εφύσηξε ως
Άνεμος τυφλός επί της επιφανείας της γης

Τους κλάδους και τα αθρώα φυλλώματα των
Δένδρων ανασηκώνοντας σε ιερή ετοιμότητα

βασιλείας

που έρχεται,

Ο δε Βελλεροφόντης είχε προ πολλού σκεπάσει
Τον κόσμο με άστρα μύρια όσες ακριβώς ήταν

και οι ψυχές

των κατοίκων του χρόνου

αιώνος παρελθόντος και μέλλοντος,

Στο μάλιστα στερέωμα μπορούσε κάποτε να
Ακούγεται μονάχα ένα γέλιο παιδικό, που

δεν τολμούσε

ωστόσο

ουδείς των θνητών να ακολουθήσει·


Monday, October 5, 2009

RICHARD WAGNER: the Ride of the Valkyries




Bayreuth 1976, recorded 1980.

Carmen Reppel as Gerhilde
Gabriele Schnaut as Waltraute
Gwendolyn Killebrew as Schwertleite
Karen Middleton as Ortlinde
Gwyneth Jones as Brünnhilde
Katie Clarke as Helmwige
Ilse Gramatzki as Grimgerde
Jeannine Altmeyer as Sieglinde
Elisabeth Glauser as Rossweisse
Marga Schiml as Siegrune

Conducted by Pierre Boulez

Directed by Patrice Chéreau

from Darraðarljóð (Njál's saga Chap. 156.):

Vindum, vindum
vef darraðar,
þars er vé vaða
vígra manna!
Látum eigi
líf hans farask;
eigu valkyrjur
vals of kosti.

Wind we, wind swiftly
Our warwinning woof.
sword-bearing rovers
To banners rush on,
Mind, maidens, we spare not
One life in the fray!
We corse-choosing sisters