Friday, October 30, 2009

ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ BAYREUTH



Οραματίσου μιαν υδρόγειο εσαεί στην
Διάσταση ενός παγκόσμιου θεάτρου,

Είπε ξαφνικά ο ναύτης της Κρονστάνδης
Στον Λάμα, καθώς παρακολουθούσαν

από τα θεωρεία

τους

Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης

Να εκτυλίσσονται στη σκηνή του Μπάιροϊτ,
Και ακόμα φαντάσου τον κόσμο να συρρέει

Από τις τέσσερεις γωνιές όχι της γης, αλλά
Της αιώνιας νιότης του, κι η αυτοκρατορία

της

Ιστορίας

Τίποτε άλλο πλέον από στάση οικουμένης
Στο ξέφωτο μιας θυμικής φυλακής όπως η

Νύχτα που εξουδετερώνεται από τις πάντοτε
Νεαρές φωταψίες της προπατορικής αυγής

Έτσι και η συσκοτισμένη, άδεια σκηνή όλων
Των γεγονότων να λάμπει σε μια τυφλή άρση

του πέπλου

του

χρόνου

Σαν μια κατατονία αιώνων που λήγει αίφνης
Με ένα εγέρθητι προφερόμενο από τα χείλη

μιας

Ολόλευκης ανάγκης που μοιράζει τα ληστρικά
Χαμόγελα στο ξηραμένο παρελθόν και παύει

ακόμα

Και το αδηφάγο μέλλον, ναι, ως οι ολόφωτες
Σφύρες του μυαλού που κατορθώνουν κάποτε

Ν' ακινητοποιήσουν την γη σε στιγμιότυπο
Αναθρόνισης του Σίλλερ αποθρονίζοντάς τον

'die Weltgeschichte ist das Weltgericht',

όχι πλέον

εις τον αιώνα,

die Weltgeschichte ist das Weltgedicht

αποπλέον την κάθε στιγμή

Στα κύτταρα του ενός εκάστου που ακόμα
Συλλαβίζει την ελευθερία με τόσα σύμφωνα

στη γλώσσα του

που μπερδεύεται

τελικώς

Και φτιάχνει συνθήκες με τους δισταγμούς
Του ατημέλητου χρόνου καθώς παραπατάει

στην άναστρη

νύχτα

του εύθυμου ζόφου της ζωής,

Συμπλήρωσε ο εξεγερμένος όντας βέβαιος
Ότι προκάλεσε
εύρυθμα τον ήρεμο Λάμα,

Οι άνθρωποι μπορεί να είναι οι ηθοποιοί
Που στέκονται στη σκηνή με μάσκες που

λειώνουν

σαν το λυπημένο κερί

στην θέρμη της νοσταλγίας

Όμως η σκηνή του θεάτρου τους έως τώρα
Δεν ήταν άλλη από ένα πανδοχείο χωρίς τα

δώματα·

Όλοι περιμέναν στην σάλα της άφιξης μιαν
Επιταγή υπογεγραμμένη από τον θεό και

ελάμβαναν

μόνον

τους

Απλήρωτους λογαριασμούς μιας τρυφηλής
Διανυκτέρευσης που δεν θυμόταν κανείς το

πότε

και

αν έγινε αλήθεια,

Είπε τότε ο Λάμα στον ναύτη της Κρονστάνδης,
Η ψυχή θα είναι δέσμια της καλά σμιλεμένης

απάτης

Όσο ο νους δεν αποφασίζει να μην αντικαθιστά
Μια πλάνη από άλλη πιο βιώσιμη, αλλά οριστικά

Από την

φυγή

στα απόμακρα βασίλεια των λευκών αετών

Ότι κάθε βασιλεία επί της γης είναι ένα πεταμένο
Σκύβαλο ευτυχίας που αναδιανέμεται κατόπιν ως

χίλιες

δυστυχίες

στα ελεεινά συσσίτια των δευτερολέπτων,

Κατέληξε διαφωνώντας κι έκανε νόημα στο ναύτη
Να κοιτάξει τον Φάιτ Πόγκνερ επί σκηνής καθώς

Εκήρυττε διαγωνισμό στους αρχιτραγουδιστές·
Και η Εύα; του ψιθύρισε ακόμα ο Λάμα, μήπως

θαρρείς

πως θα 'ταν κάτι διαφορετικό από

το έπαθλο του νικητή;

Η Εύα του κόσμου είναι η αναμονή του κόσμου,
Είπε τότε ο ναύτης, και η φωνή του υψώθηκε

απότομα

σαν

αποπνιχτική αλήθεια,

Όμως η Εύα Πόγκνερ; επέμεινε τότε ο Λάμα,
Η Εύα Πόγκνερ είναι η αναμονή ενός μόνον

ανθρώπου,

αγαπητέ μου

Λάμα,

Απάντησε ο ναύτης με ετοιμόλεκτη φυγή,
Ό,τι αναμένει ο κόσμος και ό,τι προσμονεί

ένας

άνθρωπος

στη λίθινη εποχή της ψυχής του

Δεν ταυτίζονται κατ'ανάγκην, και ας είναι
Το ίδιο ένα στην εξίσωση του χρόνου με

την

αιωνιότητα,

Σαν σελίδες σκονισμένου βιβλίου που τόσο
Γρήγορα γυρίζουν λες και είναι ο μύλος της

λήθης

Έτσι και οι καταφυγές του ανθρώπου στις
Σκοτεινές εσπέρες των επιθυμιών του, ξανά

Περιστρέφονται στα άδεια μάτια ενός ηλίου
Επόπτη στα λεκανοπέδια της ξηράς θλίψης,

που απλά αναμένει

και αυτός

Όπως όλοι,

Το σύνολο χάος γυρεύοντας σε μια συνθήκη
Αναβολής ενός ακόμα ενιαυτού πριν από τη

παρωδιακή

καταρροή

του σύμπαντος

Σε θρίμματα ψωμιού στο τραπέζι του επαίτη
Και ψέκασμα δακρύων στους οφθαλμούς ενός

αγάλματος

Που διερωτάται περί της ακινησίας της ροής
Στο κέντρο μιας πλατείας που αργά ολισθαίνει

Στην παύση κάθε ζωής μέσα από τους κρότους
Των ποτηριών και των φλυτζανιών που έρχονται

νυσταγμένοι

από τα ιερά άδυτα

των γύρω καφέ,

Και ο Bάλτερ της ανθρωπότητας ποιος είναι;
Ρώτησε περιπαικτικά τότε ο Λάμα τον ναύτη

της

Κρονστάνδης

Ωθώντας τον σε ισχυρότερη αντίφαση ζωής
Σε μια λυτή χρυσοθηρία της απόδρασής του

από το

ον της υπονόμου αναγκαιότητας

σε ον της υψικαμίνου ελευθερίας,

Ο Bάλτερ ποιος; ξαναρώτησε ο Λάμα, σίγουρος
Ακόμα ότι το σύμπαν θα 'πεφτε εκ νέου σε έναν

μακάβριο

ύπνο

Παρά τα θαμβογόνα τέλη της κουβέντας στα
Θεωρεία, όμως ο εξεγερμένος δεν αποκρίθηκε,

Έβγαλε το ναυτικό πηλίκιό του και σαν ύστατη
Διαφυγή από τα κιγκλιδώματα κάθε ερώτησης

που θα μπορούσε

να διατυπωθεί ποτέ στο κόσμο

Το πέταξε στους θεατές,

Οι οποίοι μόλις και μετά βίας το αντιλήφθηκαν
Να προσγειώνεται χαλαρά ανάμεσα τους ωσάν

απαλή ηδεία νύχτα

μιας σιωπηλής Εύας-Αλήθειας

ερωμένης

ολόκληρης της ανθρωπότητας