Saturday, October 24, 2009

Η ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΤΕΧΝΗ



Εκείνη τη νύχτα ο Μόρφυ είδε ξανά στο
Όνειρό του, πως ήταν στο μέσον του

αναβράζοντος

κοχλίου

κόσμου

Και από παντού άκουγε τις οιμωγές
Των ανθρώπων για απελευθέρωση

από

την ίδια

τη ζωή,

Ο Μόρφυ κοιτούσε προς τον ουρανό που
Είχε ήδη μεταμορφωθεί σε ένα μεγάλο

χάσμα

Απ'όπου προέβαλε ο χρόνος με τη μορφή
Ενός παιδιού χωρίς μάτια που κοιτούσε

το καθόλου·

τις Δέκα Εντολές χωρίς καμμία εντολή

αναγεγραμμένη επ'αυτών

Ενώ ολόκληρη η γη ήταν μια ατέλειωτη
Κοιλάδα του Ιωσαφάτ όπου συνωθούντο

σε μάχες οδυνηρές

οι γενεές

μετά των πτερωτών αρμάτων

της επιθυμίας,

Τα πλήθη συνέρεαν στον έσχατο πόλεμο
Ασταμάτητα ωσεί αρπακτική πυρκαγιά

σε

δάση

ανθρώπων

Και οι κραυγές τους ήταν μαινόμενες ως εάν
Σπασμικός κλονισμός του ίδιου του κέντρου

της

θέλησης:

μια λύση ωμής νύχτας μέσα στο αίμα,

Είναι η εσχάτη συνέπεια του κόσμου, άκουσε
Μια φωνή από δίπλα του να του λέει, όλα τα

πράγματα

κάποτε

καταρρέουν

Στην πρώτη αρχή τους και στην μία ασάλευτη
Μονάδα, τίποτε εκ των πολλών που δεν λήγει

σε

ένα μονάχα

φως

Εκ των πολλαπλών μηδέν που δεν ωθείται ξανά
Στο φρέαρ της αβύσσου το που δεν είναι παρά η

πίσω πόρτα

του παραδείσου

Και μηδείς ο πλούτος που δεν απλοποιείται σε
Ένα μπαλωμένο φτερό των αγγέλων στη στέγη

της λησμονιάς·

Ο Μόρφυ κοίταξε τότε έκπληκτος να του μιλάει
Από δίπλα του ο άνθρωπος χωρίς μορφή, με ένα

στέμμα

να λάμπει σαν ήλιος

επί της κεφαλής του·

Δεν έχεις καμμία μορφή, του είπε τότε, αλλά
Φαντάζεις να μιλάς εξ ονόματος των πάντων

Σα να είσαι πράγματι εσύ ο ίδιος τα πάντα·
Αν είσαι θεός ή θνητός δεν το γνωρίζω, όμως

Σίγουρα δεν είσαι μέρος αυτού του κόσμου,
Και αν ακόμα έργο του διαβόλου είσαι, τότε

Από μένα τίποτε μην καρτεράς, είμαι απλά
Ο άνθρωπος των τετραγώνων, όχι όμως το

τετράγωνο

Το κύμα μέσα στη θάλασσα όχι όμως η
Ίδια η θάλασσα και τέλος, όταν κάποιος

στρέφεται

με αγωνία

προς τον ουρανό ή τη γη

Δεν είμαι η αγωνία του, αλλά ο συνοδός της,
Δεν έχεις συνεπώς να λάβεις τίποτε από την

έκπληξή μου

Ότι είμαι μοναχά το στίγμα του απείρου που
Σκέπτεται, και έως τώρα η καθαρή σκέψη

Προβαίνει στη καλύτερη χειρονομία της όταν
Ξέρει που να σταματήσει και όρια ανάμεσα

στο γνωστό

και το άγνωστο

να επιθέτει,

Είμαι ο εαυτός σου και άλλος κανείς, του είπε
Τότε απότομα ο άνθρωπος χωρίς μορφή, είμαι

εσύ

χωρίς χρόνο

και χωρίς αίμα

Και ακόμα είμαι το ένα βασίλειο στο οποίο
Η ψυχή ανθρώπου καταλήγει, η επιστροφή

Μόρφυ,

του είπε,

Κάθε μορφή τελειώνει σαν ένα άδειο όνειρο
Και κάθε θέληση λειώνει σαν το κερί στον

βωμό

της βασιλικής

τέχνης·

Ουδείς εκ των ανθρώπων που δύναται να
Ξερριζώσει έως σήμερα μια θύελλα από τη

κοίτη της

Και μια πλήρη έννοια

από τη λέξη της,

Σαν μια οπτασία άξαφνα ο κόσμος λύεται
Στην αφύπνιση του ενός και μόνον γιατί

ένας

άνθρωπος

Είναι τα πάντα και όλα εγείρονται από το
Δικό του όνειρο, όπως ακριβώς οι μύριες

λέξεις

Συρρέουν στο νου από μία και μόνη λέξη:
Φως, Μόρφυ, του είπε, φως, ότι λάμψη

είναι

η αρχή

Και ως συσκότιση περατούται μέχρι να
Ξαναλάμψει· και ιδού το τέλος των γενεών

Μπροστά σου

Εξαπλούται

Ωσάν πέπλο που αρπάζει φωτιά σε μία
Στιγμή μοναχικής θλίψεως· μία είναι η

πραγματική

τέχνη

του ανθρώπου

Μόρφυ, να αναμένει, τίποτε άλλο, και
Κάθε ζωή δεν είναι τίποτε περισσότερο

Από μια πρόφαση αναμονής της καθαρής
Συντέλειας, έλεγε και η φωνή του βάθυνε

απότομα

Κι έμοιαζε να ερχόταν από χιλιάδες σπήλαια
Της ίδιας της τρέλλας της δημιουργίας, εγώ

ειμί

ο

παρερχόμενος,

Του είπε ακόμα γελώντας, τα πάντα είναι
Προορισμένα να απολυθούν σε μια φυσική

κωμωδία,

Δεν είσαι παρά όνειρο, αναθάρρησε ξαφνικά
Ο Μόρφυ, ονειρεύομαι αυτό είναι όλο, μόλις

ξυπνήσω

Θα εξαφανιστούν και εσύ και η κοιλάδα του
Ιωσαφάτ, και μπροστά μου θα αναφανεί η

ηρεμία

της απρόσκοπτης

ημέρας,

'Ωστε κοιμάσαι, Μόρφυ, κοιμάσαι, του είπε
Τότε η φωνή, και ακόμα, ονειρεύεσαι, του

τόνισε

περιπαικτικά,

Και ο Μόρφυ δεν μπορούσε να καταλάβει
Του φάνταζε έτι αδιανόητο να προσχωρεί

στο αμφίμαχο

των λέξεων,

Ναι, κοιμάμαι και ονειρεύομαι, απάντησε
Στον άνθρωπο χωρίς μορφή, είσαι μόνον

Το τυχαίο προϊόν ενός ακόμα πιο τυχαίου
Ονείρου, μόλις ανοίξουν οι οφθαλμοί μου

Σαν τα παράθυρα ενός σκοτεινιασμένου
Κτιρίου, η ακεραιότητα της πλάσης θα

μου παραδοθεί

ξανά

στην ίδια έτοιμη χρήση της,

Εκτός αν, τον διέκοψε τότε απότομα η φωνή,
Το κτίριο είναι το ίδιο το όνειρό σου, και τα

παράθυρα των ματιών σου

οι στρόφιγγες απ'όπου σε καταπίνει

ο θεός,

Ο Μόρφυ δεν μπορούσε να ακούσει τίποτε
Άλλο, αναρρίγησε από φρίκη στο άκουσμα

Των τελευταίων λέξεων του ανθρώπου χωρίς
Μορφή, και ετοιμαζόταν να ξυπνήσει οριστικά·

Ιδού επανέρχομαι στη ζωή,

είπε

σα μεθυσμένος

Τόσο αυτοματικά που αμφέβαλε αν ήταν δικά
Του τα λόγια και δική του η φωνή που μιλούσε,

Έρχομαι ξανά στη ζωή,

Επανέλαβε,

Και όλα έδειχναν

Στην ολίγη αναμονή των δευτερολέπτων τους
Ότι το όνειρό του, το τόσο ακαριαία πραγματικό

στον ύπνο του,

Θα ήταν εκείνο που θα αναγκαζόταν

να πει την τελευταία λέξη πάνω σ' αυτό·