Saturday, October 17, 2009

ΜΑΔΑΓΑΣΚΑΡΗ



Θα υπάρχει κάποιος τρόπος, έλεγε
Ο πρωτότοκος στον σωσία του, να

Απασφαλίζονται εγκαίρως τα έθνη
Τα πεπαλαιωμένα και με οριστική

θέληση

Να αποδεσμεύονται πλέον από την
Ιστορία· τα ανάκτορα της Ευρώπης,

Ντράγκο,

Σαπίσαν πλέον στην βροχή που έως
Σήμερα ασταμάτητα πέφτει από τους

ουράνιους

κρουνούς

μιας άδοξης δόξας,

Οι ωκεάνειες εκτάσεις της Ασίας δεν
Εκβάλλουν πλέον τον μάργαρο της

αληθείας

Αλλά ένα φτηνό εξάρτημα θυμού
Ανταλλακτικό· και οι εφημερίδες

της

Νέας Υόρκης

Είναι η επιτομή του χαμένου χρόνου
Που δεν αναζητείται πλέον· η μάλιστα

Αυστραλία

παραμένει

η χαμένη ήπειρος,

Εις μάτην Ντράγκο, εις μάτην η συνέχεια
Χωρίς συνέχεια σε κρανία αδειασμένα από

Ψύχα ανθρώπου με ένα κόκκινο φωτάκι
Στην παρεγκεφαλίδα τους να εκλιπαρούν

λίγη

λάμψη

στα ορνιθοτροφεία της φήμης

Τους βλέπω να γίνονται περισσότερους
Στους καιρούς που έρχονται μέσα σε μία

και

μόνον

ημέρα

Ότι ο χρόνος εγγύς και εντός μίας στιγμής
Πληρούται πλέον· και ο άνθρωπος δεν είναι

άλλο

Παρά η φτηνή ετυμηγορία του κενού που
Πάνω σε κενό θησαυρίζει λύπη χρωματιστή

Και τα χρώματα αυτής η ώχρα του θανάτου
Ότι ζωντανοί μεν αποκαλούνται αλλά μόνο

τον

τάφο τους

Επιμελώς ετοίμασαν έως σήμερα,
και ένα
Συμφωνητικό γονικής παροχής μιας ρηχής

θάλασσας

Σε λεκάνες άδειες με τα λίγα λοιπόνερά τους
Να ψήνονται στον ήλιο της αρπαγής και του

στρήνους

Ας ήταν όμως το αίμα του χρόνου παρθένο
Ακόμα, και ο ορίζοντας ολόγυρά του η μία

νήσος

της

κάθαρσης

Η νήσος όπου τα όνειρα δεν είναι φυλακές
Φτιαγμένες από καθρέπτες του πολιτισμού,

μήτε ένα

Σπασμένο κόκκαλο για χιλιάδες οπτασίες
Του Νάρκισσου που ως ο ουροβόρις όφις

κατατρώγει

την δική του

ουρά του πλήθους,

Λέγω πως όχι πλέον η Ιερουσαλήμ μηδέ η
Ακροπόλις των Αθηνών αλλά το πρόχειρο

βότσαλο

της άμμου

Μηδέ οι βυζαντινοί τρούλοι που εγείρουν
Μια λάμψη του αυτοκράτορα στα ύψη

Της παντοτινής κατατονίας, αλλά τα
Αειθαλή πυρίτια των ακροθαλασσών

Καθώς δίνουν σήμα ισχύος της αχρονίας
Από την καύση του γιγαντόσωμου ηλίου

Εντός της ελαχίστης οντότητάς των· μηδέ
Η διαστολή των Αψβούργων στα παλάτια

όπου κρατείτο

έγκλειστη η Ευρώπη

μετά την απαγωγή της από τον Δία,

Αλλά οι ανιστόρητοι βράχοι που γνωρίζουν
Να μιλάνε τόσο επαρκώς την διάλεκτο του

θεού

Ούτε τα ανάκτορα των Βερσαλλιών, χλωμό
Αντίκρυσμα των πηγών της Βηθεσδά αλλά

τα φύκια

Ντράγκο,

τα φύκια

Καθώς επισύρονται σε μεγάλα καραβάνια
Αλμύρας και ιωδίου στην υποθαλάσσια

αυγή

του ανθρώπου

Με δύο ακτίνες ηλίου να καταπίπτουν επί
Του κορμού του, η μία λέγεται η άφεσις

και η άλλη

καλείται

η αποκατάστασις,

Και καθόλου τα χειμερινά ανάκτορα έστω
Και αν έγιναν κάποτε θερινά· αρκεί προς

τούτο

το ίδιο

το θέρος

Από μόνο του· και ακόμα διόλου δεν αρκεί
Ο προφήτης, χρειάζεται ακόμα και η ορθή

προφητεία,

Σαν ασκός φουσκωμένος από αέρα μόνον
Ολισθαίνει η υδρόγειος από βραδύτητα σε

βραδύτητα

Για τούτο όλα θάλλουνε εν ελαχίστω και
Ως αστήρ διάττων που ποτέ του αστήρ δεν

υπήρξε

Ει μη μόνον μια κούπα επαίτη στο άκυρο
Συμπόσιο των επιθυμιών, είναι η εποχή

του

κενού

Που προσποιείται πια όχι το πλήρες για
Να ζήσει, αλλά το ίδιο το κενό αν θέλει

Να είναι αποδεκτό, ωσάν όρμος όπου τα
Αδέξια πλοία της ανθρωπότητας ποτέ δεν

βρίσκουν

καταφύγιο

και ποτέ δεν

Παύουν να κατασυντρίβονται στα ολίγα
Νερά που με ένα άγριο μάτι του ονείρου

κολλημένο

Στον λειψό πυθμένα τους προκαλούν την
Θύελλα από δέσμες ασθενικών πνοών μιας

ανάξιας φιλοδοξίας

Έτσι και οι ζωντανοί ένας προς έναν

παραδίδονται

στο κάλλος του ρηχού θανάτου·

Όμως εμείς, Ντράγκο, χρεία έχουμε κενού
Ουσιαστικού και όχι εκείνου των καιρών

Και μια εκκένωση θνησιμότητας από τα
Βαλμένα σε σειρά προτεραιότητας νυκτός

έθνη,

Η Μαδαγασκάρη, Ντράγκο, ας είναι η
Φωτιά στα μέλη μας και στα μυαλά μας

που

αρχίζει

από τώρα

Από το σημείο μηδέν της Ιστορίας, από
Το πρώτο έτος μετά δυστοπίαν προς τις


ερημιές

της

πλήρωσης

Και μια αποικία της Εδέμ ας φέρουμε σε
Φως καυτού ηλίου που θα πυρπολεί τα

περιττά

αιώνων και αιώνων

Που έως σήμερα συσσώρευσαν μόνον
Τον άνθρακα επί του θησαυρού που

ακόμα

παραμένει

χαμένος,

Βλέπω στο πνεύμα μου, Ντράγκο, όλη
Την γενεαλογία του ανθρώπου να ομιλεί

με ήχους

μιας γλώσσας άγνωστης

ακόμα

Ωσάν το καθαρότερο κρύσταλλο που θα
Μπορούσε ποτέ εξ υαλοπραξίας των θεών

να γεννάται στον ουρανό

του Παρθενώνος,

Μήτε πια οι σανσκριτικές επιχωματώσεις
Της αληθείας, μηδέ οι περσικές φλογώσεις

των ιερότερων αδύτων

της ανθρωπότητας

Ούτε ακόμα

Οι ορεσίβιοι άγγελοι του αιωνικού Καυκάσου
Καθώς κυκλώνουν το λιπόθυμο κορμό του

Προμηθέως·

Μήποτε η ιερογλυφία της Αιγύπτου στο έως
Τώρα διαμελισμένο στερέωμα του Όσιρι, μα

ούτε

Και ο προορισμός του μέλλοντος αιώνος για
Τα παιδιά του Αβραάμ· όχι οι χωλές στέππες

Των αγαθών Τατάρων και καθόλου, λέγω, τα
Απέραντα βουστάσια θαυμάτων στα υψίπεδα

του

Θιβέτ,

Μηδέ η έρημος της Νέας Γης· και ιδού κείται
Παυμένη στο χείλος του χρόνου η σπασμική

καλλονή

Ευρώπη

Κανένα κάστρο σκωτικό και μηδεμία σάλα
Της Βιέννης δεν ημπορούν να υποδεχθούν

την παλιά αλήθεια:

Μόνες και ισχύουσες οι λυμένες πύλες της
Βαβυλώνος αφήνουν να ξεχυθεί από εντός

η οριστική

νήσος του ανθρώπου

Που σαν πόρος διαφυγής στο άπειρο θα
Εγείρεται πάντοτε την καθόλου κρίσιμη

ώρα

Ενώ πάνω από τα ιστία των πλοίων των
Πληθών που θα καταφθάνουν έστω και

αν

μόνον

ένας

Θα είναι εκείνος που θα ορμάται στη γη
Της επαγγελίας, τα άλμπατρος θα ψάλλουν

τροπικά

ωσαννά

Εν τω μέσω μιας θαλάσσης από συντρίμμια
Αγαλμάτων και κατεδαφιζομένων αψίδων

Εν τω μέσω

Του πουθενά του τυφλού οφθαλμού του
Κύκλωπος που δεν ημπορεί να ανεύρει τον

Οδυσσέα

πλέον

εντός της επικρατείας του

Και μόνος συνεχίζει την μάταιη επιστασία
Στις σπηλιές της φρίκης και της ελπίδας,

Είπε ο πρωτότοκος και γύρισε για να κοιτάξει
Τον Ντράγκο που καθόταν δίπλα του, όμως

δεν

είδε

Κανέναν,

Μόνο μια καρέκλα που 'χε γείρει από χέρι
Βιαστικό προς το τραπέζι με τα δυο πόδια

της

αιωρούμενα

στο κενό

Το οποίο φάνταζαν να μην αναγνωρίζουν
Ως τέτοιο· η τάση τους για μια εκ νέου

καθίζηση

στο ανθρώπινο έδαφος

ήταν σχεδόν φανερή·